O μαρξισμός δεν είναι δυνατόν να αναχθεί μόνον στη μαρξιστική θεωρία, ακόμα και αν πρόκειται για τη θεωρία του ίδιου του Μαρξ. "Συναντάει" τις μάζες, διαπλέκεται με την ιστορία, συμμετέχει σε κοινωνικές πρακτικές: Είναι λοιπόν ταυτόχρονα και μια ιδεολογία (ίσως και περισσότερες)

Gerard Bensussan

Παρασκευή 19 Αυγούστου 2011

Ο ανταρτοπόλεμος στην Ισπανία – Καρλ Μαρξ




Ο ανταρτοπόλεμος στην Ισπανία – Καρλ Μαρξ

Η κεντρική κυβέρνηση απέτυχε στην υπεράσπιση της χώρας της, ακριβώς επειδή απέτυχε στην επαναστατική αποστολή της. Έχοντας επίγνωση της αδυναμίας της, του ρευστού περιεχομένου της εξουσίας της, και της ακραίας έλλειψης δημοφιλίας της, πώς θα μπορούσε να επιχειρήσει να ανταποκριθεί στις έριδες, τις αντιζηλίες και τις δεσποτικές αξιώσεις των στρατηγών της, συνηθισμένες για κάθε επαναστατική εποχή, παρά μέσω ελεεινών τεχνασμάτων και δολοπλοκιών; Παραμένοντας, ως είχε, κάτω από έναν διαρκή φόβο και καχυποψία προς την ίδια τη στρατιωτική ηγεσία της, δεν μπορούμε παρά να πάρουμε τοις μετρητοίς τα λόγια του Ουέλλινγκτον που έγραφε στον αδερφό του, τον Μαρκήσιο του Wellesley, την 1η Σεπτέμβρη 1809:
“Φοβάμαι πολύ, απ’ όσα έχω δει από τα πρακτικά της κεντρικής κυβέρνησης, ότι στην κατανομή των δυνάμεών της, δεν υπολογίζει τη στρατιωτική άμυνα και τις στρατιωτικές επιχειρήσεις τόσο όσο την πολιτική δολοπλοκία και την επίτευξη ασήμαντων πολιτικών σκοπιμοτήτων”.
Σε επαναστατικούς καιρούς, όταν όλοι οι δεσμοί της υποταγής χαλαρώνουν, η στρατιωτική πειθαρχία μπορεί να αποκατασταθεί μόνο μέσω μιας πολιτικής πειθαρχίας που επωμίζονται οι στρατηγοί. Καθώς η κεντρική κυβέρνηση, χάρις στην ασύμμετρη διαπλοκή της, ποτέ δεν κατόρθωσε να ελέγξει πραγματικά τους στρατηγούς, αυτοί ποτέ δεν κατάφεραν να ελέγξουν τους στρατιώτες, και προς το τέλος του πολέμου ο ισπανικός στρατός δεν πέτυχε ποτέ να φτάσει σ’ ένα μέσο επίπεδο πειθαρχίας και υποταγής. Αυτή η απειθαρχία συντηρήθηκε απ’ την έλλειψη τροφίμων, ενδυμάτων, κι όλων των υλικών απαιτουμένων ενός στρατού – καθώς το ηθικό ενός στρατού, όπως το έθεσε ο Ναπολέων, εξαρτάται απόλυτα απ’ τις υλικές συνθήκες του. Η κεντρική κυβέρνηση ήταν ανίκανη να ανεφοδιάζει τακτικά τον στρατό, καθώς τα μανιφέστα του καημένου ποιητή Quintana (στμ: Μαδριλένος ποιητής της εποχής, γνωστός για μια σειρά εύπεπτα ποιήματα που υμνούν τον πατριωτισμό, την μοναρχία κλπ) δεν επαρκούσαν γι αυτό, και για να αποδώσει κάποια συνοχή στα διατάγματά της θα ήταν αναγκασμένη να καταφύγει στα ίδια επαναστατικά μέτρα που καταδίκαζε στην επαρχία. Ακόμη και η γενική επιστράτευση ανεξαρτήτως προνομίων και εξαιρέσεων, και οι διευκολύνσεις που παραχωρήθηκαν σ’ όλους τους Ισπανούς προκειμένου να αποκτήσουν κάθε πιθανό βαθμό στον στρατό, ήταν έργο των επαρχιακών διοικήσεων, κι όχι της κεντρικής κυβέρνησης. Άν οι ήττες των ισπανικών στρατευμάτων λοιπόν παρήχθησαν από τις αντεπαναστατικές ανικανότητες της κεντρικής κυβέρνησης, αυτές οι πανωλεθρίες με τη σειρά τους συνέθλιψαν ακόμη περισσότερο την ίδια την κυβέρνηση, και καθιστώντας την το αντικείμενο της λαϊκής περιφρόνησης και καχυποψίας, αύξησαν την εξάρτησή της από αλαζονικούς αλλά ανίκανους στρατιωτικούς αρχηγούς.
Ο ισπανικός τακτικός στρατός, αν και ηττήθηκε παντού, παρολαυτά ήταν παρών σ’ όλα τα σημεία. Περισσότερες από είκοσι φορές διαλύθηκε, κι ήταν πάντοτε ικανός να ξανασυγκεντρωθεί απέναντι στον εχθρό, και συχνά μάλιστα επανεμφανιζόταν με αυξημένο δυναμισμό μετά από μια ήττα. Δεν είχε νόημα πλέον να τους κερδίζει, καθώς, τόσο γρήγορα διασκορπίζονταν, που η απώλειά τους σε άνδρες ήταν γενικά ελάχιστη, ενώ η απώλειές τους επί του εδάφους, τους ήταν παντελώς αδιάφορες. Αποσυρόμενοι άτακτα στις οροσειρές, ήταν βέβαιοι πως θα ξανασυγκεντρωθούν και θα εμφανιστούν και πάλι όταν δε θα τους περιμένανε, αναζωογονημένοι με νέες ενισχύσεις, και ικανοί, αν όχι να αντισταθούν στον γαλλικό στρατό, τουλάχιστον να τον κρατήσουν σε μια διαρκή κινητικότητα, και να τον υποχρεώσουν να διασκορπίσει τις δυνάμεις του εδώ κι εκεί. Πιο τυχεροί από τους Ρώσσους, δε χρειάστηκε καν να πεθάνουν προτού αναστηθούν.
