O μαρξισμός δεν είναι δυνατόν να αναχθεί μόνον στη μαρξιστική θεωρία, ακόμα και αν πρόκειται για τη θεωρία του ίδιου του Μαρξ. "Συναντάει" τις μάζες, διαπλέκεται με την ιστορία, συμμετέχει σε κοινωνικές πρακτικές: Είναι λοιπόν ταυτόχρονα και μια ιδεολογία (ίσως και περισσότερες)

Gerard Bensussan

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

Ο ανταρτοπόλεμος στην Ισπανία – Καρλ Μαρξ




Ο ανταρτοπόλεμος στην Ισπανία – Καρλ Μαρξ

Η κεντρική κυβέρνηση απέτυχε στην υπεράσπιση της χώρας της, ακριβώς επειδή απέτυχε στην επαναστατική αποστολή της. Έχοντας επίγνωση της αδυναμίας της, του ρευστού περιεχομένου της εξουσίας της, και της ακραίας έλλειψης δημοφιλίας της, πώς θα μπορούσε να επιχειρήσει να ανταποκριθεί στις έριδες, τις αντιζηλίες και τις δεσποτικές αξιώσεις των στρατηγών της, συνηθισμένες για κάθε επαναστατική εποχή, παρά μέσω ελεεινών τεχνασμάτων και δολοπλοκιών; Παραμένοντας, ως είχε, κάτω από έναν διαρκή φόβο και καχυποψία προς την ίδια τη στρατιωτική ηγεσία της, δεν μπορούμε παρά να πάρουμε τοις μετρητοίς τα λόγια του Ουέλλινγκτον που έγραφε στον αδερφό του, τον Μαρκήσιο του Wellesley, την 1η Σεπτέμβρη 1809:
“Φοβάμαι πολύ, απ’ όσα έχω δει από τα πρακτικά της κεντρικής κυβέρνησης, ότι στην κατανομή των δυνάμεών της, δεν υπολογίζει τη στρατιωτική άμυνα και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις τόσο όσο την πολιτική δολοπλοκία και την επίτευξη ασήμαντων πολιτικών σκοπιμοτήτων”.
Σε επαναστατικούς καιρούς, όταν όλοι οι δεσμοί της υποταγής χαλαρώνουν, η στρατιωτική πειθαρχία μπορεί να αποκατασταθεί μόνο μέσω μιας πολιτικής πειθαρχίας που επωμίζονται οι στρατηγοί. Καθώς η κεντρική κυβέρνηση, χάρις στην ασύμμετρη διαπλοκή της, ποτέ δεν κατόρθωσε να ελέγξει πραγματικά τους στρατηγούς, αυτοί ποτέ δεν κατάφεραν να ελέγξουν τους στρατιώτες, και προς το τέλος του πολέμου ο ισπανικός στρατός δεν πέτυχε ποτέ να φτάσει σ’ ένα μέσο επίπεδο πειθαρχίας και υποταγής. Αυτή η απειθαρχία συντηρήθηκε απ’ την έλλειψη τροφίμων, ενδυμάτων, κι όλων των υλικών απαιτουμένων ενός στρατού – καθώς το ηθικό ενός στρατού, όπως το έθεσε ο Ναπολέων, εξαρτάται απόλυτα απ’ τις υλικές συνθήκες του. Η κεντρική κυβέρνηση ήταν ανίκανη να ανεφοδιάζει τακτικά τον στρατό, καθώς τα μανιφέστα του καημένου ποιητή Quintana (στμ: Μαδριλένος ποιητής της εποχής, γνωστός για μια σειρά εύπεπτα ποιήματα που υμνούν τον πατριωτισμό, την μοναρχία κλπ) δεν επαρκούσαν γι αυτό, και για να αποδώσει κάποια συνοχή στα διατάγματά της θα ήταν αναγκασμένη να καταφύγει στα ίδια επαναστατικά μέτρα που καταδίκαζε στην επαρχία. Ακόμη και η γενική επιστράτευση ανεξαρτήτως προνομίων και εξαιρέσεων, και οι διευκολύνσεις που παραχωρήθηκαν σ’ όλους τους Ισπανούς προκειμένου να αποκτήσουν κάθε πιθανό βαθμό στον στρατό, ήταν έργο των επαρχιακών διοικήσεων, κι όχι της κεντρικής κυβέρνησης. Άν οι ήττες των ισπανικών στρατευμάτων λοιπόν παρήχθησαν από τις αντεπαναστατικές ανικανότητες της κεντρικής κυβέρνησης, αυτές οι πανωλεθρίες με τη σειρά τους συνέθλιψαν ακόμη περισσότερο την ίδια την κυβέρνηση, και καθιστώντας την το αντικείμενο της λαϊκής περιφρόνησης και καχυποψίας, αύξησαν την εξάρτησή της από αλαζονικούς αλλά ανίκανους στρατιωτικούς αρχηγούς.
Ο ισπανικός τακτικός στρατός, αν και ηττήθηκε παντού, παρολαυτά ήταν παρών σ’ όλα τα σημεία. Περισσότερες από είκοσι φορές διαλύθηκε, κι ήταν πάντοτε ικανός να ξανασυγκεντρωθεί απέναντι στον εχθρό, και συχνά μάλιστα επανεμφανιζόταν με αυξημένο δυναμισμό μετά από μια ήττα. Δεν είχε νόημα πλέον να τους κερδίζει, καθώς, τόσο γρήγορα διασκορπίζονταν, που η απώλειά τους σε άνδρες ήταν γενικά ελάχιστη, ενώ η απώλειές τους επί του εδάφους, τους ήταν παντελώς αδιάφορες. Αποσυρόμενοι άτακτα στις οροσειρές, ήταν βέβαιοι πως θα ξανασυγκεντρωθούν και θα εμφανιστούν και πάλι όταν δε θα τους περιμένανε, αναζωογονημένοι με νέες ενισχύσεις, και ικανοί, αν όχι να αντισταθούν στον γαλλικό στρατό, τουλάχιστον να τον κρατήσουν σε μια διαρκή κινητικότητα, και να τον υποχρεώσουν να διασκορπίσει τις δυνάμεις του εδώ κι εκεί. Πιο τυχεροί από τους Ρώσσους, δε χρειάστηκε καν να πεθάνουν προτού αναστηθούν.
Η καταστροφική μάχη της Ocaña, στις 19 Νοέμβρη του 1809, ήταν η τελευταία άνιση μάχη που έδωσαν οι Ισπανοί. Από κει και πέρα, περιορίστηκαν στον ανταρτοπόλεμο. Το γεγονός και μόνο της εγκατάλειψης του τακτικού πολέμου δείχνει την εξαφάνιση του εθνικού μπρος στα τοπικά κέντρα της διοίκησης. Όταν οι καταστροφές του τακτικού στρατού έγιναν ο κανόνας, η εμφάνιση των ανταρτών γενικεύθηκε, και το σώμα του λαού, ανακαλώντας με οδύνη τις εθνικές ήττες, ευφράνθηκε απ’ τις τοπικές επιτυχίες των ηρώων του. Στο σημείο αυτό τουλάχιστον, η κεντρική κυβέρνηση μοιράστηκε το λαϊκό συναίσθημα. Πληρέστερες εκτιμήσεις δίνονται στην εφημερίδα της κυβερνήσεως σχετικά με τους αντάρτες, παρά για την μάχη της Ocaña.
Όπως ο Δον Κιχώτης αντιστεκόταν με τη λόγχη του ενάντια στην πυρίτιδα, έτσι και οι αντάρτες αντιστέκονταν στον Ναπολέοντα, αλλά με διαφορετική επιτυχία.
“Αυτοί οι αντάρτες”, λέει η Αυστριακή Στρατωτική Εφημερίδα (Τόμος 1, 1821), “μεταφέρουν τη βάση τους οπουδήποτε βρίσκονται, στον εαυτό τους, και κάθε επιχείρηση εναντίον αυτής έληγε με την εξαφάνιση του αντικειμένου της”.
