O μαρξισμός δεν είναι δυνατόν να αναχθεί μόνον στη μαρξιστική θεωρία, ακόμα και αν πρόκειται για τη θεωρία του ίδιου του Μαρξ. "Συναντάει" τις μάζες, διαπλέκεται με την ιστορία, συμμετέχει σε κοινωνικές πρακτικές: Είναι λοιπόν ταυτόχρονα και μια ιδεολογία (ίσως και περισσότερες)

Gerard Bensussan

Κυριακή 11 Ιουλίου 2010

ΕΓΚΩΜΙΟ ΤΟΥ ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΣ

Το κείμενο αυτό του Karl Marx γράφτηκε ανάμεσα στα 1860 και 1862. Οι εκδότες του το ενσωμάτωσαν στις Θεωρίες της Υπεραξίας τόμος IV του Κεφαλαίου. Η μετάφραση έγινε από τα γερμανικά. Ο τίτλος κάτω από τον οποίο παρουσιάζεται εδώ προέρχεται από μία γαλλική έκδοση του κειμένου.

     Ο Φιλόσοφος παράγει ιδέες, ο ποιητής ποιήματα, ο πάστορας κηρύγματα και ούτω καθεξής. Ο εγκληματίας παράγει εγκλήματα. Αν προσέξουμε καλύτερα πως σχετίζεται αυτός ο τελευταίος κλάδος με το κοινωνικό σύνολο, θ' απαλλαγούμε από πολλές προκαταλήψεις. Ο εγκληματίας δεν παράγει μόνο εγκλήματα αλλά και το ποινικό δίκαιο και τον καθηγητή που το διδάσκει και, συνάμα, το αναπόφευκτο σύγγραμμα με το οποίο ο ίδιος καθηγητής ρίχνει στη γενική αγορά τις παραδόσεις του εν είδει "εμπορεύματος". Έτσι πολλαπλασιάzεται ο εθνικός πλούτος. Για να μην αναφέρουμε την ατομική απόλαυση που παρέχει το χειρόγραφο του συγγράμματος στον δημιουργό του, όπως μας λέει ένας πολύ αξιόπιστος μάρτυρας, ο καθηγητής Roscher.
Πέραν τούτου, ο καθηγητής παράγει ολόκληρη την αστυνομία και την ποινική δικονομία, κλητήρες, δικαστές, δήμιους, ενόρκους και λοιπά` όλοι αυτοί οι ετερόκλητοι επαγγελματικοί κλάδοι, που αποτελούν ισάριθμες κατηγορίες του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, αναπτύσσουν διάφορες ικανότητες του ανθρώπινου πνεύματος, φτιάχνουν νέες ανάγκες αλλά και νέους τρόπους για την ικανοποίησή τους. Και μόνο τα βασανιστήρια έγιναν αφορμή για τις ευφυέστερες μηχανικές εφευρέσεις, ενώ πλήθος τίμιοι χειρώνακτες απασχολούνται στην κατασκευή των σχετικών εργαλείων.