Η καταστροφική μάχη της Ocaña, στις 19 Νοέμβρη του 1809, ήταν η τελευταία άνιση μάχη που έδωσαν οι Ισπανοί. Από κει και πέρα, περιορίστηκαν στον ανταρτοπόλεμο. Το γεγονός και μόνο της εγκατάλειψης του τακτικού πολέμου δείχνει την εξαφάνιση του εθνικού μπρος στα τοπικά κέντρα της διοίκησης. Όταν οι καταστροφές του τακτικού στρατού έγιναν ο κανόνας, η εμφάνιση των ανταρτών γενικεύθηκε, και το σώμα του λαού, ανακαλώντας με οδύνη τις εθνικές ήττες, ευφράνθηκε απ’ τις τοπικές επιτυχίες των ηρώων του. Στο σημείο αυτό τουλάχιστον, η κεντρική κυβέρνηση μοιράστηκε το λαϊκό συναίσθημα. Πληρέστερες εκτιμήσεις δίνονται στην εφημερίδα της κυβερνήσεως σχετικά με τους αντάρτες, παρά για την μάχη της Ocaña.
Όπως ο Δον Κιχώτης αντιστεκόταν με τη λόγχη του ενάντια στην πυρίτιδα, έτσι και οι αντάρτες αντιστέκονταν στον Ναπολέοντα, αλλά με διαφορετική επιτυχία.
“Αυτοί οι αντάρτες”, λέει η Αυστριακή Στρατωτική Εφημερίδα (Τόμος 1, 1821), “μεταφέρουν τη βάση τους οπουδήποτε βρίσκονται, στον εαυτό τους, και κάθε επιχείρηση εναντίον αυτής έληγε με την εξαφάνιση του αντικειμένου της”.
Υπάρχουν τρεις περίοδοι στις οποίες μπορεί να διακριθεί η ιστορική εξέλιξη του ανταρτοπολέμου. Στην πρώτη περίοδο ο πληθυσμός ολόκληρων περιοχών παίρνει τα όπλα και σχηματίζει παρτιζάνικες στρατιές, όπως στη Γαλικία και στις Αστούριες. Στη δεύτερη περίοδο, ομάδες ανταρτών σχηματίζονται απ’ τα απομεινάρια του ισπανικού στρατού, από Ισπανούς λιποτάκτες απ’ τον γαλλικό στρατό, από λαθρεμπόρους κλπ. που διεξάγουν τον πόλεμο σαν δικό τους, ανεξάρτητα από κάθε εξωτερική παρέμβαση και σύμφωνα με τα άμεσα συμφέροντά τους. Ευνοικά γεγονότα και περιστάσεις, συχνά φέρνουν ολόκληρες περιοχές στο πλευρό τους. Όσο οι αντάρτες συγκροτούνται, δεν έχουν κάποια ιδιαίτερη εμφάνιση σαν σώμα, είναι όμως εξαιρετικά επικίνδυνοι για τους Γάλλους. Σχηματίζουν τη βάση ενός πραγματικού εξοπλισμού του λαού. Μόλις παρουσιαστεί μια ευκαιρία, ή μια ανοιχτή επιχείρηση διεξαχθεί, οι πιο ενεργοί και τολμηροί μεταξύ του λαού θα βγουν και θα ενωθούν με τους αντάρτες. Τρέχουν με την πιο ξέφρενη ταχύτητα προς τον εχθρό, ή παίρνουν θέση μάχης, σύμφωνα με το αντικείμενο της επιχείρησης που αναλαμβάνουν. Δεν ήταν ασυνήθιστο να τους δει κανείς να στέκονται έξω μια ολόκληρη μέρα παραμονεύοντας για την εμφάνιση ενός εχθρού, προκειμένου να συλλάβουν έναν αγγελιαφόρο ή να κατάσχουν τις προμήθειές του. Ήταν έτσι που ο νεώτερος Mina συνέλαβε τον αντιβασιλέα της Ναβάρρας, διορισμένο απ’ τον Ιωσήφ Βοναπάρτη, και που ο Julian πήρε κρατούμενο τον διοικητή της πόλης Rodrigo. Μόλις η επιχείρηση ολοκληρώθηκε, ο καθένας πήρε τον δρόμο του, κι ένοπλοι άνδρες φαίνονταν ν’ αποχωρούν προς πάσα κατεύθυνση. Όμως οι σύμμαχοί τους χωρικοί επέστρεψαν ήρεμα στις συνήθεις ασχολίες τους “σαν να μην απουσίασαν ποτέ απ’ αυτές”. Έτσι ήταν που έκλεισε η κυκλοφορία σ’ όλους τους δρόμους και χιλιάδες εχθροί βρέθηκαν επί τόπου, αν και κανείς απ’ αυτούς δεν μπορούσε να αναγνωριστεί. Έτσι κανένας αγγελιαφόρος δεν μπορούσε να μετακινηθεί χωρίς να συλληφθεί. Προμήθειες δεν μπορούσαν να σταλλούν χωρίς να κλαπούν. Εν συντομία, καμμία κίνηση δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς να παρακολουθείται από εκατό μάτια. Την ίδια στιγμή, δεν υπήρχαν τα μέσα για ένα συνδυαστικό χτύπημα στη ρίζα αυτού του πράγματος. Οι Γάλλοι ήταν υποχρεωμένοι να είναι διαρκώς οπλισμένοι εναντίον ενός εχθρού που, συνεχώς αποχωρώντας και πάντοτε επανεμφανιζόμενος, κατάφερνε να βρίσκεται παντού χωρίς να γίνεται ορατός, με τα βουνά να παίζουν τον ρόλο άπειρων πέπλων μυστηρίου.
“Δεν ήταν”, λέει ο Αββάς de Pradt “ούτε οι συγκρούσεις ούτε οι αντιπαραθέσεις που εξάντλησαν τα γαλλικά στρατεύματα, αλλά οι αδιάκοπες παρενοχλήσεις ενός αόρατου εχθρού, τον οποίον, εάν καταδίωκαν, αυτός χανόταν μέσα στον λαό, απ’ τον οποίο αμέσως μετά ξεπηδούσε με ανανεωμένες δυνάμεις”. Το λιοντάρι του μύθου που βασανίζεται μέχρι θανάτου από ένα κουνούπι, δίνει μια πραγματική εικόνα της κατάστασης του γαλλικού στρατού”.