Υπάρχουν τρεις περίοδοι στις οποίες μπορεί να διακριθεί η ιστορική εξέλιξη του ανταρτοπολέμου. Στην πρώτη περίοδο ο πληθυσμός ολόκληρων περιοχών παίρνει τα όπλα και σχηματίζει παρτιζάνικες στρατιές, όπως στη Γαλικία και στις Αστούριες. Στη δεύτερη περίοδο, ομάδες ανταρτών σχηματίζονται απ’ τα απομεινάρια του ισπανικού στρατού, από Ισπανούς λιποτάκτες απ’ τον γαλλικό στρατό, από λαθρεμπόρους κλπ. που διεξάγουν τον πόλεμο σαν δικό τους, ανεξάρτητα από κάθε εξωτερική παρέμβαση και σύμφωνα με τα άμεσα συμφέροντά τους. Ευνοικά γεγονότα και περιστάσεις, συχνά φέρνουν ολόκληρες περιοχές στο πλευρό τους. Όσο οι αντάρτες συγκροτούνται, δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη εμφάνιση σαν σώμα, είναι όμως εξαιρετικά επικίνδυνοι για τους Γάλλους. Σχηματίζουν τη βάση ενός πραγματικού εξοπλισμού του λαού. Μόλις παρουσιαστεί μια ευκαιρία, ή μια ανοιχτή επιχείρηση διεξαχθεί, οι πιο ενεργοί και τολμηροί μεταξύ του λαού θα βγουν και θα ενωθούν με τους αντάρτες. Τρέχουν με την πιο ξέφρενη ταχύτητα προς τον εχθρό, ή παίρνουν θέση μάχης, σύμφωνα με το αντικείμενο της επιχείρησης που αναλαμβάνουν. Δεν ήταν ασυνήθιστο να τους δει κανείς να στέκονται έξω μια ολόκληρη μέρα παραμονεύοντας για την εμφάνιση ενός εχθρού, προκειμένου να συλλάβουν έναν αγγελιαφόρο ή να κατάσχουν τις προμήθειές του. Ήταν έτσι που ο νεώτερος Mina συνέλαβε τον αντιβασιλέα της Ναβάρρας, διορισμένο απ’ τον Ιωσήφ Βοναπάρτη, και που ο Julian πήρε κρατούμενο τον διοικητή της πόλης Rodrigo. Μόλις η επιχείρηση ολοκληρώθηκε, ο καθένας πήρε τον δρόμο του, κι ένοπλοι άνδρες φαίνονταν ν’ αποχωρούν προς πάσα κατεύθυνση. Όμως οι σύμμαχοί τους χωρικοί επέστρεψαν ήρεμα στις συνήθεις ασχολίες τους “σαν να μην απουσίασαν ποτέ απ’ αυτές”. Έτσι ήταν που έκλεισε η κυκλοφορία σ’ όλους τους δρόμους και χιλιάδες εχθροί βρέθηκαν επί τόπου, αν και κανείς απ’ αυτούς δεν μπορούσε να αναγνωριστεί. Έτσι κανένας αγγελιαφόρος δεν μπορούσε να μετακινηθεί χωρίς να συλληφθεί. Προμήθειες δεν μπορούσαν να σταλλούν χωρίς να κλαπούν. Εν συντομία, καμμία κίνηση δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς να παρακολουθείται από εκατό μάτια. Την ίδια στιγμή, δεν υπήρχαν τα μέσα για ένα συνδυαστικό χτύπημα στη ρίζα αυτού του πράγματος. Οι Γάλλοι ήταν υποχρεωμένοι να είναι διαρκώς οπλισμένοι εναντίον ενός εχθρού που, συνεχώς αποχωρώντας και πάντοτε επανεμφανιζόμενος, κατάφερνε να βρίσκεται παντού χωρίς να γίνεται ορατός, με τα βουνά να παίζουν τον ρόλο άπειρων πέπλων μυστηρίου.
“Δεν ήταν”, λέει ο Αββάς de Pradt “ούτε οι συγκρούσεις ούτε οι αντιπαραθέσεις που εξάντλησαν τα γαλλικά στρατεύματα, αλλά οι αδιάκοπες παρενοχλήσεις ενός αόρατου εχθρού, τον οποίον, εάν καταδίωκαν, αυτός χανόταν μέσα στον λαό, απ’ τον οποίο αμέσως μετά ξεπηδούσε με ανανεωμένες δυνάμεις”. Το λιοντάρι του μύθου που βασανίζεται μέχρι θανάτου από ένα κουνούπι, δίνει μια πραγματική εικόνα της κατάστασης του γαλλικού στρατού”.
Στην τρίτη περίοδο, οι αντάρτες έτειναν προς την κανονικότητα ενός τακτικού στρατού, διόγκωσαν τα σώματά τους σε αριθμούς από 3.000 εώς 6.000 άνδρες, έπαψαν να είναι το ζήτημα ολόκληρων περιοχών, κι έπεσαν στα χέρια μερικών ηγετών, οι οποίοι τους χρησιμοποίησαν κατά πώς συνέφερε τους σκοπούς τους. Αυτή η αλλαγή στο σύστημα των ανταρτών, έδωσε στους Γάλλους, στην αντιπαράθεση μαζί τους, σημαντικά πλεονεκτήματα. Όντας πλέον ανίκανοι, χάρις στον μεγάλο αριθμό τους, να κρυφτούν και να εξαφανιστούν ξαφνικά χωρίς να υποχρεωθούν σε μάχη, όπως έκαναν προηγουμένως, οι αντάρτες πλέον συχνά αιφνιδιάζονταν, ηττούνταν, διασκορπίζονταν, καθίσταντο ανίκανοι να καταφέρουν περαιτέρω παρενοχλήσεις για αρκετό καιρό.
Συγκρίνοντας τις τρεις περιόδους του ανταρτοπολέμου με την πολιτική ιστορία της Ισπανίας, διαπιστώνει κανείς ότι αντιπροσωπεύουν τους σχετικούς βαθμούς στους οποίους το αντεπαναστατικό πνεύμα της κυβέρνησης πετύχαινε να διαβρώνει το πνεύμα του λαού. Αρχίζοντας με την εξέγερση ολόκληρων πληθυσμών, ο παρτιζάνικος πόλεμος στη συνέχεια διεξήχθη από αντάρτικες ομάδες, των οποίων ολόκληρες περιοχές απαρτίζαν τις εφεδρείες τους και και κατέληξαν σε παραστρατιωτικά σώματα ισορροπώντας μεταξύ κλεφτουριάς και καθίζησης σε επίπεδο τακτικού στρατού.
Αποξένωση απ’ την ανώτατη Κυβέρνηση, χαλαρή πειθαρχία, συνεχείς καταστροφές, διαρκής σχηματισμός, αποσύνθεση, κι ανασύνθεση στη διάρκεια των έξι χρόνων του cadrez θα πρέπει να σφράγισαν ανεξίτηλα το σώμα του ισπανικού στρατού με τον χαρακτήρα του πραιτοριανισμού, κάνοντάς τον επίσης έτοιμο να αναλάβει χρέη υποτακτικού ή μπάτσου των αρχηγών του. Οι ίδιοι οι στρατηγοί είχαν αναγκαστικά συμμετάσχει, λογομαχώντας ή μη, ή συνομωτήσει ενάντια στην κεντρική κυβέρνηση, και πάντοτε μετατόπιζαν με το βάρος του ξίφους τους την πολιτική ισορροπία. Ετσι ο Cuesta, που αργότερα φάνηκε να κερδίζει την εμπιστοσύνη της κεντρικής κυβέρνησης με τον ίδιο βαθμό που έχανε τις μάχες της χώρας, είχε ανελιχθεί συνομωτώντας με τον Consejo Real και συλλαμβάνοντας τους βουλευτές της Λεόν στην κεντρική κυβέρνηση. Ο στρατηγός Morla ο ίδιος, μέλος της κεντρικής κυβέρνησης, πέρασε με το στρατόπεδο του Βοναπάρτη, αφού παρέδωσε την Μαδρίτη στους Γάλλους. Ο τραγελαφικός Μαρκήσιος de las Romerias, επίσης μέλος της κυβέρνησης, συνομωτούσε με τον ματαιόδοξο Francisco Palafox, τον ελεεινό Montijo και την ταραχώδη κυβέρνηση της Σεβίλλης εναντίον της κεντρικής κυβέρνησης. Οι στρατηγοί Castaños, Blake, La Bisbal (και O’Donnell) διαπλέκονταν σε διαδοχικές ίντριγκες την εποχή των Cortes ως αντιβασιλείς, και ο Γενικός Διοικητής της Βαλένσια Don Javier Elío, παρέδωσε τελικά την Ισπανία στο έλεος του Φερδινάνδου του Ζ’. Ο πραιτοριανός χαρακτήρας ήταν σίγουρα πιο ανεπτυγμένος μεταξύ των στρατηγών απ’ ότι μεταξύ των στρατιωτών τους.