     Ο εγκληματίας παράγει μια εντύπωση, εν μέρει ηθική, εν μέρει τραγική, αναλόγως, κι έτσι προσφέρει μια "υπηρεσία" στη διακίνηση των ηθικών και αισθηματικών συγκινήσεων του κοινού. Δεν παράγει μόνο τα sυγγράμματα του ποινικού δικαίου, ούτε απλώς τους κώδικες και τους νομοθέτες, παράγει και τέχνη, ωραία λογοτεχνία, μυθιστορήματα, ακόμη και τραγωδίες, όπως αποδεικνύουν, όχι μόνο η Ενοχή του Muller και οι Ληστές του Schiller αλλά και ο Οιδίπους και ο Ριχάρδος ο Τρίτος. Ο εγκληματίας σπάζει τη μονοτονία και την καθημερινή ασφάλεια της αστικής ζωής. Έτσι την προστατεύει από την τελμάτωση και προκαλεί την ανήσυχη ένταση και την κινητικότητα χωρίς τις οποίες θα αμβλυνόταν ακόμη και η ορμή του ανταγωνισμού. Δίνει λοιπόν ένα κίνητρο στις παραγωγικές δυνάμεις. Το έγκλημα αποσύρει από την αγορά εργασίας ένα τμήμα του περιττού πληθυσμού, οπότε μειώνει τον ανταγωνισμό μεταξύ των εργατών, εμποδίζοντας ως ένα βαθμό την πτώση του μισθού κάτω από το ελάχιστο όριο, ενώ παράλληλα ο αγώνας εναντίον του εγκλήματος απορροφά ένα άλλο τμήμα του ίδιου πληθυσμού. Άρα, ο εγκληματίας αναδεικνύεται σε μιαν από εκείνες τις φυσικές «εξισορροπήσεις» που αποκαθιστούν το σωστό επίπεδο και ανοίγουν μία ολόκληρη προοπτική «ωφέλιμων κλάδων απασχόλησης».
     Οι επενέργειες του εγκλήματος του εγκλήματος στην εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων θα μπορούσαν να αποδειχθούν ως την τελευταία λεπτομέρεια. Οι κλειδαριές θα είχαν αποκτήσει τη σημερινή τους αρτιότητα αν δεν υπήρχαν κλέφτες; Η νομισματοκοπεία θα έφτανε στην τωρινή της τελειότητα αν δεν υπήρχαν παραχαράκτες; Το μικροσκόπιο θα έβρισκε τρόπο να περάσει στη συνήθη εμπορική σφαίρα (βλ. και Babbage), αν δε γινόταν απάτη στο εμπόριο; Τέλος η εφαρμοσμένη χημεία δεν οφείλει στη νοθεία εμπορευμάτων και στην προσπάθεια ανακάλυψής της όσα ακριβώς και στον τίμιο παραγωγικό ζήλο; Το έγκλημα επινοεί διαρκώς νέα επιθετικά μέσα για να προσβάλει την ιδιοκτησία και έτσι γεννά και νέα αμυντικά μέσα, οπότε επιδρά παραγωγικά στην ανακάλυψη μηχανών – όπως ακριβώς και οι απεργίες. Ας αφήσουμε όμως τη σφαίρα του ιδιωτικού εγκλήματος: Χωρίς εθνικό έγκλημα θα μπορούσε να υπάρχει παγκόσμια αγορά; Θα υπήρχαν έθνη; Άραγε το δέντρο της αμαρτίας δεν είναι ταυτόχρονα και δέντρο της γνώσης από την εποχή του Αδάμ ως σήμερα; Στο Μύθο των Μελισσών (1705), ο Mandeville έχει αποδείξει την παραγωγική δύναμη που διαθέτουν όλα τα πιθανά είδη επαγγελμάτων, αλλά και το γενικό συμπέρασμα όλου αυτού του επιχειρήματος:

     Αυτό που ονομάζουμε στον κόσμο μας Κακό, είτε ηθικό είτε φυσικό, είναι η μεγαλύτερη αρχή που μας κάνει κοινωνικά πλάσματα, η σταθερή βάση, η ζωή και το στήριγμα όλων των τεχνών και των ενασχολήσεων ανεξαιρέτως` και τη στιγμή που θα έπαυε να υπάρχει Κακό, η κοινωνία θα ήταν καταδικασμένη να φθαρεί, αν όχι να καταποντιστεί αύτανδρη.
     Μόνο που, βέβαια, ο Mandeville ήταν απείρως ποιο τολμηρός και έντιμος από τους φιλισταίους απολογητές της αστικής κοινωνίας.


Καρλ Μαρξ, Θεωρίες της Υπεραξίας - Παρέκβαση περί παραγωγικής Εργασίας

Σάββατο 10 Ιουλίου 2010

Ταξική πάλη και συνδικαλιστικοί αγώνες (ΜΕΡΟΣ Α')

Εργατική τάξη και «τρεϊντγιουνιονισμός»
Η οικονομική ταξική πάλη, που δεν είναι σε θέση από μόνη της να κρίνει την κρίσιμη μάχη της σοσιαλιστικής επανάστασης, δηλαδή τη μάχη για την κατάληψη της κρατικής εξουσίας, δεν συνιστά μια δευτερεύουσα ή υποδεέστερη μορφή πάλης. Αποτελεί την υλική βάση της πολιτικής πάλης. Καθότι, η πολιτική ταξική πάλη είναι αδύνατη ή μάταιη όσο δεν υπάρχει πεισματώδης, καθημερινή και αδιάλειπτη οικονομική πάλη. Η πολιτική ταξική πάλη είναι υπαρκτή ή εν δυνάμει νικηφόρα, μόνο όταν ριζώνει βαθιά στην οικονομική ταξική πάλη, και μόνο σ' αυτήν, διότι η οικονομική ταξική πάλη είναι (αν μπορώ να χρησιμοποιήσω αυτήν την κάπως μεταφορική έκφραση) η -καθοριστική σε τελική ανάλυση- υποδομή της ίδιας της πολιτικής πάλης, που είναι απ' την πλευρά της (διότι αυτός είναι ο ρόλος της) η μόνη που μπορεί να καθοδηγήσει την κρίσιμη μάχη των λαϊκών μαζών. Υπάρχει συνεπώς πρωτείο της πολιτικής ταξικής πάλης: αλλά τούτο το πρωτείο γίνεται κούφια λέξη όσο η βάση της πολιτικής πάλης, η οικονομική ταξική πάλη, δεν διεξάγεται σε καθημερινό επίπεδο, ακούραστα, σε βάθος και με την ορθή γραμμή.
Όπως είναι προφανές η θέση αυτή κονιορτοποιεί τις θέσεις των μικροαστών «θεωρητικών» σε σχέση με το πρωτείο των λεγόμενων «ποιοτικών» επί των λεγόμενων «ποσοτικών»διεκδικήσεων, όπως επίσης και τις ψευδομαρξιστικές θέσεις για τα «τρεϊντγιουνιονιστικά όρια» των αγώνων της εργατικής τάξης όταν αυτή αφήνεται στον εαυτό της, θέσεις που αποδίδονται στον Λένιν από όσους τον έχουν διαβάσει επί τροχάδην.