Στην τρίτη περίοδο, οι αντάρτες έτειναν προς την κανονικότητα ενός τακτικού στρατού, διόγκωσαν τα σώματά τους σε αριθμούς από 3.000 εώς 6.000 άνδρες, έπαψαν να είναι το ζήτημα ολόκληρων περιοχών, κι έπεσαν στα χέρια μερικών ηγετών, οι οποίοι τους χρησιμοποίησαν κατά πώς συνέφερε τους σκοπούς τους. Αυτή η αλλαγή στο σύστημα των ανταρτών, έδωσε στους Γάλλους, στην αντιπαράθεση μαζί τους, σημαντικά πλεονεκτήματα. Όντας πλέον ανίκανοι, χάρις στον μεγάλο αριθμό τους, να κρυφτούν και να εξαφανιστούν ξαφνικά χωρίς να υποχρεωθούν σε μάχη, όπως έκαναν προηγουμένως, οι αντάρτες πλέον συχνά αιφνιδιάζονταν, ηττούνταν, διασκορπίζονταν, καθίσταντο ανίκανοι να καταφέρουν περαιτέρω παρενοχλήσεις για αρκετό καιρό.
Συγκρίνοντας τις τρεις περιόδους του ανταρτοπολέμου με την πολιτική ιστορία της Ισπανίας, διαπιστώνει κανείς ότι αντιπροσωπεύουν τους σχετικούς βαθμούς στους οποίους το αντεπαναστατικό πνεύμα της κυβέρνησης πετύχαινε να διαβρώνει το πνεύμα του λαού. Αρχίζοντας με την εξέγερση ολόκληρων πληθυσμών, ο παρτιζάνικος πόλεμος στη συνέχεια διεξήχθη από αντάρτικες ομάδες, των οποίων ολόκληρες περιοχές απαρτίζαν τις εφεδρείες τους και και κατέληξαν σε παραστρατιωτικά σώματα ισορροπώντας μεταξύ κλεφτουριάς και καθίζησης σε επίπεδο τακτικού στρατού.
Αποξένωση απ’ την ανώτατη Κυβέρνηση, χαλαρή πειθαρχία, συνεχείς καταστροφές, διαρκής σχηματισμός, αποσύνθεση, κι ανασύνθεση στη διάρκεια των έξι χρόνων του cadrez θα πρέπει να σφράγισαν ανεξίτηλα το σώμα του ισπανικού στρατού με τον χαρακτήρα του πραιτοριανισμού, κάνοντάς τον επίσης έτοιμο να αναλάβει χρέη υποτακτικού ή μπάτσου των αρχηγών του. Οι ίδιοι οι στρατηγοί είχαν αναγκαστικά συμμετάσχει, λογομαχώντας ή μη, ή συνομωτήσει ενάντια στην κεντρική κυβέρνηση, και πάντοτε μετατόπιζαν με το βάρος του ξίφους τους την πολιτική ισορροπία. Ετσι ο Cuesta, που αργότερα φάνηκε να κερδίζει την εμπιστοσύνη της κεντρικής κυβέρνησης με τον ίδιο βαθμό που έχανε τις μάχες της χώρας, είχε ανελιχθεί συνομωτώντας με τον Consejo Real και συλλαμβάνοντας τους βουλευτές της Λεόν στην κεντρική κυβέρνηση. Ο στρατηγός Morla ο ίδιος, μέλος της κεντρικής κυβέρνησης, πέρασε με το στρατόπεδο του Βοναπάρτη, αφού παρέδωσε την Μαδρίτη στους Γάλλους. Ο τραγελαφικός Μαρκήσιος de las Romerias, επίσης μέλος της κυβέρνησης, συνομωτούσε με τον ματαιόδοξο Francisco Palafox, τον ελεεινό Montijo και την ταραχώδη κυβέρνηση της Σεβίλλης εναντίον της κεντρικής κυβέρνησης. Οι στρατηγοί Castaños, Blake, La Bisbal (και O’Donnell) διαπλέκονταν σε διαδοχικές ίντριγκες την εποχή των Cortes ως αντιβασιλείς, και ο Γενικός Διοικητής της Βαλένσια Don Javier Elío, παρέδωσε τελικά την Ισπανία στο έλεος του Φερδινάνδου του Ζ’. Ο πραιτοριανός χαρακτήρας ήταν σίγουρα πιο ανεπτυγμένος μεταξύ των στρατηγών απ’ ότι μεταξύ των στρατιωτών τους.
Απ’ την άλλη, ο στρατός και οι αντάρτες – οι οποίοι δέχθηκαν στη διάρκεια του πολέμου μέρος των αξιωματικών τους, όπως τους Porlier, Lacy, Eroles και Villacampa, από τις τάξεις των διακεκριμένων αξιωματικών του μετώπου, ενώ το μέτωπο μετέπειτα δέχθηκε αντάρτες αρχηγούς όπως οι Mina, Empecinado κ.α. – ήταν η πιο επαναστατικοποιημένη μερίδα της ισπανικής κοινωνίας, στρατολογημένη καθώς ήταν από κάθε στρώμα, συμπεριλαμβανομένης και της περήφανης, φιλόδοξης και πατριωτικής νεολαίας, που ήταν απρόσιτη για την υπνωτική επίδραση της κεντρικής κυβέρνησης, χειραφετημένη απ’ τα δεσμά του απαρχαιωμένου καθεστώτος, εν μέρει, όπως ο Riego, έχοντας επιστρέψει μετά από μερικά χρόνια αιχμαλωσίας στη Γαλλία. Δεν πρέπει, λοιπόν, να μας εκπλήσσει η επιρροή που εξασκεί ο ισπανικός στρατός στις επερχόμενες ταραχές, ούτε όταν αναλαμβάνει την επαναστατική πρωτοβουλία, ούτε όταν διαβρώνει την επανάσταση με τον πραιτοριανισμό.
Ως προς τους αντάρτες, είναι προφανές ότι, έχοντας περάσει κάποια χρόνια στο θέατρο αιματηρών συγκρούσεων, σε ένα εύρος μεταβλητών συνηθειών, ενδίδοντας ελεύθερα σ’ όλα τα πάθη και το μίσος τους, την εκδίκηση, την αγάπη της λεηλασίας, είναι αναγκασμένοι, σε καιρούς ειρήνεις, να σχηματίσουν το πιο επικίνδυνο πλήθος, πάντα έτοιμο για ένα νεύμα, στο όνομα του κάθε κόμματος και ιδανικού, να βάλει πλάτη γι αυτόν που θα σταθεί ικανός να τους προσφέρει ικανές ανταμοιβές ή ένα πρόσχημα για λεηλασίες.