Απ’ την άλλη, ο στρατός και οι αντάρτες – οι οποίοι δέχθηκαν στη διάρκεια του πολέμου μέρος των αξιωματικών τους, όπως τους Porlier, Lacy, Eroles και Villacampa, από τις τάξεις των διακεκριμένων αξιωματικών του μετώπου, ενώ το μέτωπο μετέπειτα δέχθηκε αντάρτες αρχηγούς όπως οι Mina, Empecinado κ.α. – ήταν η πιο επαναστατικοποιημένη μερίδα της ισπανικής κοινωνίας, στρατολογημένη καθώς ήταν από κάθε στρώμα, συμπεριλαμβανομένης και της περήφανης, φιλόδοξης και πατριωτικής νεολαίας, που ήταν απρόσιτη για την υπνωτική επίδραση της κεντρικής κυβέρνησης, χειραφετημένη απ’ τα δεσμά του απαρχαιωμένου καθεστώτος, εν μέρει, όπως ο Riego, έχοντας επιστρέψει μετά από μερικά χρόνια αιχμαλωσίας στη Γαλλία. Δεν πρέπει, λοιπόν, να μας εκπλήσσει η επιρροή που εξασκεί ο ισπανικός στρατός στις επερχόμενες ταραχές, ούτε όταν αναλαμβάνει την επαναστατική πρωτοβουλία, ούτε όταν διαβρώνει την επανάσταση με τον πραιτοριανισμό.
Ως προς τους αντάρτες, είναι προφανές ότι, έχοντας περάσει κάποια χρόνια στο θέατρο αιματηρών συγκρούσεων, σε ένα εύρος μεταβλητών συνηθειών, ενδίδοντας ελεύθερα σ’ όλα τα πάθη και το μίσος τους, την εκδίκηση, την αγάπη της λεηλασίας, είναι αναγκασμένοι, σε καιρούς ειρήνεις, να σχηματίσουν το πιο επικίνδυνο πλήθος, πάντα έτοιμο για ένα νεύμα, στο όνομα του κάθε κόμματος και ιδανικού, να βάλει πλάτη γι αυτόν που θα σταθεί ικανός να τους προσφέρει ικανές ανταμοιβές ή ένα πρόσχημα για λεηλασίες.

Πηγή: http://marxists.org/archive/marx/works/1854/revolutionary-spain/ch05.htm

Ο Μαρξ και η επιχείρηση

Ο Μαρξ και η επιχείρηση
του Ετιέν Μπαλιμπάρ
Μετάφραση: Τάκης Ουλής


 Το πρόβλημα ηχεί, πρέπει να το πούμε, ταυτόχρονα ως πρόκληση και ως παγίδα. Η πρόκληση είναι φανερή: είναι αυτή μιας συγκυρίας στην οποία  - για να μιλήσουμε όπως ο Ζ. Ντελόρ  -  διακηρύσσεται «συναίνεση» γύρω απ' αυτό που ονομάζουμε επιχείρηση και τα προβλήματά της (προβλήματα δημιουργίας, χρηματοδότησης, παραγωγικότητας, «περιβάλλοντος»...)
Βέβαια υπάρχει παραφωνία μεταξύ αυτών που παρουσιάζονται, από την μια πλευρά, στο όνομα του «κόμματος της επιχείρησης» (Γκατάζ) και οι οποίοι μας σφυροκοπούν μέρα με τη μέρα με ορισμένες δυναμικές ιδέες εμπνευσμένες από το νεοφιλελεύθερο πιστεύουν («να ελαφρύνουν τα βάρη της επιχείρησης», «να χαλαρώσει ο κρατικός κλοιός», «να αποδοθεί η ρευστότητα στην αγορά εργασίας» κτλ.), και από την άλλη, αυτών που θα 'θελαν να ερμηνεύσουν την «προτεραιότητα στην επιχείρηση, προτεραιότητα που δεσπόζει πάνω από όλες τις άλλες» (Φ. Μιτεράν) ταυτόχρονα ως εθνική προσπάθεια «εκσυγχρονισμού» και επέκτασης της «κοινότητας της επιχείρησης» (citoyennete a l'entreprise), δηλαδή σε μια προοπτική συλλογικότητας.
Όμως αυτές οι αντιθέσεις και οι συσχετισμοί δυνάμεων μεταξύ δημόσιας ισχύος και ιδιωτικών (ή ψευτοδημόσιων δυνάμεων) που καλύπτουν, οριοθετούν βέβαια ένα έδαφος ιδεολογικής συμφωνίας (σύμπτωσης): η αδιάσειστη πραγματικότητα των προβλημάτων της επιχείρησης για όλους τους «κοινωνικούς εταίρους» του σήμερα, η διακηρυγμένη αναγκαιότητα κάθε πολιτικό σχέδιο να ορίζεται σε σχέση μ' αυτή την πραγματικότητα, και πρώτα απ' όλα να τη συλλαμβάνει αυτή καθεαυτή.
Και εκείνοι που, συνεχίζοντας μια μακρά παράδοση αγώνα στην οποία και οι λέξεις καθαυτές έπαιξαν ένα αποφασιστικό ρόλο  - ένα σημαντικό τμήμα του εργατικού κινήματος - αποστρέφονται να μιλούν για την επιχείρηση και που προτιμούν να μιλούν για το (μεγάλο) κεφάλαιο και τα αφεντικά, ανταμώνουν επίσης με τον τρόπο τους αυτή τη συναίνεση, εστιάζοντας όλη τη θεωρητική τους προσπάθεια στον ορισμό «νέων κριτηρίων διαχείρισης» και προσπαθώντας να αντιτάξουν στα κλεισίματα εργοστάσιων  - που υποτίθεται πως απορρέουν από μια καθαρά χρηματιστική καπιταλιστική λογική - μια βιομηχανική επιταγή, που συνδέεται με τον ορισμό της επιχείρησης ως κατ' αρχήν «παραγωγικού εργαλείου του έθνους» και υπόθεση των εργαζόμενων (το προϊόν της εργασίας τους, η βάση της ύπαρξης τους και της αναγνωρισμένης κοινωνικής αξίας τους).
Σημείο των καιρών; Το γεγονός είναι πως «ο Μαρξ» βρίσκεται εξ ορισμού αποκλεισμένος από αυτήν τη συναίνεση. Ανάμεσα στο λόγο της επιχείρησης και εκείνο της πάλης των τάξεων, όχι μόνο είναι απόλυτη η αδυναμία επικοινωνίας αλλά είναι αδύνατη και η σύγκρουση. Πράγμα που στη σημερινή συγκυρία, κινδυνεύει να σημασιοδοτήσει όχι τη συγκρότηση του μαρξισμού σε πόλο αντίστασης και αντεπίθεσης στις νεοφιλελεύθερες τάσεις, αλλά αντίθετα μια εξάλειψη του μαρξιστικού λόγου, που θα φαντάζει σαν να έχει όλο και περισσότερο προσβληθεί από αρχαϊσμό και εξωπραγματικές τάσεις...
Αναφορικά μ' αυτό, δεν είναι καθόλου παράδοξος ο ολότελα παραδοσιακός χαρακτήρας του λόγου για την «κοινωνία (της) αγοράς» μιας και θα θέλαμε να μην πολυαφήσουμε να μας εντυπωσιάσει ο κατακλυσμός των αναφορών στις αποδείξεις της οικονομικής επιστήμης, στις υποσχέσεις της πληροφορικής επανάστασης ή στα «πολύ γνωστά» καταστροφικά αποτελέσματα του κρατισμού, του κολεκτιβισμού, του συγκεντροποιημένου σχεδιασμού και των «ισοπεδωτικών» κοινωνικών πολιτικών... Και ωστόσο η πρόκληση υπάρχει: μια κατάσταση στην οποία «ο Μαρξ» και ο μαρξισμός, ακόμα και στα μάτια εκείνων που έχουν τη συνήθεια να αναζητούν σ' αυτόν μια αντικαπιταλιστική αναφορά, καλούνται να απαντήσουν σε μια ερώτηση που όχι μόνο δεν είναι η δική τους, αλλά από ορισμένες απόψεις είναι μη διατυπώσιμη στο σύμπαν του λόγου τους και της ιστορικής δράσης τους.