Διότι ο Λένιν ουδόλως ισχυρίζεται ότι η εργατική τάξη όταν αφήνεται στον εαυτό της διεξάγει αποκλειστικά και μόνο μια οικονομική μορφή ταξικής πάλης. Ο τρεϊντγιουνιονισμός στον οποίο αναφέρεται συνιστά μια πολιτική πάλη, με τη διαφορά ότι διεξάγεται με βάση μια λανθασμένη πολιτική γραμμή, μια ρεφορμιστική γραμμή, που αρκείται να ζητάει μεταρρυθμίσεις απ’ το αστικό κράτος και την αστική κυβέρνηση, αλλά δεν αμφισβητεί ποτέ την ύπαρξη του κράτους της αστικής τάξης. Ο τρεϊντγιουνιονισμός χρησιμοποιεί τους αγώνες των εργατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων και τους θέτει στην υπηρεσία μιας ρεφορμιστικής πολιτικής γραμμής, εν ολίγοις μιας πολιτικής γραμμής που προωθεί την ταξική συνεργασία. Αλλά και σ’ αυτήν την περίπτωση υπάρχει μια στενή σχέση συνδικάτων και κόμματος: τι θα ήταν το Εργατικό Κόμμα της Αγγλίας δίχως τα συνδικάτα; Μπορούμε μάλιστα να παραδεχτούμε ότι το Εργατικό Κόμμα έχει ριζώσει σ' ένα βαθμό στα σημαντικότερα συνδικαλιστικά σωματεία της Μεγάλης Βρετανίας: αλλά πρέπει επίσης να προσθέσουμε ότι οι μεγάλοι συνδικαλιστές ηγέτες, όπως οι Bevin, Bevan και Wilson, άπαξ και κατέλαβαν θέσεις εξουσίας (άπαξ και βρέθηκαν δηλαδή στην κεφαλή της κυβέρνησης της Αυτού Ιμπεριαλιστικής Ευγενούς Μεγαλειότητας), δεν άργησαν να «αποκοπούν» από τους συνδικαλιστικούς αγώνες, για να τους «αναχαιτίσουν» σε μια πρώτη φάση και να τους πολεμήσουν ανοιχτά σε μια δεύτερη. Αυτό συμβαίνει πάντοτε με τους «σοσιαλιστές που κυβερνούν», δηλαδή τους ακολούθους του αστικού κράτους.
Συνεπώς, θα ήταν εντελώς λάθος να ερμηνεύσουμε τη φράση του Λένιν για τον «τρεϊντγιουνιονισμό» ως ακραίο όριο στο οποίο μπορεί να φτάσει το εργατικό κίνημα με τις δικές του δυνάμεις, ως μια διατύπωση που θέτει στο στόχαστρο της την αυθόρμητη οικονομική ταξική πάλη του εργατικού κινήματος. Τουναντίον, στο στόχαστρο της βρίσκονται τα απόλυτα όρια της αυθόρμητης πολιτικής πάλης του εργατικού κινήματος, την οποία ο τρεϊντγιουνιονισμός σπρώχνει στη ρεφορμιστική παγίδα της ταξικής συνεργασίας. Αυστηρά μιλώντας, ο τρεϊντγιουνιονισμός τείνει στην κατάκηση της «κυβέρνησης», ποτέ όμως του καπιταλιστικού κράτους. Συμπερασματικά: γίνεται «πιστός διαχειριστής του καπιταλιστικού καθεστώτος».