Πηγή: http://marxists.org/archive/marx/works/1854/revolutionary-spain/ch05.htm

Ο Μαρξ και η επιχείρηση

Ο Μαρξ και η επιχείρηση
του Ετιέν Μπαλιμπάρ
Μετάφραση: Τάκης Ουλής


 Το πρόβλημα ηχεί, πρέπει να το πούμε, ταυτόχρονα ως πρόκληση και ως παγίδα. Η πρόκληση είναι φανερή: είναι αυτή μιας συγκυρίας στην οποία  - για να μιλήσουμε όπως ο Ζ. Ντελόρ  -  διακηρύσσεται «συναίνεση» γύρω απ' αυτό που ονομάζουμε επιχείρηση και τα προβλήματά της (προβλήματα δημιουργίας, χρηματοδότησης, παραγωγικότητας, «περιβάλλοντος»...)
Βέβαια υπάρχει παραφωνία μεταξύ αυτών που παρουσιάζονται, από την μια πλευρά, στο όνομα του «κόμματος της επιχείρησης» (Γκατάζ) και οι οποίοι μας σφυροκοπούν μέρα με τη μέρα με ορισμένες δυναμικές ιδέες εμπνευσμένες από το νεοφιλελεύθερο πιστεύουν («να ελαφρύνουν τα βάρη της επιχείρησης», «να χαλαρώσει ο κρατικός κλοιός», «να αποδοθεί η ρευστότητα στην αγορά εργασίας» κτλ.), και από την άλλη, αυτών που θα 'θελαν να ερμηνεύσουν την «προτεραιότητα στην επιχείρηση, προτεραιότητα που δεσπόζει πάνω από όλες τις άλλες» (Φ. Μιτεράν) ταυτόχρονα ως εθνική προσπάθεια «εκσυγχρονισμού» και επέκτασης της «κοινότητας της επιχείρησης» (citoyennete a l'entreprise), δηλαδή σε μια προοπτική συλλογικότητας.
Όμως αυτές οι αντιθέσεις και οι συσχετισμοί δυνάμεων μεταξύ δημόσιας ισχύος και ιδιωτικών (ή ψευτοδημόσιων δυνάμεων) που καλύπτουν, οριοθετούν βέβαια ένα έδαφος ιδεολογικής συμφωνίας (σύμπτωσης): η αδιάσειστη πραγματικότητα των προβλημάτων της επιχείρησης για όλους τους «κοινωνικούς εταίρους» του σήμερα, η διακηρυγμένη αναγκαιότητα κάθε πολιτικό σχέδιο να ορίζεται σε σχέση μ' αυτή την πραγματικότητα, και πρώτα απ' όλα να τη συλλαμβάνει αυτή καθεαυτή.
Και εκείνοι που, συνεχίζοντας μια μακρά παράδοση αγώνα στην οποία και οι λέξεις καθαυτές έπαιξαν ένα αποφασιστικό ρόλο  - ένα σημαντικό τμήμα του εργατικού κινήματος - αποστρέφονται να μιλούν για την επιχείρηση και που προτιμούν να μιλούν για το (μεγάλο) κεφάλαιο και τα αφεντικά, ανταμώνουν επίσης με τον τρόπο τους αυτή τη συναίνεση, εστιάζοντας όλη τη θεωρητική τους προσπάθεια στον ορισμό «νέων κριτηρίων διαχείρισης» και προσπαθώντας να αντιτάξουν στα κλεισίματα εργοστάσιων  - που υποτίθεται πως απορρέουν από μια καθαρά χρηματιστική καπιταλιστική λογική - μια βιομηχανική επιταγή, που συνδέεται με τον ορισμό της επιχείρησης ως κατ' αρχήν «παραγωγικού εργαλείου του έθνους» και υπόθεση των εργαζόμενων (το προϊόν της εργασίας τους, η βάση της ύπαρξης τους και της αναγνωρισμένης κοινωνικής αξίας τους).
Σημείο των καιρών; Το γεγονός είναι πως «ο Μαρξ» βρίσκεται εξ ορισμού αποκλεισμένος από αυτήν τη συναίνεση. Ανάμεσα στο λόγο της επιχείρησης και εκείνο της πάλης των τάξεων, όχι μόνο είναι απόλυτη η αδυναμία επικοινωνίας αλλά είναι αδύνατη και η σύγκρουση. Πράγμα που στη σημερινή συγκυρία, κινδυνεύει να σημασιοδοτήσει όχι τη συγκρότηση του μαρξισμού σε πόλο αντίστασης και αντεπίθεσης στις νεοφιλελεύθερες τάσεις, αλλά αντίθετα μια εξάλειψη του μαρξιστικού λόγου, που θα φαντάζει σαν να έχει όλο και περισσότερο προσβληθεί από αρχαϊσμό και εξωπραγματικές τάσεις...
Αναφορικά μ' αυτό, δεν είναι καθόλου παράδοξος ο ολότελα παραδοσιακός χαρακτήρας του λόγου για την «κοινωνία (της) αγοράς» μιας και θα θέλαμε να μην πολυαφήσουμε να μας εντυπωσιάσει ο κατακλυσμός των αναφορών στις αποδείξεις της οικονομικής επιστήμης, στις υποσχέσεις της πληροφορικής επανάστασης ή στα «πολύ γνωστά» καταστροφικά αποτελέσματα του κρατισμού, του κολεκτιβισμού, του συγκεντροποιημένου σχεδιασμού και των «ισοπεδωτικών» κοινωνικών πολιτικών... Και ωστόσο η πρόκληση υπάρχει: μια κατάσταση στην οποία «ο Μαρξ» και ο μαρξισμός, ακόμα και στα μάτια εκείνων που έχουν τη συνήθεια να αναζητούν σ' αυτόν μια αντικαπιταλιστική αναφορά, καλούνται να απαντήσουν σε μια ερώτηση που όχι μόνο δεν είναι η δική τους, αλλά από ορισμένες απόψεις είναι μη διατυπώσιμη στο σύμπαν του λόγου τους και της ιστορικής δράσης τους.
Δεν πρόκειται ωστόσο για μια παγίδα, στην οποία θα ήταν λίγο ηλίθιο να πιαστούμε, και που ίσως δεν αποφεύγουν αυτοί οι ίδιοι που την στήνουν; Διότι για ποιο «πρόβλημα» πρόκειται ακριβώς; Η σύμμειξη φιλελεύθερου αρχαϊσμού και τεχνοκρατικού μοντερνισμού καλύπτει καταρχήν ένα αρκετά εμφανές εγχείρημα: να επανενεργοποιηθεί η ιδέα της «κοινωνίας της αγοράς» ως αμοιβαία συνεπαγωγή της επιχειρησιακής ελευθερίας και της ατομικής ελευθερίας, μέσα από την εκμετάλλευση της ιστορικής, λίγο πολύ μυθικής εικόνας μιας καπιταλιστικής επιχείρησης που υποτίθεται ότι είναι το προϊόν και το πεδίο δράσης της ατομικής πρωτοβουλίας. Πρόκειται για ένα σωστά μεθοδευμένο πόλεμο, εφόσον η συνέπεια του είναι έστω πολύ προσωρινά να παρασύρεται πολιτικά η κοινή γνώμη, το «πνεύμα των καιρών», που κατατρέχονται από τη νοσταλγία της προσωπικής ελευθερίας και της ατομικότητας, στην υπηρεσία οικονομικών συμφερόντων που δεν έχουν πλέον τίποτε να κάνουν  - αν είχαν βέβαια ποτέ - με αυτή την εικόνα απόλυτης ανεξαρτησίας και καθαρά «ιδιωτικής» πρωτοβουλίας.