Δεν πρόκειται ωστόσο για μια παγίδα, στην οποία θα ήταν λίγο ηλίθιο να πιαστούμε, και που ίσως δεν αποφεύγουν αυτοί οι ίδιοι που την στήνουν; Διότι για ποιο «πρόβλημα» πρόκειται ακριβώς; Η σύμμειξη φιλελεύθερου αρχαϊσμού και τεχνοκρατικού μοντερνισμού καλύπτει καταρχήν ένα αρκετά εμφανές εγχείρημα: να επανενεργοποιηθεί η ιδέα της «κοινωνίας της αγοράς» ως αμοιβαία συνεπαγωγή της επιχειρησιακής ελευθερίας και της ατομικής ελευθερίας, μέσα από την εκμετάλλευση της ιστορικής, λίγο πολύ μυθικής εικόνας μιας καπιταλιστικής επιχείρησης που υποτίθεται ότι είναι το προϊόν και το πεδίο δράσης της ατομικής πρωτοβουλίας. Πρόκειται για ένα σωστά μεθοδευμένο πόλεμο, εφόσον η συνέπεια του είναι έστω πολύ προσωρινά να παρασύρεται πολιτικά η κοινή γνώμη, το «πνεύμα των καιρών», που κατατρέχονται από τη νοσταλγία της προσωπικής ελευθερίας και της ατομικότητας, στην υπηρεσία οικονομικών συμφερόντων που δεν έχουν πλέον τίποτε να κάνουν  - αν είχαν βέβαια ποτέ - με αυτή την εικόνα απόλυτης ανεξαρτησίας και καθαρά «ιδιωτικής» πρωτοβουλίας.
Όμως δεν βρίσκεται εδώ, αυτό που επιπόλαια θα νόμιζε κανείς, το μέσο αναίρεσης της κριτικής που κατευθύνθηκε άλλοτε από τον Μαρξ ενάντια στην απάτη των «τυπικών ελευθεριών» σε μια κοινωνία ανισοτήτων, ανταγωνιστικών συμφερόντων και μαζικής συγκεντροποίησης των πραγματικών εξουσιών προς όφελος μειονοτήτων, πράγμα που συνεχίζει να τις καθιστά συγγενείς μ' αυτό που η Ρ. Λούξεμπουργκ αποκαλούσε «η ελευθερία της ελεύθερης αλεπούς στο ελεύθερο κοτέτσι»...
Το ζήτημα του κέρδους
Ιδιαίτερα, ο λόγος για την προτεραιότητα στην επιχείρηση κρύβει ο ίδιος με πολύ άσχημο τρόπο μια ανοικτή αντίφαση: την ίδια στιγμή που οι παρεμβάσεις
του κράτους χρεώνονται με όλα τα αμαρτήματα (ως ισάριθμα εμπόδια στην ορθολογικότητα της αγοράς, συνεπώς στην «έξοδο από την κρίση»), η επιχείρηση περιμένει περισσότερο παρά ποτέ τα πάντα σχεδόν από το κράτος: είτε πρόκειται για την εξαγορά ελλειμματικών βιομηχανικών τομέων είτε για νέους μεταμφιεσμένους προστατευτισμούς, χάρη στους οποίους, σε μια παγκόσμια αγορά κορεσμένη από πλεονασματικές παραγωγικές δυνατότητες, μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις επιζητούν να διασφαλίσουν ορισμένες ζώνες ασφάλειας, ορισμένα μονοπώλια στην αγορά.
Χωρίς να ξεχνάμε τις κατασταλτικές παρεμβάσεις του κράτους που ζητούνται σχεδόν απροκάλυπτα για να επαναφερθεί η εργατική δύναμη, θέλοντας και μη σ' αυτή την ιδανική «ρευστότητα»  - σ' αυτή την «ορθολογική συμπεριφορά» του εργάτη μοντέλο στη φιλελεύθερη δημοκρατία, που επωμίζεται, ίδιος «επιχειρηματίας», τους κινδύνους της πώλησης του. Αυτής της ρευστότητας που η ανάπτυξη των συνδικαλιστικών οργανώσεων και το κράτος κοινωνικής πρόνοιας υποτίθεται ότι έχουν κατά κακή σύμπτωση καταργήσει, και που οι βιομηχανικές αναδομήσεις δεν επαρκούν για την ανασύσταση της. Από τη στιγμή αυτή, υπάρχει το έδαφος για να αναπτυχθεί η υποψία πως η παντού διαδεδομένη ταύτιση ανάμεσα στο μαρξισμό και έναν πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό κρατισμό,  - ακόμη και αν είναι σύμπτωμα ασαφειών και επαναληπτικών αντιφάσεων στη διδασκαλία του Μαρξ - μάλλον αποτελεί ένα επιτήδειο αλλά επιφανειακό «κόλπο» με στόχο να συγκαλυφθεί η βαθιά αλληλεγγύη που δεν παύει να διαπλέκεται ανάμεσα στον λόγο της επιχείρησης και σε έναν άλλο, καπιταλιστικά ουσιώδη, κρατισμό.
Αν στραφούμε προς τις θεωρητικές βάσεις αυτού του λόγου, ιδιαίτερα προς την «οικονομική θεωρία», η σύγχυση δεν είναι μικρότερη, και μεταφράζεται μάλιστα με λεκτικούς δισταγμούς: διότι η επιχείρηση δεν είναι ο επιχειρηματίας, ο ανταγωνισμός δεν είναι η επένδυση...
Με πολύ σπάνιες εξαιρέσεις, η «κλασική θεωρία» κυριαρχημένη από αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε το αξίωμα των «οικονομικών αρμονιών» δηλαδή από την προβληματική της ισορροπίας, δεν έχει καμιά θεωρητικά ορισμένη θέση για την έννοια επιχείρηση (εκτός υπό τη μορφή ιδεατής παραγωγικής ενότητας στο χώρο του τέλειου ανταγωνισμού), ούτε πολύ περισσότερο για τον επιχειρηματία (εκτός στα «χυδαία» περιθώρια της, όταν πρόκειται να εγκαταλείψει το έδαφος της ανάλυσης για να αναλάβει την απολογητική του αστικού ασκητισμού ή για να μεμφθεί το κράτος, τις τράπεζες και τα συνδικάτα...)
Και είναι ενδιαφέρον το παράδοξο, ότι οι οικονομολόγοι εκείνοι για τους οποίους η «επιχειρησιακή δραστηριότητα» δεν ανάγεται ούτε στον «συνδυασμό» των διαθέσιμων συντελεστών της αγοράς, ούτε στην είσπραξη του κέρδους, είναι αισθητά ασυμβίβαστοι μεταξύ τους, όπως είναι ασυμβίβαστοι με το καθαρό φιλελεύθερο πιστεύω, είτε προβλέπουν τη «δύση» της δραστηριότητας τεχνολογικής καινοτομίας με τη μορφή της ατομικής πρωτοβουλίας (Σουμπέτερ), είτε αποδίδουν στον επιχειρηματία την αποφασιστική λειτουργία της επιλογής μεταξύ χρηματιστικής κερδοσκοπίας και παραγωγικής επένδυσης, αλλά παίρνοντας ως δεδομένο το «τέλος της ελεύθερης ανταλλαγής» (Κέυνς, ο κακός δαίμονας του σημερινού νεοφιλελευθερισμού).
Μια διπλή σύγχυση
Μια άλλη υποψία εγείρεται τότε, που θα απαιτεί μια διεξοδικότερη κριτική των ενεχόμενων εννοιών: ότι παρά την πολυλογία της η πολιτική οικονομία αν την επικαλεσθεί κανείς ως αυθεντία, δεν είναι λιγότερο αμήχανη κατά βάθος μπροστά στο αντικείμενο που ονομάζεται «επιχείρηση» από το μαρξισμό με τη σιωπή του. Πολύ περισσότερο που αυτός, αν δεν έχει να κάνει με την επιχείρηση ή τον επιχειρηματία με την τρέχουσα σημασία, έχει ωστόσο να κάνει με τη συσσώρευση, την κρίση, τον «κεφαλαιοκράτη».
Ας ορίσουμε ωστόσο με ακρίβεια για ποιον «μαρξισμό» μπορεί να πρόκειται. Εάν υπάρχει μια χυδαία οικονομία, αναμφίβολα υπάρχει επίσης και ένας χυδαίος μαρξισμός: είναι μάλιστα αυτός που είναι κυρίαρχος, και που επηρεάζει ισχυρά τις αναγνώσεις μας του Μαρξ. θα μπορούσαμε σε ό,τι μας αφορά εδώ, να τον ανασυστήσουμε εξ ολοκλήρου ξεκινώντας από το σύνθημα της κολεκτιβοποίησης: πέρασμα από την «αναρχία» της ιδιωτικής παραγωγής και της «λογικής του κέρδους» στη συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, που προορίζεται ταυτόχρονα να επιτρέψει μια ορθολογική σχεδιοποίηση και μια απελευθέρωση του εργαζόμενου (υπάρχει το υπονοούμενο: αν ο εργαζόμενος υφίσταται την εκμετάλλευση, αυτό γίνεται γιατί η ατομική ιδιοκτησία  - είτε πρόκειται γι άτομο είτε για ομάδα - αποζητά αποκλειστικά το μέγιστο κέρδος με τον ανταγωνισμό).