Μάζες και συνδικαλισμός
Είναι συνεπώς αναγκαίο αφενός να αποκαταστήσουμε την πραγματικότητα, και αφετέρου να αναδείξουμε το ρόλο του συνδικαλιστικού αγώνα, ο οποίος εξακολουθεί να δέχεται τιςεπιθέσεις των «πρωτοπόρων θεωρητικών» ή να θεωρείται πρακτικά ως δευτερεύουσας σημασίαςαπό ορισμένους κομμουνιστές, που έχουν άλλωστε εν προκειμένω, μια εξίσου εσφαλμένη αντί ληψη για το ρόλο τους στον πολιτικό αγώνα. Διότι ο συνδικαλιστικός αγώνας προσλαμβάνει, στις μεγάλες εργατικές συνδικαλιστικές Ομοσπονδίες (ανθρακωρυχεία, μεταλλωρυχεία, σιδηρόδρομοι, οικοδομές, κ.λπ.) χαρακτήρα άμεσης οικονομικής ταξικής πάλης. (Ενώ αντιθέτως στα υπαλληλικά συνδικάτα δεν υπάρχει άμεση σχέση με την οικονομική ταξική πάλη.) Πρέπει να αποκαταστήσουμε την πραγματικότητα και να κατανοήσουμε για ποιο λόγο δεν υπάρχει εφικτή κομμουνιστική πολιτική ταξική πάλη δίχως βαθιές ρίζες στην οικονομική ταξική πάλη των μαζών και δίχως την ορθή τοποθέτηση και δράση των κομουνιστών στην οικονομική ταξική πάλη, και συνεπώς στους «διεκδικητικούς» αγώνες.
Είδαμε προηγουμένως τον ύστατο λόγο που αιτιολογεί αυτή τη θέση: δεδομένου ότι ολόκληρο το καπιταλιστικό καθεστώς στηρίζεται σε τελική ανάλυση στην άμεση οικονομική εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και των υπολοίπων μη εργατών μισθωτών εργαζομένων της πόλης και της υπαίθρου, ο αγώνας ενάντια στον καπιταλισμό περνά αναπόφευκτα από την άμεση πάλη ενάντια στην άμεση εκμετάλλευση. Περνά επίσης, κατά δεύτερο λόγο, από τον αγώνα ενάντια στις έμμεσες μορφές εκμετάλλευσης.
Αλλά αυτός ο αγώνας διεξάγεται από τις μαζικές οργανώσεις (διότι μπορεί να διεξαχθεί ως μαζικός αγώνας), οι οποίες διαφέρουν κατ' ουσίαν (αφενός λόγω της θέσης και των κανόνων λειτουργίας τους -την ευρύτερη δυνατή συνδικαλιστική δημοκρατία- και αφετέρου λόγω της πρακτικής τους) από τα Κομμουνιστικά Κόμματα. Πρόκειται πράγματι για μάζες, διότι η εκμετάλλευση αγγίζει όλους τους εργάτες και τους εργαζομένους μηδενός εξαιρουμένου: είναι η καθημερινή τους μοίρα και τη βιώνουν σε άμεση και συνεχή βάση. Συνεπώς μέσα από τους αγώνες για τις υλικές διεκδικήσεις ανοίγει ο δρόμος για να προσχωρήσουν οι μάζες στην αντικειμενική δράση κατά του καπιταλιστικού συστήματος. Οι μάζες• όχι μόνο η πρωτοπορία του προλε ταριάτου, ούτε μόνο το προλεταριάτο, αλλά και οι μισθωτοί μη προλετάριοι εργαζόμενοι της πόλης και της υπαίθρου, οι φτωχοί αγρότες, οι υπό προλεταριοποίηση μικροαγρότες, και όλοι όσοι αντικειμενικά είναι θύματα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης -συμπεριλαμβανομένων αρκετών υπαλλήλων των ιδεολογικών κρατικών μηχανισμών (για παράδειγμα των εκπαιδευτικών) ή και ορισμένων κατασταλτικών κρατικών μηχανισμών (για παράδειγμα ορισμένων κατηγοριώνδιοικητικών υπαλλήλων).
Αν πράγματι οι μάζες κάνουν την ιστορία, και αν από την άλλη οι μάζες δεν μπορούν να οδηγήσουν την ιστορία στη νίκη της Σοσιαλιστικής Επανάστασης, παρά μέσω της πολιτικής ταξικής πάλης και υπό την καθοδήγηση της πολιτικής οργάνωσης της πρωτοπορίας του προλεταριάτου, είναι τότε σαφές και εύλογο ότι οι μάζες, όταν θα κινητοποιηθούν, δεν θα αποδεχτούν την πολιτική καθοδήγηση του Κόμματος παρά μόνο αν έχουν επί μακρόν ενωθεί και κινητοποιηθεί στον αγώνα κατά της οικονομικής εκμετάλλευσης του καπιταλιστικού καθεστώτος, μέσα από μια μακρά, επίπονη, ηρωική, επίμονη και ταπεινή συνδικαλιστική πάλη διεκδικήσεων με βάση μια ορθή γραμμή.