Όμως δεν βρίσκεται εδώ, αυτό που επιπόλαια θα νόμιζε κανείς, το μέσο αναίρεσης της κριτικής που κατευθύνθηκε άλλοτε από τον Μαρξ ενάντια στην απάτη των «τυπικών ελευθεριών» σε μια κοινωνία ανισοτήτων, ανταγωνιστικών συμφερόντων και μαζικής συγκεντροποίησης των πραγματικών εξουσιών προς όφελος μειονοτήτων, πράγμα που συνεχίζει να τις καθιστά συγγενείς μ' αυτό που η Ρ. Λούξεμπουργκ αποκαλούσε «η ελευθερία της ελεύθερης αλεπούς στο ελεύθερο κοτέτσι»...
Το ζήτημα του κέρδους
Ιδιαίτερα, ο λόγος για την προτεραιότητα στην επιχείρηση κρύβει ο ίδιος με πολύ άσχημο τρόπο μια ανοικτή αντίφαση: την ίδια στιγμή που οι παρεμβάσεις
του κράτους χρεώνονται με όλα τα αμαρτήματα (ως ισάριθμα εμπόδια στην ορθολογικότητα της αγοράς, συνεπώς στην «έξοδο από την κρίση»), η επιχείρηση περιμένει περισσότερο παρά ποτέ τα πάντα σχεδόν από το κράτος: είτε πρόκειται για την εξαγορά ελλειμματικών βιομηχανικών τομέων είτε για νέους μεταμφιεσμένους προστατευτισμούς, χάρη στους οποίους, σε μια παγκόσμια αγορά κορεσμένη από πλεονασματικές παραγωγικές δυνατότητες, μεγάλες πολυεθνικές επιχειρήσεις επιζητούν να διασφαλίσουν ορισμένες ζώνες ασφάλειας, ορισμένα μονοπώλια στην αγορά.
Χωρίς να ξεχνάμε τις κατασταλτικές παρεμβάσεις του κράτους που ζητούνται σχεδόν απροκάλυπτα για να επαναφερθεί η εργατική δύναμη, θέλοντας και μη σ' αυτή την ιδανική «ρευστότητα»  - σ' αυτή την «ορθολογική συμπεριφορά» του εργάτη μοντέλο στη φιλελεύθερη δημοκρατία, που επωμίζεται, ίδιος «επιχειρηματίας», τους κινδύνους της πώλησης του. Αυτής της ρευστότητας που η ανάπτυξη των συνδικαλιστικών οργανώσεων και το κράτος κοινωνικής πρόνοιας υποτίθεται ότι έχουν κατά κακή σύμπτωση καταργήσει, και που οι βιομηχανικές αναδομήσεις δεν επαρκούν για την ανασύσταση της. Από τη στιγμή αυτή, υπάρχει το έδαφος για να αναπτυχθεί η υποψία πως η παντού διαδεδομένη ταύτιση ανάμεσα στο μαρξισμό και έναν πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό κρατισμό,  - ακόμη και αν είναι σύμπτωμα ασαφειών και επαναληπτικών αντιφάσεων στη διδασκαλία του Μαρξ - μάλλον αποτελεί ένα επιτήδειο αλλά επιφανειακό «κόλπο» με στόχο να συγκαλυφθεί η βαθιά αλληλεγγύη που δεν παύει να διαπλέκεται ανάμεσα στον λόγο της επιχείρησης και σε έναν άλλο, καπιταλιστικά ουσιώδη, κρατισμό.
Αν στραφούμε προς τις θεωρητικές βάσεις αυτού του λόγου, ιδιαίτερα προς την «οικονομική θεωρία», η σύγχυση δεν είναι μικρότερη, και μεταφράζεται μάλιστα με λεκτικούς δισταγμούς: διότι η επιχείρηση δεν είναι ο επιχειρηματίας, ο ανταγωνισμός δεν είναι η επένδυση...
Με πολύ σπάνιες εξαιρέσεις, η «κλασική θεωρία» κυριαρχημένη από αυτό που ο Μαρξ ονόμαζε το αξίωμα των «οικονομικών αρμονιών» δηλαδή από την προβληματική της ισορροπίας, δεν έχει καμιά θεωρητικά ορισμένη θέση για την έννοια επιχείρηση (εκτός υπό τη μορφή ιδεατής παραγωγικής ενότητας στο χώρο του τέλειου ανταγωνισμού), ούτε πολύ περισσότερο για τον επιχειρηματία (εκτός στα «χυδαία» περιθώρια της, όταν πρόκειται να εγκαταλείψει το έδαφος της ανάλυσης για να αναλάβει την απολογητική του αστικού ασκητισμού ή για να μεμφθεί το κράτος, τις τράπεζες και τα συνδικάτα...)
Και είναι ενδιαφέρον το παράδοξο, ότι οι οικονομολόγοι εκείνοι για τους οποίους η «επιχειρησιακή δραστηριότητα» δεν ανάγεται ούτε στον «συνδυασμό» των διαθέσιμων συντελεστών της αγοράς, ούτε στην είσπραξη του κέρδους, είναι αισθητά ασυμβίβαστοι μεταξύ τους, όπως είναι ασυμβίβαστοι με το καθαρό φιλελεύθερο πιστεύω, είτε προβλέπουν τη «δύση» της δραστηριότητας τεχνολογικής καινοτομίας με τη μορφή της ατομικής πρωτοβουλίας (Σουμπέτερ), είτε αποδίδουν στον επιχειρηματία την αποφασιστική λειτουργία της επιλογής μεταξύ χρηματιστικής κερδοσκοπίας και παραγωγικής επένδυσης, αλλά παίρνοντας ως δεδομένο το «τέλος της ελεύθερης ανταλλαγής» (Κέυνς, ο κακός δαίμονας του σημερινού νεοφιλελευθερισμού).