Για να είμαστε όσο γίνεται πιο σύντομοι, ας πούμε πως είναι αυτό το χυδαίο μόρφωμα που καθιστά δυνατές τις δύο φαινομενικά αντιφατικές κριτικές που μπορεί να απευθύνει κανείς στο μαρξισμό: τι έχει να πει για την επιχείρηση; Κατ' αρχήν είναι εναντίον και κατά δεύτερον την αγνοεί... Σ' αυτό το σημείο όπως και σε άλλα, θα πρέπει ν' αναρωτηθούμε τι οφείλει ο χυδαίος μαρξισμός στην ίδια τη θεωρία του Μαρξ. Αλλά είναι μεθοδολογικά αρτιότερο να αρχίσουμε αγνοώντας τον χυδαίο μαρξισμό για να επανεξετάσουμε τις ίδιες τις προτάσεις του Μαρξ.
Ας στραφούμε λοιπόν προς το πιο συμπυκνωμένο σημείο της θεωρίας του και ας θέσουμε πολύ απλά το ερώτημα ποιος είναι επ' ακριβώς ο «κεφαλαιοκράτης» τον Μαρξ, τι κάνει, ποια είναι η κοινωνική και ιστορική λειτουργία τον; Ποια σχέση διατηρεί αυτή με την ειδική μορφή της επιχείρησης, οριζόμενης από τον οικονομικό λόγο ως ο «κεφαλαιοκρατικός μικρόκοσμος, ο πρώτιστος θεσμός του καπιταλισμού» (F. Perroux).
Κατά παράδοξο τρόπο, η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα αναβάλλεται συστηματικά στο κείμενο του Μαρξ. Αναμφίβολα, από τα πρώτα μέρη (του Κεφαλαίου), ο κεφαλαιοκράτης ορίζεται ως «ο υπάλληλος του κεφαλαίου», ο «φέρων» την κοινωνική σχέση εκμετάλλευσης ή ο «συνειδητός φορέας» (δηλαδή θεμελιακά ασυνείδητος) της αξιοποίησης και της συσσώρευσης: αναμφίβολα ο καθοδηγητικός ιστός των αναλύσεων της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής εγκαθιδρύεται μέσα από μια θεωρητική αναφορά στην οποία «ο κεφαλαιοκράτης» εμφανίζεται ως το πρόσωπο εκείνο το οποίο «βρίσκει» στην αγορά τα μέσα παραγωγής και το εμπόρευμα εργατική δύναμη, για να συναθροίσει και να ελέγξει τον αποτελεσματικό συνδυασμό τους.
Συλλογικός καπιταλιστής, συλλογικός εργάτης
Αλλά αυτό το πρόσωπο δεν είναι προφανώς παρά μια αφαίρεση, δεν αποτελεί παρά την ενσάρκωση της αυτόνομης κίνησης της αξίας, την «αυτοκίνηση» του κεφαλαίου. Κατά συνέπεια, η έννοια αυτής της κίνησης δεν κατασκευάζεται ξεκινώντας από τις πρωτοβουλίες του κεφαλαιοκράτη, αλλά ξεκινώντας από τις συνθήκες αναπαραγωγής και χρησιμοποίησης της εργατικής δύναμης. Η θεωρία του κεφαλαίου δεν συνίσταται στην ανάλυση των ενεργειών ενός επιχειρηματία, αλλά σ' αυτήν των μεταμορφώσεων της εργασίας και της αξίας που αυτή παράγει (πράγμα που σημαίνει επίσης πως, για να μάθουμε «αυτό που κάνει» ο κεφαλαιοκράτης, πρέπει πρώτα να μάθουμε πώς εργάζεται ο μισθωτός παραγωγός), θα πρέπει να περιμένουμε το Τρίτο Βιβλίο για να συναντήσουμε μια διαφοροποίηση, και άρα μια συγκεκριμενοποίηση του κεφαλαιοκράτη.
Δύο δυνατότητες ερμηνείας ανοίγονται εδώ. Η πρώτη συνίσταται στο να θεωρήσουμε, όπως μας προσκαλεί ο ίδιος ο Μαρξ, την αφηρημένη λειτουργία του κεφαλαιοκράτη ως μια απλή «μάσκα». «Τα εμπορεύματα δεν μπορούν να πάνε από μόνα τους στην αγορά»: ιδιαίτερα το χρήμα δεν κυκλοφορεί χωρίς αφέντη, χωρίς ιδιοκτήτη. Όμως, η αληθινή εξουσία είναι απρόσωπη, είναι αυτή του ίδιου του χρήματος. Αυτό που μετρά, είναι η λειτουργία, όχι ο δικαιούχος της ή η δικαιϊκή μορφή που του επιτρέπει να την εκπληρώνει.
Αυτό που λόγου χάρη επιτρέπει τη λειτουργία ενός συσσωρευμένου ποσού χρήματος ως κεφαλαίου και όχι ως μη παραγωγικού «θησαυρού» ή ως αποθεματικού πολυτελούς κατανάλωσης δεν είναι μια απόφαση για επένδυση που παραπέμπει στην ψυχολογία ή στην κοινωνιολογία μιας ιδιαίτερης τάξης ατόμων, αλλά η ίδια η ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής και κυκλοφορίας.
Αμφισβητήσιμη σημείωση αν θέλουμε να τη διαβάσουμε κατά άμεσα ιστορικό τρόπο, αλλά πολύ οξεία αν την διαβάσουμε ως την ένδειξη μιας τάσης: οι μορφές της «ατομικής ιδιοκτησίας» συνάγονται από την ύπαρξη του κεφαλαίου, αλλά είναι τυχαίες οι ίδιες· μπορούν συνεπώς να αλλάξουν (και μαζί τους η μορφή του κεφαλαιοκράτη, οι τρόποι της επιλογής του και της ιστορικής συμπεριφοράς του) δίχως ωστόσο να εξαφανισθεί η θεμελιακή λειτουργία του ως διαμεσολαβητή ανάμεσα στην κυκλοφορία και τη παραγωγή, ως οργανωτή της εκμετάλλευσης και παράγοντα της συσσώρευσης.
Δίπλα από τον ατομικό κεφαλαιοκράτη και ανταγωνιστικά προς αυτόν, αναδύεται ο συλλογικός κεφαλαιοκράτης: τίποτα δεν εμποδίζει εδώ, χωρίς να ανατρέψουμε την προβληματική του Μαρξ, να προσθέσουμε το καπιταλιστικό κράτος, ή το κράτος ως ιδιαίτερο καπιταλιστή. Από αυτή την οπτική γωνία ο Μαρξ, με τον τρόπο του, προλαμβάνει μια λειτουργική (ή δομική) ανάλυση της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας στην οποία σχετικοποιείται ο ρόλος της νομικής ιδιοκτησίας και η οποία, συνεπώς, δεν διακινδυνεύει κατά τίποτα να ακυρωθεί από την ανάδυση μιας διάκρισης ανάμεσα στην ιδιοκτησία του κεφαλαίου και τη διαχείριση ή διεύθυνση της επιχείρησης: αντίθετα, δεν μπορεί παρά να την επιβεβαιώσει.
Ωστόσο η αρχική αφαίρεση μπορεί επίσης να κατανοηθεί κατά ένα άλλο τρόπο: ως έκφραση ενός οικονομικού αξιώματος που υπαγορεύει όλη την ανάλυση του ίδιου τον κεφαλαίου και που, υπ' αυτή την έννοια, κατανέμει προκαταβολικά τα ορατά θεωρητικοποιήσιμα προβλήματα. Ορισμένα θα εμπέσουν οριστικά στο πεδίο της θεωρίας (συμπεριλαμβανόμενου και του πεδίου των μεταγενέστερων ερευνών της)· άλλα αντίθετα θα βρεθούν εκτός πεδίου, και σ' αυτές τις συνθήκες δεν θα μπορέσουν να αναδυθούν παρά ως σημεία φυγής, στη χειρότερη περίπτωση προς την οικονομική ιδεολογία, στην καλύτερη προς την ίδια την πολιτική πραγματικότητα, διακινδυνεύοντας τη διάρρηξη της ενυπάρχουσας θεωρίας.