Λουΐ Αλτουσέρ, Πολιτικά και Φιλοσοφικά Κείμενα

Μια μαρξιστική προσέγγιση: η εργατική τάξη και οι μεσαίες τάξεις

Πουλατζάς2 Μια μαρξιστική προσέγγιση: η εργατική τάξη και οι μεσαίες τάξεις


2.1. Η έννοια του τρόπου παραγωγής και οι κοινωνικές τάξεις
Παίρνουμε ως αφετηριακό σημείο μας τη θέση «ότι ο τρόπος παραγωγής αναφέρεται αποκλειστικά στον πυρήνα των ταξικών σχέσεων, όχι στις ταξικές σχέσεις ως τέτοιες» (Milios 2000: 295).
Σε έναν δεδομένο κοινωνικό σχηματισμό, ο οποίος «έχει μια ειδική ιστορία, κουλτούρα, οικονομία και πολιτική οργάνωση» (Goodman and Redclift 1982: 59), μπορούν να συνυπάρχουν περισσότεροι τρόποι παραγωγής και επομένως να μορφοποιείται ένας σύνθετος ταξικός σχηματισμός. Έτσι, η ταξική ανάλυση μιας κοινωνίας εκκινεί από την ανάλυση των διαφορετικών τρόπων παραγωγής. Οι συνάρθρωση διαφορετικών τρόπων παραγωγής πραγματοποιείται πάντα υπό την κυριαρχία ενός συγκεκριμένου τρόπου παραγωγής. Το πεδίο αυτής της συνάρθρωσης, όταν πρόκειται για την κυριαρχία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, είναι η σφαίρα της κυκλοφορίας (βλ. Οικονομάκης 2000).
Ακολουθώντας κριτικά εννοιολογικούς προσδιορισμούς της «αλτουσεριανής σχολής»,4 υποστηρίζουμε ότι οι σχέσεις παραγωγής μπορούν να γίνουν αντιληπτές ως η σύνθεση των σχέσεων κυριότητας, κατοχής και χρήσης των μέσων παραγωγής. Η χρήση των μέσων παραγωγής ορίζεται ως η αποκλειστική εκτέλεση της λειτουργίας της εργασίας, όπου λειτουργία της εργασίας σημαίνει συμμετοχή –ενός ατόμου ή ενός συλλογικού παράγοντα– στη διαδικασία της εργασίας με σκοπό την παραγωγή αξιών χρήσης (βλ. π.χ. Carchedi 1977: 66). Η κυριότητα ως οικονομική σχέση συνίσταται στην εξουσία επί των μέσων, των αντικειμένων και των αποτελεσμάτων της παραγωγικής διαδικασίας. Σε διάκριση από την τυπική-νομική κυριότητα, η κυριότητα ως (πραγματική) οικονομική σχέση προϋποθέτει την κατοχή των μέσων παραγωγής, δηλαδή τη διοίκηση (διεύθυνση) της παραγωγικής διαδικασίας, τη δυνατότητα να τίθενται τα μέσα παραγωγής σε λειτουργία και την οικειοποίηση αποτελεσμάτων εκ της χρήσης των μέσων παραγωγής. Με άλλα λόγια, η κυριότητα ως οικονομική σχέση υφίσταται σε σχέση ομολογίας (σύμπτωσης-αντιστοιχίας) με τη σχέση κατοχής (διοίκησης). Σε περίπτωση μη ομολογίας (μη σύμπτωσης και μη αντιστοιχίας), η κυριότητα δεν είναι μια οικονομική αλλά είναι (ή μπορεί να είναι) μια εντελώς τυπική ή νομική σχέση (βλ. σχετικά και Οικονομάκης 2005).
Ένας «καθαρός» τρόπος παραγωγής7 αναφέρεται στον ιδιαίτερο/ειδικό (και ιστορικώς μεταβλητό στις μορφές υλοποίησής του) συνδυασμό των τριών αυτών σχέσεων. Αυτός ο ιδιαίτερος συνδυασμός (δηλαδή η οικονομική δομή ενός τρόπου παραγωγής) συνιστά (συνθέτει) τη «μήτρα» ενός τρόπου παραγωγής και καθορίζει ποιο από τα τρία συστατικά δομικά στοιχεία ενός ιστορικού τρόπου παραγωγής (οικονομικό, δικαιοπολιτικό ή ιδεολογικό) είναι κυρίαρχο, με το οικονομικό στοιχείο να διαδραματίζει σε όλες τις περιπτώσεις το ρόλο του καθοριστικού σε τελευταία ανάλυση στοιχείου.