Μια διπλή σύγχυση
Μια άλλη υποψία εγείρεται τότε, που θα απαιτεί μια διεξοδικότερη κριτική των ενεχόμενων εννοιών: ότι παρά την πολυλογία της η πολιτική οικονομία αν την επικαλεσθεί κανείς ως αυθεντία, δεν είναι λιγότερο αμήχανη κατά βάθος μπροστά στο αντικείμενο που ονομάζεται «επιχείρηση» από το μαρξισμό με τη σιωπή του. Πολύ περισσότερο που αυτός, αν δεν έχει να κάνει με την επιχείρηση ή τον επιχειρηματία με την τρέχουσα σημασία, έχει ωστόσο να κάνει με τη συσσώρευση, την κρίση, τον «κεφαλαιοκράτη».
Ας ορίσουμε ωστόσο με ακρίβεια για ποιον «μαρξισμό» μπορεί να πρόκειται. Εάν υπάρχει μια χυδαία οικονομία, αναμφίβολα υπάρχει επίσης και ένας χυδαίος μαρξισμός: είναι μάλιστα αυτός που είναι κυρίαρχος, και που επηρεάζει ισχυρά τις αναγνώσεις μας του Μαρξ. θα μπορούσαμε σε ό,τι μας αφορά εδώ, να τον ανασυστήσουμε εξ ολοκλήρου ξεκινώντας από το σύνθημα της κολεκτιβοποίησης: πέρασμα από την «αναρχία» της ιδιωτικής παραγωγής και της «λογικής του κέρδους» στη συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, που προορίζεται ταυτόχρονα να επιτρέψει μια ορθολογική σχεδιοποίηση και μια απελευθέρωση του εργαζόμενου (υπάρχει το υπονοούμενο: αν ο εργαζόμενος υφίσταται την εκμετάλλευση, αυτό γίνεται γιατί η ατομική ιδιοκτησία  - είτε πρόκειται γι άτομο είτε για ομάδα - αποζητά αποκλειστικά το μέγιστο κέρδος με τον ανταγωνισμό).
Για να είμαστε όσο γίνεται πιο σύντομοι, ας πούμε πως είναι αυτό το χυδαίο μόρφωμα που καθιστά δυνατές τις δύο φαινομενικά αντιφατικές κριτικές που μπορεί να απευθύνει κανείς στο μαρξισμό: τι έχει να πει για την επιχείρηση; Κατ' αρχήν είναι εναντίον και κατά δεύτερον την αγνοεί... Σ' αυτό το σημείο όπως και σε άλλα, θα πρέπει ν' αναρωτηθούμε τι οφείλει ο χυδαίος μαρξισμός στην ίδια τη θεωρία του Μαρξ. Αλλά είναι μεθοδολογικά αρτιότερο να αρχίσουμε αγνοώντας τον χυδαίο μαρξισμό για να επανεξετάσουμε τις ίδιες τις προτάσεις του Μαρξ.
Ας στραφούμε λοιπόν προς το πιο συμπυκνωμένο σημείο της θεωρίας του και ας θέσουμε πολύ απλά το ερώτημα ποιος είναι επ' ακριβώς ο «κεφαλαιοκράτης» τον Μαρξ, τι κάνει, ποια είναι η κοινωνική και ιστορική λειτουργία τον; Ποια σχέση διατηρεί αυτή με την ειδική μορφή της επιχείρησης, οριζόμενης από τον οικονομικό λόγο ως ο «κεφαλαιοκρατικός μικρόκοσμος, ο πρώτιστος θεσμός του καπιταλισμού» (F. Perroux).
Κατά παράδοξο τρόπο, η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα αναβάλλεται συστηματικά στο κείμενο του Μαρξ. Αναμφίβολα, από τα πρώτα μέρη (του Κεφαλαίου), ο κεφαλαιοκράτης ορίζεται ως «ο υπάλληλος του κεφαλαίου», ο «φέρων» την κοινωνική σχέση εκμετάλλευσης ή ο «συνειδητός φορέας» (δηλαδή θεμελιακά ασυνείδητος) της αξιοποίησης και της συσσώρευσης: αναμφίβολα ο καθοδηγητικός ιστός των αναλύσεων της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής εγκαθιδρύεται μέσα από μια θεωρητική αναφορά στην οποία «ο κεφαλαιοκράτης» εμφανίζεται ως το πρόσωπο εκείνο το οποίο «βρίσκει» στην αγορά τα μέσα παραγωγής και το εμπόρευμα εργατική δύναμη, για να συναθροίσει και να ελέγξει τον αποτελεσματικό συνδυασμό τους.
Συλλογικός καπιταλιστής, συλλογικός εργάτης
Αλλά αυτό το πρόσωπο δεν είναι προφανώς παρά μια αφαίρεση, δεν αποτελεί παρά την ενσάρκωση της αυτόνομης κίνησης της αξίας, την «αυτοκίνηση» του κεφαλαίου. Κατά συνέπεια, η έννοια αυτής της κίνησης δεν κατασκευάζεται ξεκινώντας από τις πρωτοβουλίες του κεφαλαιοκράτη, αλλά ξεκινώντας από τις συνθήκες αναπαραγωγής και χρησιμοποίησης της εργατικής δύναμης. Η θεωρία του κεφαλαίου δεν συνίσταται στην ανάλυση των ενεργειών ενός επιχειρηματία, αλλά σ' αυτήν των μεταμορφώσεων της εργασίας και της αξίας που αυτή παράγει (πράγμα που σημαίνει επίσης πως, για να μάθουμε «αυτό που κάνει» ο κεφαλαιοκράτης, πρέπει πρώτα να μάθουμε πώς εργάζεται ο μισθωτός παραγωγός), θα πρέπει να περιμένουμε το Τρίτο Βιβλίο για να συναντήσουμε μια διαφοροποίηση, και άρα μια συγκεκριμενοποίηση του κεφαλαιοκράτη.
Δύο δυνατότητες ερμηνείας ανοίγονται εδώ. Η πρώτη συνίσταται στο να θεωρήσουμε, όπως μας προσκαλεί ο ίδιος ο Μαρξ, την αφηρημένη λειτουργία του κεφαλαιοκράτη ως μια απλή «μάσκα». «Τα εμπορεύματα δεν μπορούν να πάνε από μόνα τους στην αγορά»: ιδιαίτερα το χρήμα δεν κυκλοφορεί χωρίς αφέντη, χωρίς ιδιοκτήτη. Όμως, η αληθινή εξουσία είναι απρόσωπη, είναι αυτή του ίδιου του χρήματος. Αυτό που μετρά, είναι η λειτουργία, όχι ο δικαιούχος της ή η δικαιϊκή μορφή που του επιτρέπει να την εκπληρώνει.