Ας εξηγηθούμε κατά τον πιο σχηματικό δυνατό τρόπο. Όλα περιστρέφονται εδώ γύρα) από το ζήτημα του κέρδους. Ο αρχικός συλλογισμός του Μαρξ συνίσταται στην κατάδειξη του ότι η διόγκωση της αξίας προϋποθέτει την κυκλοφορία και τις χρηματικές ανταλλαγές (αφού μόνο το χρήμα, «γενικό ισοδύναμο» των εμπορευμάτων, δίνει στην αξία μια αυτόνομη μορφή, η οποία την καθιστά αξιοποιήσιμη αυτή καθεαυτή: αυτό που θα αποκαλέσουμε υπεραξία) αλλά δεν μπορεί να εξηγηθεί ή να έχει την πηγή της στην κυκλοφορία.
Γι αυτό πρέπει εξ υποθέσεως να στοχαστούμε ως ένα σώμα την ολότητα του κεφαλαίου (που συμπεριλαμβάνει όλες τις «μερίδες», που εμπειρικά, επενδύονται σε εμπορικές, βιομηχανικές ή τραπεζικές ενέργειες) και να αναλύσουμε τη διαδικασία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής ως ένα χαρακτηριστικό κύκλο, που πηγαίνει από την αρχική κυκλοφορία (χρηματική μορφή) στη συσσώρευση (επιστροφή στη χρηματική μορφή) περνώντας από την εργασιακή διαδικασία (όπου το κεφάλαιο παίρνει τη μορφή εμπορευμάτων: μηχανές, εγκαταστάσεις, πρώτες ύλες, εργατική δύναμη) και η οποία αναπαράγεται επ' αόριστο στην κοινωνική κλίμακα. Πράγμα που σημαίνει πώς η κίνηση των βιομηχανικών κεφαλαίων θεωρείται ως χαρακτηριστική του κεφαλαίου εν γένει ή αν το προτιμάμε ως «αντιπρόσωπος» του συνόλου των κεφαλαίων στο εγχείρημα από το οποίο έλκουν όλα τη δυνατότητα της αξιοποίησης τους. Αυτή είναι η αρχική θεωρητική αφαίρεση του Μαρξ. Είναι αυτή που καθιστά δυνατή τη συγκεκριμένη ανάλυση των χαρακτηριστικά κεφαλαιοκρατικών φαινομένων, που επιμελώς συσκοτίζει η πολιτική οικονομία. Αλλά πρέπει επίσης να δούμε αυτό που προκύπτει όταν ο Μαρξ καταπιάνεται να εξετάσει τις «μετασχηματισμένες μορφές» της υπεραξίας, δηλαδή την κίνηση των ατομικών κεφαλαίων.
Ας ξαναδιαβάσουμε λοιπόν, παρά τον αποσπασματικό και ανολοκλήρωτο χαρακτήρα της, την ανάλυση της διαφοράς μεταξύ τόκου (του χρηματιστικού κεφαλαίου) και του επιχειρηματικού κέρδους (Τρίτο Βιβλίο, Κεφ. 23 και επόμενα).
Η στρατηγική της εκμετάλλευσης και του κράτους
Στην πράξη δεν είναι οι ίδιοι κεφαλαιοκράτες (σε κάθε περίπτωση δεν είναι οι ίδιες μερίδες του κεφαλαίου) που λειτουργούν ως κεφάλαιο χρήμα (ουσιαστικά στην πίστη, στην χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, τις χρηματιστηριακές λειτουργίες) και ως βιομηχανικό «παραγωγικό» κεφάλαιο. Οι πρώτοι «δανείζουν» στους δεύτερους με τη διαμεσολάβηση ενός τόκου (πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα να ρυθμίζεται η κεφαλαιαγορά στη βάση ενός «επιτοκίου»). Οι δεύτεροι οφείλουν να συνυπολογίζουν τον τόκο που πληρώνουν για τα κεφάλαια που δανείσθηκαν όχι ως ένα μέρος του κέρδους τους, που αφαιρείται ή διανέμεται εκ των υστερών, αλλά ως ένα στοιχείο του κόστους παραγωγής, το οποίο καθορίζει προκαταβολικά το περιθώριο των δυνατών κερδών.
Υπάρχει εδώ μια περιγραφή που όχι μόνο εναρμονίζεται με τα στοιχεία της πρακτικής του «συγκεκριμένου» κεφαλαιοκράτη, αλλά, που αν απομονωθεί, φαίνεται να ανοίγει το δρόμο σε μια ολόκληρη ανάλυση της «λειτουργίας του επιχειρηματία»:
 - είτε σε μια κατεύθυνση που θα την ονομάζαμε «σουμπετεριανή» (ο επιχειρηματίας είναι αυτός που προωθεί την καινοτομία στην παραγωγική συνδυαστική, ή στη στρατηγική της κατάκτησης των αγορών, κατά τρόπο που να οδηγεί στα απώτερα άκρα τα όρια που του επιβάλλει η πίστωση την οποία αρχικά διέθετε).
 - είτε σε μια «κευνσιανή» κατεύθυνση (ο επιχειρηματίας, ατομικός ή όχι, είναι αυτός που επιλέγει την παραγωγική επένδυση μάλλον παρά την κερδοσκοπική επένδυση, το ποσοστό κέρδους ενάντια στο επιτόκιο: από εδώ ξεκινά η ιδέα πως ο ρόλος του κράτους συνίσταται στο ρίξιμο των επιτοκίων για να δώσει κίνητρα στην παραγωγική επένδυση).
 - είτε τέλος σε μια κατεύθυνση καθεαυτό «μαρξιστικής» που θα έμενε να ορίσουμε, αλλά που σε κάθε περίπτωση θα συμπεριείχε ταυτόχρονα την έννοια μιας στρατηγικής για την παραγωγή (που θα περιλάμβανε και τη σχετική αυτονομία του χρηματικής συνιστώσας) και αυτήν μιας οικονομικής πολιτικής με όση έμφαση μπορούμε να δώσουμε στον όρο αυτό.
Τέτοια δεν είναι, το ξέρουμε η οδός που επιλέγει ο Μαρξ. Αντίθετα, τον ενδιαφέρει να δείξει ότι στο αντιθετικό «παιχνίδι» του κέρδους και του τόκου, ουσιαστικά υπάρχει μια μυστικοποίηση ή αυταπάτη που μοιράζονται οι ίδιοι οι κεφαλαιοκράτες μεταξύ τους και η οποία εμφανίζει το χρηματιστικό κεφάλαιο ως το μόνο «κεφάλαιο καθ' εαυτό» και το επιχειρηματικό κέρδος ως την ανταμοιβή μιας (παραγωγικής) υπηρεσίας.
Ο Τρίτος τομέας
Απ' τα παραπάνω εκπορεύεται μια διπλή σύγχυση που μπορεί να εκμεταλλευθεί η αστική απολογητική: σύγχυση του ίδιου του κέρδους με το «μισθό επιτήρησης» (ή οργάνωσης) του βιομηχανικού κεφαλαιοκράτη, σύγχυση των λειτουργιών που αυτός ο τελευταίος εκπληρώνει ως κεφαλαιοκράτης (αντιπρόσωπος του κεφαλαίου) και αυτών που εκπληρώνει ως «διευθυντής της ορχήστρας» της συλλογικής παραγωγής (οριακά, ο κεφαλαιοκράτης θα μπορέσει να παρουσιαστεί ως ένας «εργαζόμενος» με μια ιδιαίτερη αρμοδιότητα, αναγκαίος για τη λειτουργία αυτού του κοινωνικού οργανισμού που είναι η επιχείρηση). Στο τέλος της γραφής, είναι το ίδιο το γεγονός της εκμετάλλευσης που γίνεται αόρατο, την ίδια στιγμή που η πηγή της συσσώρευσης του κεφαλαίου αποσπάται από την παραγωγή για να εμφανιστεί ως μια τυχαία, εξωτερική «σχέση», ανάμεσα στην παραγωγή και την κυκλοφορία, την αγορά των αγαθών και την αγορά των κεφαλαίοι.
Ο Μαρξ εξηγεί στο σημείο αυτό, πως το κέρδος και ο τόκος δεν είναι, σε τελευταία ανάλυση, παρά κλάσματα της συνολικής υπεραξίας και ότι το άθροισμα τους ρυθμίζεται μακροπρόθεσμα από το «μέσο ποσοστό κέρδους». Αυτό εξαρτάται από δύο συνολικά μεγέθη: την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου (δηλαδή την αναλογία των υλικών μεσών παραγωγής και της εργατικής δύναμης) και το ποσοστό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Εδώ είναι που τίθεται το ερώτημα αν ο Μαρξ, στην κριτική μάλιστα που κάνει, δεν αναπαράγει ορισμένα σχήματα σκέψης των οικονομολόγων: αναμφίβολα το μέσο ποσοστό κέρδους (ή το γενικό επίπεδο των τιμών) δεν μεταφράζει γι' αυτόν μια αυτόματη ισορροπία αλλά μεταφράζει μια ρύθμιση, οι περιορισμοί της οποίας είναι ταυτόχρονα «τεχνικοί» και «πολιτικοί» και η οποία επιβάλλει στις στρατηγικές των ατομικών κεφαλαιοκρατών μια γενική νόρμα.