Από τη θέση ότι ο ιδιαίτερος συνδυασμός των σχέσεων κυριότητας, κατοχής και χρήσης συνιστά τη «μήτρα» ενός τρόπου παραγωγής προκύπτει ότι οι (διαφορετικές) κοινωνικές τάξεις σχηματίζονται εντός των (διαφορετικών) τρόπων παραγωγής ως αποτέλεσμα της «μήτρας» τους και ως «φορείς» αυτών των σχέσεων. Οι κοινωνικές τάξεις χαρακτηρίζονται συνεπώς, όπως υποστηρίζει ο Αλτουσέρ (2003: 428), από τις ταξικές θέσεις στις οποίες οι «φορείς» είναι «οι κάτοχοι». Ο Αλτουσέρ εδώ ακολουθεί την ανάλυση του Μαρξ, σύμφωνα με την οποία τα μέλη των κοινωνικών τάξεων δεν είναι παρά «απλώς ενσαρκώσεις, προσωποποιήσεις […] καθορισμένοι κοινωνικοί χαρακτήρες, που εγχαράσσει στα άτομα το κοινωνικό προτσές παραγωγής, είναι τα προϊόντα αυτών των καθορισμένων κοινωνικών σχέσεων παραγωγής» – και ως τέτοιοι είναι οι «κύριοι παράγοντες» ενός τρόπου παραγωγής (Μαρξ 1978β: 1080).
Ορίζουμε τις κοινωνικές τάξεις που συγκροτούνται εντός ενός τρόπου παραγωγής ως τους «φορείς» των σχέσεων που συνθέτουν τη «μήτρα» του, θεμελιώδεις κοινωνικές τάξεις αυτού του τρόπου παραγωγής (οι «κύριοι παράγοντες» ενός τρόπου παραγωγής, για να χρησιμοποιήσουμε τη μαρξική ορολογία). Κατά συνέπεια, ορίζουμε ως μη θεμελιώδει ή ίσως ορθότερα ως ενδιάμεσες κοινωνικές τάξεις εκείνες τις κοινωνικές ομάδες ενός τρόπου παραγωγής (εάν υπάρχουν) που δεν είναι «φορείς» συνθετουσών σχέσεων, δηλαδή τις τάξεις που δεν ενσαρκώνουν επαρκώς έναν διακριτό ή «καθορισμένο κοινωνικό χαρακτήρα» στο επίπεδο του τρόπου παραγωγής (βλ. Economakis 2005).
Μια διαδικασία παραγωγής η οποία δεν συνεπάγεται (ή δεν συνεπιφέρει) την παραγωγή και απόσπαση στο εσωτερικό της υπερπροϊόντος συνιστά, σύμφωνα με τον Πουλαντζά (1982α), μια μορφή παραγωγής (διακρινόμενη από την έννοια του τρόπου παραγωγής η οποία προϋποθέτει σχέσεις εκμετάλλευσης, δηλαδή δύο κοινωνικές τάξεις: την τάξη των κυρίαρχων-εκμεταλλευομένων, στους οποίους ανήκουν τα μέσα παραγωγής και έτσι οικειοποιούνται υπερπροϊόν, και την τάξη των άμεσων παραγωγών, οι οποίοι είναι κυριαρχούμενοι και αποτελούν το αντικείμενο της εκμετάλλευσης).
Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής (ΚΤΠ) και η καπιταλιστική ανάπτυξη μπορούν να συνυπάρχουν (και αυτός είναι ο κανόνας) με μη καπιταλιστικούς τρόπους ή μορφές παραγωγής. Ο ΚΤΠ και το σύστημα της καπιταλιστικής κυριαρχίας –καπιταλισμός– δεν είναι συνώνυμα ή ταυτόσημα. Επομένως οι τάξεις του ΚΤΠ δεν είναι οι μόνες τάξεις ενός καπιταλιστικού κοινωνικού σχηματισμού (βλ. π.χ. Gerstein 1989). Εντούτοις, εφόσον «οι δυο βασικές τάξεις κάθε κοινωνικού σχηματισμού, όπου και εμφανίζεται η κύρια αντίφαση, είναι οι τάξεις του κυρίαρχου σ’ αυτόν τον σχηματισμό τρόπου παραγωγής: στους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς [αυτές είναι] η αστική και η εργατική τάξη» (Πουλαντζάς 1982β: 28). Καπιταλιστές και εργάτες ενσαρκώνουν έναν διακριτό ή «καθορισμένο κοινωνικό χαρακτήρα» στο επίπεδο αυτού του τρόπου παραγωγής, δηλαδή είναι οι «κύριοι παράγοντές» του (βλ. σχετικά πιο αναλυτικά στη συνέχεια).