Αυτό που λόγου χάρη επιτρέπει τη λειτουργία ενός συσσωρευμένου ποσού χρήματος ως κεφαλαίου και όχι ως μη παραγωγικού «θησαυρού» ή ως αποθεματικού πολυτελούς κατανάλωσης δεν είναι μια απόφαση για επένδυση που παραπέμπει στην ψυχολογία ή στην κοινωνιολογία μιας ιδιαίτερης τάξης ατόμων, αλλά η ίδια η ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής και κυκλοφορίας.
Αμφισβητήσιμη σημείωση αν θέλουμε να τη διαβάσουμε κατά άμεσα ιστορικό τρόπο, αλλά πολύ οξεία αν την διαβάσουμε ως την ένδειξη μιας τάσης: οι μορφές της «ατομικής ιδιοκτησίας» συνάγονται από την ύπαρξη του κεφαλαίου, αλλά είναι τυχαίες οι ίδιες· μπορούν συνεπώς να αλλάξουν (και μαζί τους η μορφή του κεφαλαιοκράτη, οι τρόποι της επιλογής του και της ιστορικής συμπεριφοράς του) δίχως ωστόσο να εξαφανισθεί η θεμελιακή λειτουργία του ως διαμεσολαβητή ανάμεσα στην κυκλοφορία και τη παραγωγή, ως οργανωτή της εκμετάλλευσης και παράγοντα της συσσώρευσης.
Δίπλα από τον ατομικό κεφαλαιοκράτη και ανταγωνιστικά προς αυτόν, αναδύεται ο συλλογικός κεφαλαιοκράτης: τίποτα δεν εμποδίζει εδώ, χωρίς να ανατρέψουμε την προβληματική του Μαρξ, να προσθέσουμε το καπιταλιστικό κράτος, ή το κράτος ως ιδιαίτερο καπιταλιστή. Από αυτή την οπτική γωνία ο Μαρξ, με τον τρόπο του, προλαμβάνει μια λειτουργική (ή δομική) ανάλυση της κεφαλαιοκρατικής οικονομίας στην οποία σχετικοποιείται ο ρόλος της νομικής ιδιοκτησίας και η οποία, συνεπώς, δεν διακινδυνεύει κατά τίποτα να ακυρωθεί από την ανάδυση μιας διάκρισης ανάμεσα στην ιδιοκτησία του κεφαλαίου και τη διαχείριση ή διεύθυνση της επιχείρησης: αντίθετα, δεν μπορεί παρά να την επιβεβαιώσει.
Ωστόσο η αρχική αφαίρεση μπορεί επίσης να κατανοηθεί κατά ένα άλλο τρόπο: ως έκφραση ενός οικονομικού αξιώματος που υπαγορεύει όλη την ανάλυση του ίδιου τον κεφαλαίου και που, υπ' αυτή την έννοια, κατανέμει προκαταβολικά τα ορατά θεωρητικοποιήσιμα προβλήματα. Ορισμένα θα εμπέσουν οριστικά στο πεδίο της θεωρίας (συμπεριλαμβανόμενου και του πεδίου των μεταγενέστερων ερευνών της)· άλλα αντίθετα θα βρεθούν εκτός πεδίου, και σ' αυτές τις συνθήκες δεν θα μπορέσουν να αναδυθούν παρά ως σημεία φυγής, στη χειρότερη περίπτωση προς την οικονομική ιδεολογία, στην καλύτερη προς την ίδια την πολιτική πραγματικότητα, διακινδυνεύοντας τη διάρρηξη της ενυπάρχουσας θεωρίας.
Ας εξηγηθούμε κατά τον πιο σχηματικό δυνατό τρόπο. Όλα περιστρέφονται εδώ γύρα) από το ζήτημα του κέρδους. Ο αρχικός συλλογισμός του Μαρξ συνίσταται στην κατάδειξη του ότι η διόγκωση της αξίας προϋποθέτει την κυκλοφορία και τις χρηματικές ανταλλαγές (αφού μόνο το χρήμα, «γενικό ισοδύναμο» των εμπορευμάτων, δίνει στην αξία μια αυτόνομη μορφή, η οποία την καθιστά αξιοποιήσιμη αυτή καθεαυτή: αυτό που θα αποκαλέσουμε υπεραξία) αλλά δεν μπορεί να εξηγηθεί ή να έχει την πηγή της στην κυκλοφορία.
Γι αυτό πρέπει εξ υποθέσεως να στοχαστούμε ως ένα σώμα την ολότητα του κεφαλαίου (που συμπεριλαμβάνει όλες τις «μερίδες», που εμπειρικά, επενδύονται σε εμπορικές, βιομηχανικές ή τραπεζικές ενέργειες) και να αναλύσουμε τη διαδικασία της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής ως ένα χαρακτηριστικό κύκλο, που πηγαίνει από την αρχική κυκλοφορία (χρηματική μορφή) στη συσσώρευση (επιστροφή στη χρηματική μορφή) περνώντας από την εργασιακή διαδικασία (όπου το κεφάλαιο παίρνει τη μορφή εμπορευμάτων: μηχανές, εγκαταστάσεις, πρώτες ύλες, εργατική δύναμη) και η οποία αναπαράγεται επ' αόριστο στην κοινωνική κλίμακα. Πράγμα που σημαίνει πώς η κίνηση των βιομηχανικών κεφαλαίων θεωρείται ως χαρακτηριστική του κεφαλαίου εν γένει ή αν το προτιμάμε ως «αντιπρόσωπος» του συνόλου των κεφαλαίων στο εγχείρημα από το οποίο έλκουν όλα τη δυνατότητα της αξιοποίησης τους. Αυτή είναι η αρχική θεωρητική αφαίρεση του Μαρξ. Είναι αυτή που καθιστά δυνατή τη συγκεκριμένη ανάλυση των χαρακτηριστικά κεφαλαιοκρατικών φαινομένων, που επιμελώς συσκοτίζει η πολιτική οικονομία. Αλλά πρέπει επίσης να δούμε αυτό που προκύπτει όταν ο Μαρξ καταπιάνεται να εξετάσει τις «μετασχηματισμένες μορφές» της υπεραξίας, δηλαδή την κίνηση των ατομικών κεφαλαίων.
Ας ξαναδιαβάσουμε λοιπόν, παρά τον αποσπασματικό και ανολοκλήρωτο χαρακτήρα της, την ανάλυση της διαφοράς μεταξύ τόκου (του χρηματιστικού κεφαλαίου) και του επιχειρηματικού κέρδους (Τρίτο Βιβλίο, Κεφ. 23 και επόμενα).