Τέλος, ο Μαρξ αποδίδει σ' αυτές τις αποδείξεις μια εξήγηση της τάσης προς το σοσιαλισμό που υποτίθεται ότι ενυπάρχει στην εξέλιξη του καπιταλισμού, την ίδια στιγμή που εκφέρει μια σειρά προτάσεων που αναφέρονται στην κρίση. Αυτά τα δύο αντιθετικά φαινόμενα συνδέονται με την ανάπτυξη της πίστης (ή με τον αυξανόμενο διαχωρισμό μεταξύ του βιομηχανικού και του χρηματιστικού κεφαλαίου) συνιστούν όμως την καλή και την ανάποδη όψη μιας και της ίδιας αντίθεσης. (Ο Μαρξ λέει: «αρνητική λύση και θετική λύση»): αυτή που χωρίζει δύο μορφές κοινωνικοποίησης της οικονομίας: την «πραγματική» κοινωνικοποίηση (αυτήν της διαδικασίας παραγωγής που επιταχύνεται από την κεφαλαιοκρατική συγκέντρωση) και την «εικονική» κοινωνικοποίηση: (αυτή του συγκεντροποιημένου κεφαλαίου χρήματος, που «εκτροχιάζεται» αναπόφευκτα προς την κερδοσκοπία). Είναι πολύ αποκαλυπτικό να δούμε εδώ να εκφέρεται καθαρά από τον Μαρξ μια θέση που θα υπερισχύσει στο μεταγενέστερο μαρξισμό: αυτή των κεφαλαιοκρατών ως περιττής τάξης, που σημαίνει ταυτόχρονα παρασιτικής (όπου η κρίση είναι κατ' εξοχήν η στιγμή όπου αυτός ο παρασιτισμός βγαίνει στο φως της ημέρας) και άχρηστης (η κοινωνικοποίηση της παραγωγής θέτει όλο και περισσότερο τον κεφαλαιοκράτη εκτός της πραγματικής διαδικασίας, και κατανέμει τις «γενικές λειτουργίες» οργάνωσης σε μισθωτούς τεχνικούς).
Βρισκόμαστε εδώ στην καρδιά ενός κεντρικού προβλήματος στον Μαρξ που μπορούμε να συνοψίσουμε ξεκινώντας από την περιβόητη διατύπωση για την «αυταπάτη του ανταγωνισμού». Διατύπωση, πρέπει να το πούμε, εξαιρετικά αινιγματική. Αν ο ανταγωνισμός είναι μια αυταπάτη, ποια είναι αληθινά η πραγματικότητα της αναρχίας στην παραγωγή και, της ατομικής ιδιοποίησης των μέσων παραγωγής που ορίζονται ως η ουσία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής; θα ξαναγυρίζαμε λοιπόν στην ιδέα πως, κάτω από το επιφαινόμενο μιας αναζήτησης του κέρδους από τις αυτόνομες οικονομικές μονάδες, λειτουργεί στην πραγματικότητας ένας μοναδικός κοινωνικός μηχανισμός, με τη διαφορά πως αυτός ο μηχανισμός δεν είναι η πραγμάτωση της optimum ευημερίας από το «αόρατο χέρι» της αγοράς, αλλά η μέγιστη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης από τον «συλλογικό κεφαλαιοκράτη».
Μια μέση οδός
Και είναι η πανουργία της λογικής τις ιστορίας που καταλήγει, κάτω από την δράση μάλιστα του συλλογικού κεφαλαιοκράτη, στην ανάδειξη τον συλλογικού εργαζόμενου της κοινωνικοποιημένης παραγωγής, ικανού να επιτελέσει την απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών και να οργανώσει ο ίδιος την δική του εργασία.
Πράγματι ο κεφαλαιοκράτης (η κεφαλαιοκρατική τάξη) ήταν ανέκαθεν προορισμένο να εξαφανιστεί, η ατομική λειτουργία του ήταν ανέκαθεν διακοσμητική και η πραγματική κατάργηση του (ξεχνώντας την αντίσταση που μπορεί να αντιτάξει), ζήτημα τεχνικών συνθηκών.
Όμως αν ο ανταγωνισμός είναι μια αυταπάτη, αυτό γίνεται, για μια ακόμη φορά, επειδή αυτός ανήκει στην «επιφάνεια» του συστήματος κοινωνικής παραγωγής, δηλαδή στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Ωστόσο η ανάλυση του Μαρξ δεν συνεπάγεται στο θεωρητικό πυρήνα της, ότι η συλλογική ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής οδηγεί στην κατάργηση της κυκλοφορίας σαν τέτοιας ή αν θέλουμε ότι καταργεί την κατανομή των οργάνων εργασίας και της εργατικής δύναμης ανάμεσα σε διαφορετικούς «κλάδους» παραγωγής, μετασχηματίζοντας έτσι κατά κάποιο τρόπο την κοινωνία (και οριακά ολόκληρη την ανθρωπότητα, αφού η κεφαλαιοκρατική αγορά είναι παγκόσμια) σε ένα μοναδικό εργοστάσιο. Γι αυτό μπορούμε υπέροχα να αντιστοιχήσουμε στην κριτική της αυταπάτης του ανταγωνισμού, μια μαρξιστική κριτική των «ψευδαισθήσεων της σχεδιοποίησης» της οποίας τα θέματα (δηλαδή η «διοίκηση των πραγμάτων» που είναι ολοκληρωτικά προγραμματισμένη εκ των προτέρων ξεκινώντας από ένα μοναδικό κέντρο αποφάσεων είναι απλά η αντεστραμμένη ιδεολογική εικόνα των «οικονομικών αρμονιών» και του «αόρατου χεριού της αγοράς».
Αυτό που δημιουργεί τη δυσκολία συνίσταται αναμφίβολα στο ότι ο Μαρξ αναζήτησε να στοχαστεί κάτω από την ίδια έννοια του «συλλογικού κεφαλαιοκράτη» δύο πολύ διαφορετικές (συν)αρθρώσεις. Από την μία πλευρά αυτήν που δομεί τον «κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας» σε διακριτούς κλάδους, που αντιστοιχούν σε ετερογενείς «ανάγκες», ιστορικά εξελικτικές και εν μέρει καθορισμένες από την ίδια την οργάνωση της παραγωγής, αλλά που εξ ορισμού δεν μπορούν να συντηχθούν σε ένα μοναδικό οργανόγραμμα κατ' απομίμηση των εργατικών ατελιέ ή των τμημάτων μιας επιχείρησης: Από την άλλη την έννοια των αντιθετικών (λειτουργιών) σε σχέση με την κυκλοφορία (αγορά και πώληση, χρηματοδότηση και παραγωγικός συνδυασμός) και που παραπέμπει σε τελευταία ανάλυση στη μεγάλη δυαδικότητα της «πραγματικής» οικονομίας και της «χρηματικής» οικονομίας. Ο ατομικός κεφαλαιοκράτης του Μαρξ (συμπεριλαμβανόμενης της μεγάλης επιχείρησης, αποτέλεσμα της συγκέντρωσης και της συγκεντροποίησης των κεφαλαίων) βρίσκεται στη διασταύρωση αυτών των δύο (συν)αρθρώσεων, εξαρτάται ταυτόχρονα και από τη μία και από την άλλη, αλλά κατά άμεσο και συνεπώς αφηρημένο τρόπο.
Για να πούμε την αλήθεια, κάτω από την έννοια του «συλλογικού κεφαλαιοκράτη». βρίσκουμε επίσης μια άλλη πραγματικότητα, που δεν μπορεί να παραμένει επ' αόριστο παραγνωρισμένη: πρόκειται για την πολιτική ενότητα της κεφαλαιοκρατικής τάξης, έτσι όπως αυτή συγκροτείται στην ιστορία της αστικής κοινωνίας. Και, από αυτή την οπτική γωνία, πρέπει να αναγνωρίσουμε πως η διαλεκτική ανακτά όλα τα δικαιώματα της στο βαθμό που εξαφανίζεται το αξίωμα μιας προκαθορισμένη; ενότητας ή συνολικότητας.