Ένα θεωρητικό πρόβλημα ανακύπτει στο σημείο αυτό και αφορά το κατά πόσο είναι δόκιμο να θεωρήσουμε κοινωνική τάξη μια κοινωνική ομάδα (όπως π.χ. οι γαιοκτήμονες) η οποία δεν αντιστοιχεί σε έναν ιδιαίτερο τρόπο παραγωγής (ή δεν συγκροτείται δομικά στο εσωτερικό του) εντός του καπιταλισμού.
Η απάντηση που δίνουμε στο ερώτημα αυτό είναι καταφατική, στον βαθμό που πρόκειται για το αποτέλεσμα ενός ταξικού προσδιορισμού με δομικά χαρακτηριστικά τα οποία αντανακλώνται με διακριτό τρόπο στην πάλη των τάξεων: με άλλα λόγια, εφόσον πρόκειται για τον προσδιορισμό μιας θέσης στο πλέγμα των εκμεταλλευτικών κοινωνικών σχέσεων που συνέχουν έναν κοινωνικό σχηματισμό, η οποία θέση συναρθρώνεται με συγκεκριμένο-διακριτό τρόπο με τη βασική αντίφαση του κοινωνικού σχηματισμού (αυτή που απορρέει από τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής) και (ανα)παράγει ειδικά «κατάλληλα αποτελέσματα» στο πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο του κοινωνικού σχηματισμού (σχετικά και Μηλιός 2002).
Αυτή η προσέγγιση δεν αποκλείει πάντως την ύπαρξη «οριακών» κοινωνικών στρωμάτων χωρίς ταξική ένταξη (π.χ., ενδεχομένως ο περιθωριακός πληθυσμός που ιστορικώς έχει περιγραφεί ως «λούμπεν προλεταριάτο» ή οι έμμισθοι υπηρέτες και υπηρέτριες – που δεν ανταλλάσσουν την εργασιακή τους δύναμη με κεφάλαιο αλλά με προσωπικό εισόδημα, και μάλιστα με το προσωπικό εισόδημα όχι απαραίτητα των κυρίαρχων τάξεων) (Μηλιός 2002 – βλ. επίσης στα επόμενα).
Σε κάθε περίπτωση, οι προηγούμενες παραδοχές σημαίνουν ότι στη διερεύνησή μας θεωρούμε πως οι κοινωνικές τάξεις δεν προσδιορίζονται αποκλειστικά εντός των τρόπων ή μορφών παραγωγής –κάτι που θα σήμαινε ότι ο ρόλος των οικονομικών σχέσεων στη διαδικασία συγκρότησης των τάξεων είναι κυριαρχικός (βλ. Laclau 1983: 128-129)– αλλά ότι οι «τάξεις ορίζονται πρωταρχικά (αλλά όχι αποκλειστικά) από τη θέση τους στις σχέσεις παραγωγής» (Jessop 1985: 165, βλ. επίσης 160, η έμφαση δική μας). Ακολουθώντας την «αλτουσεριανή παράδοση» (βλ. Jessop 1985: 170), αυτό σημαίνει «ότι ένας πλήρης προσδιορισμός των τάξεων πρέπει να διενεργηθεί σε όρους οικονομικών, πολιτικών και ιδεολογικών [παραγόντων]» (Carchedi 1977: 43).


ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΚΑΙ ΜΕΣΑΙΕΣ ΤΑΞΕΙΣ:ΤΑΞΙΚΗ ΘΕΣΗ ΚΑΙ ΤΑΞΙΚΗ ΤΟΠΟΘΕΤΗΣΗ
(Μια κριτική προσέγγιση στη θεωρία των κοινωνικών τάξεων του Νίκου Πουλαντζά)

των Γιάννη Μηλιού και Γιώργου Οικονομάκη