Διότι αυτή η πολιτική ενότητα δεν είναι παρά το αποτέλεσμα στο οποίο τείνει ένα παιχνίδι αντιθέσεων. Είναι ταυτόχρονα ενεργή στην πάλη των τάξεων  - αρχίζοντας από αυτήν που ξετυλίγεται στο ίδιο το έδαφος της εργασιακής διαδικασίας - και διαρκώς αμφισβητούμενη από τα διαλυτικά αποτελέσματα που παράγει αυτή η ίδια πάλη των τάξεων με το να αντιπαραθέτει μεταξύ τους τα συμφέροντα των «κεφαλαιοκρατικών μερίδων».
Γι αυτό και περνά αναπόφευκτα από το κράτος (και όχι από τις συνεννοήσεις των διευθυντών επιχειρήσεων, εκτός από εκείνες που γίνονται με την ιδιότητα ομάδας πίεσης προς το κράτος): θα μπορούσαμε να πούμε, οριακά, πως η εργοδοσία ενώνεται «απέναντι» στο κράτος, και μάλιστα ενάντια του, ακριβώς για να δεχθεί από αυτό τους όρους της ενότητας της, στην τριπλή λειτουργία του ως αντιπρόσωπου των μακροπρόθεσμων συμφερόντων του κεφαλαίου (ενάντια στις «καταχρήσεις», τις «αναχρονιστικές» στρατηγικές εκμετάλλευσης των ατομικών κεφαλαίων), ως καταναγκαστικής εξουσίας (ενάντια στους αγώνες του οργανωμένου προλεταριάτου) και ως διαμεσολαβητή των ταξικών ανταγωνισμών (κατά τρόπο που να επιβάλλει ανάλογα με το συσχετισμό δυνάμεων, μια ισορροπία συμβιβάσιμη).
Αυτό που θα έπρεπε λοιπόν να συνοψίσουμε εδώ, είναι η ανάλυση των μεθόδων συσσώρευσης της υπεραξίας, όπως την πραγματοποιεί ο Μαρξ κυρίως σε σχέση με τη «σχετική υπεραξία» και τη βιομηχανική επανάσταση. Υπό μια έννοια πρόκειται γι' αυτό που είναι το πιο γνωστό στον Μαρξ (ο «επαναστατικός ρόλος» της αστικής τάξης: «συσσωρεύτε, συσσωρεύτε, είναι ο νόμος και οι Προφήτες!»...) και ωστόσο αυτό του οποίου πρέπει ακατάπαυστα να ξανατονίζουμε (και να επανασυγκροτούμε) την επικαιρότητα επειδή πρόκειται, όχι τυχαία, ταυτόχρονα για το απωθημένο της πολιτικής οικονομίας και αυτό που μόνιμα επιδιώκουν να περιορίσουν τη σημασία του οι εργοδοτικές ή «επιστημονικές» επεξεργασίες της «οργάνωσης» και των «ανθρώπινων σχέσεων στο εσωτερικό της επιχείρησης». Το αντικείμενο του Μαρξ εδώ, είναι πράγματι φαινομενικά το ίδιο μ' αυτό που στοχεύουν αυτές οι επεξεργασίες: η κεφαλαιοκρατική παραγωγικότητα της εργασίας και οι όροι της. Με τη διαφορά ότι ο «συντελεστής» του οποίου κάνουν συστηματικά αφαίρεση (εκτός όταν μιλάνε με λιγότερο ή περισσότερο επονείδιστο τρόπο, για την παθολογία του ανθρώπινου υλικού...) είναι ακριβώς εκείνος για τον οποίο ο Μαρξ δείχνει λεπτομερειακά (και εξαρτάται από εμάς να ξανακάνουμε επίκαιρες τις αναλύσεις του) τον μη αναγώγιμο χαρακτήρα του: η αντίσταση της εργατικής δύναμης στην εκμετάλλευση.
Γι αυτό το λόγο, από τη μια πλευρά, ο επιχειρηματίας κεφαλαιοκράτης (είτε πρόκειται για το μικρό εργοδότη είτε για την «τεχνοδομή» μιας μεγάλης ομάδας) χάνει εδώ την όποια αφαιρετική παρουσία για να ενσαρκωθεί στην ιστορική φιγούρα αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε στρατηγικό νου της εκμετάλλευσης: ένας στρατηγικός νους που οφείλει να επιτύχει ταυτόχρονα κατά «αποδοτικό» τρόπο, το «συνδυασμό»:,θέση στην αγορά, παραγωγικές τεχνικές, μεθόδους καταναγκασμού σε υπερεργασία (παίζοντας με τη διάρκεια της, την ένταση της, την αμοιβή της), και ιδιαίτερες «κοινωνικές πολιτικές» αναπαραγωγής του εργαζόμενου (από τον πατερναλισμό έως τη μετανάστευση). Και από την άλλη πλευρά η ίδια η κεφαλαιοκρατική επιχείρηση, ως πρώτος τόπος (και επίσης, το βλέπουμε καλά αυτή την στιγμή, ύστατο «καταφύγιο») της οργανωμένης αναμέτρησης των κοινωνικών δυνάμεων, ως κέντρο εκμετάλλευσης της εργασίας και συσσώρευσης του «πραγματικού» υλοποιημένου κεφαλαίου (ή της «νεκρής εργασίας»), συγκροτείται επίσης σε πολιτικό τόπο: όχι μόνο επειδή το κράτος είναι αναγκασμένο να παρέμβει από τις απαρχές της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής (αρχίζοντας από την κατασταλτική και προστατευτική εργατική νομοθεσία και περιμένοντας την ανάπτυξη του συνδικαλιστικού δικαίου που ο Μαρξ δεν μπόρεσε να λάβει υπόψη του), αλλά επίσης γιατί η οικονομική συγκυρία, η δυνατότητα ή όχι να μπορούν να μεταφρασθούν τα κέρδη παραγωγικότητας σε «έκτακτα κέρδη» και συνεπώς σε διαφορικά πλεονεκτήματα πάνω στα ανταγωνιστικά κέντρα εκμετάλλευσης, εξαρτάται από αυτό το συσχετισμό δυνάμεων. Κατά συνέπεια η «αυτοκίνηση» του κεφαλαίου δεν είναι άλλο πράγμα, τελικά παρά το άθροισμα αυτών των διαφορικών.
Σ' αυτό το πλαίσιο, είναι εκπληκτικό πως ο ορισμός του ανταγωνισμού που προτείνει ο Μαρξ είναι ελαστικός, απομακρύνοντας σε δεύτερο πλάνο το θέμα της «αυταπάτης», για να υπογραμμίσει μάλλον την αλληλεπίδραση μεταξύ των στρατηγικών εκμετάλλευσης και των «καταναγκαστικών νόμων» της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης που για κάθε κεφαλαιοκράτη, επιβάλλονται «από τα έξω». «Η λειτουργία του επιχειρηματία παρουσιάζεται λοιπόν ως το σημείο συνάρθρωσης του δεσποτισμού του εργοστάσιου» (που πρέπει να ανασυγκροτεί ακατάπαυστα χρησιμοποιώντας γι' αυτόν το σκοπό την τεχνολογία ως μέσο υποταγής των «κατακερματισμένων» εργαζόμενων) και της «δικτατορίας της αγοράς» στην οποία υποτάσσεται ο ίδιος επί ποινή θανάτου (δηλαδή πτώχευσης), η δεύτερη όντας προϋπόθεση της πρώτης.
Πραγματικά η διαλεκτική αυτή όπως την περιγράφει ο Μαρξ δεν διαγράφει καμιά άμεση ούτε προπάντων μονοσήμαντη «διέξοδο». Δεν διατηρεί παρά μια τυχαία σχέση με το θέμα του «περιττού κεφαλαιοκράτη» (υπογραμμίζει μάλλον την ιστορική υλικότητα της εμπορευματικής σχέσης και της σχέσης εκμετάλλευσης, ' μαζί με την πλαστικότητα, την προσαρμοστικότητα της συνάρθρωσής τους). Γι αυτό το λόγο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην προοπτική μιας σοσιαλιστικής οικονομικής ιδεολογίας (μαρξιστικής ή όχι). Αντίθετα είναι αποφασιστική για τη διαμόρφωση, εν μέρει τουλάχιστον, των στόχων και των τάσεων μιας κομμουνιστικής πολιτικής.


Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Politique aujourd'hui, τεύχος Ιουλίου Σεπτεμβρίου 1984. (Τίτλος πρωτοτύπου: Marx et l'entreprise).