Η στρατηγική της εκμετάλλευσης και του κράτους
Στην πράξη δεν είναι οι ίδιοι κεφαλαιοκράτες (σε κάθε περίπτωση δεν είναι οι ίδιες μερίδες του κεφαλαίου) που λειτουργούν ως κεφάλαιο χρήμα (ουσιαστικά στην πίστη, στην χρηματοδότηση των επιχειρήσεων, τις χρηματιστηριακές λειτουργίες) και ως βιομηχανικό «παραγωγικό» κεφάλαιο. Οι πρώτοι «δανείζουν» στους δεύτερους με τη διαμεσολάβηση ενός τόκου (πράγμα που έχει ως αποτέλεσμα να ρυθμίζεται η κεφαλαιαγορά στη βάση ενός «επιτοκίου»). Οι δεύτεροι οφείλουν να συνυπολογίζουν τον τόκο που πληρώνουν για τα κεφάλαια που δανείσθηκαν όχι ως ένα μέρος του κέρδους τους, που αφαιρείται ή διανέμεται εκ των υστερών, αλλά ως ένα στοιχείο του κόστους παραγωγής, το οποίο καθορίζει προκαταβολικά το περιθώριο των δυνατών κερδών.
Υπάρχει εδώ μια περιγραφή που όχι μόνο εναρμονίζεται με τα στοιχεία της πρακτικής του «συγκεκριμένου» κεφαλαιοκράτη, αλλά, που αν απομονωθεί, φαίνεται να ανοίγει το δρόμο σε μια ολόκληρη ανάλυση της «λειτουργίας του επιχειρηματία»:
 - είτε σε μια κατεύθυνση που θα την ονομάζαμε «σουμπετεριανή» (ο επιχειρηματίας είναι αυτός που προωθεί την καινοτομία στην παραγωγική συνδυαστική, ή στη στρατηγική της κατάκτησης των αγορών, κατά τρόπο που να οδηγεί στα απώτερα άκρα τα όρια που του επιβάλλει η πίστωση την οποία αρχικά διέθετε).
 - είτε σε μια «κευνσιανή» κατεύθυνση (ο επιχειρηματίας, ατομικός ή όχι, είναι αυτός που επιλέγει την παραγωγική επένδυση μάλλον παρά την κερδοσκοπική επένδυση, το ποσοστό κέρδους ενάντια στο επιτόκιο: από εδώ ξεκινά η ιδέα πως ο ρόλος του κράτους συνίσταται στο ρίξιμο των επιτοκίων για να δώσει κίνητρα στην παραγωγική επένδυση).
 - είτε τέλος σε μια κατεύθυνση καθεαυτό «μαρξιστικής» που θα έμενε να ορίσουμε, αλλά που σε κάθε περίπτωση θα συμπεριείχε ταυτόχρονα την έννοια μιας στρατηγικής για την παραγωγή (που θα περιλάμβανε και τη σχετική αυτονομία του χρηματικής συνιστώσας) και αυτήν μιας οικονομικής πολιτικής με όση έμφαση μπορούμε να δώσουμε στον όρο αυτό.
Τέτοια δεν είναι, το ξέρουμε η οδός που επιλέγει ο Μαρξ. Αντίθετα, τον ενδιαφέρει να δείξει ότι στο αντιθετικό «παιχνίδι» του κέρδους και του τόκου, ουσιαστικά υπάρχει μια μυστικοποίηση ή αυταπάτη που μοιράζονται οι ίδιοι οι κεφαλαιοκράτες μεταξύ τους και η οποία εμφανίζει το χρηματιστικό κεφάλαιο ως το μόνο «κεφάλαιο καθ' εαυτό» και το επιχειρηματικό κέρδος ως την ανταμοιβή μιας (παραγωγικής) υπηρεσίας.
Ο Τρίτος τομέας
Απ' τα παραπάνω εκπορεύεται μια διπλή σύγχυση που μπορεί να εκμεταλλευθεί η αστική απολογητική: σύγχυση του ίδιου του κέρδους με το «μισθό επιτήρησης» (ή οργάνωσης) του βιομηχανικού κεφαλαιοκράτη, σύγχυση των λειτουργιών που αυτός ο τελευταίος εκπληρώνει ως κεφαλαιοκράτης (αντιπρόσωπος του κεφαλαίου) και αυτών που εκπληρώνει ως «διευθυντής της ορχήστρας» της συλλογικής παραγωγής (οριακά, ο κεφαλαιοκράτης θα μπορέσει να παρουσιαστεί ως ένας «εργαζόμενος» με μια ιδιαίτερη αρμοδιότητα, αναγκαίος για τη λειτουργία αυτού του κοινωνικού οργανισμού που είναι η επιχείρηση). Στο τέλος της γραφής, είναι το ίδιο το γεγονός της εκμετάλλευσης που γίνεται αόρατο, την ίδια στιγμή που η πηγή της συσσώρευσης του κεφαλαίου αποσπάται από την παραγωγή για να εμφανιστεί ως μια τυχαία, εξωτερική «σχέση», ανάμεσα στην παραγωγή και την κυκλοφορία, την αγορά των αγαθών και την αγορά των κεφαλαίοι.
Ο Μαρξ εξηγεί στο σημείο αυτό, πως το κέρδος και ο τόκος δεν είναι, σε τελευταία ανάλυση, παρά κλάσματα της συνολικής υπεραξίας και ότι το άθροισμα τους ρυθμίζεται μακροπρόθεσμα από το «μέσο ποσοστό κέρδους». Αυτό εξαρτάται από δύο συνολικά μεγέθη: την οργανική σύνθεση του κεφαλαίου (δηλαδή την αναλογία των υλικών μεσών παραγωγής και της εργατικής δύναμης) και το ποσοστό εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Εδώ είναι που τίθεται το ερώτημα αν ο Μαρξ, στην κριτική μάλιστα που κάνει, δεν αναπαράγει ορισμένα σχήματα σκέψης των οικονομολόγων: αναμφίβολα το μέσο ποσοστό κέρδους (ή το γενικό επίπεδο των τιμών) δεν μεταφράζει γι' αυτόν μια αυτόματη ισορροπία αλλά μεταφράζει μια ρύθμιση, οι περιορισμοί της οποίας είναι ταυτόχρονα «τεχνικοί» και «πολιτικοί» και η οποία επιβάλλει στις στρατηγικές των ατομικών κεφαλαιοκρατών μια γενική νόρμα.
Τέλος, ο Μαρξ αποδίδει σ' αυτές τις αποδείξεις μια εξήγηση της τάσης προς το σοσιαλισμό που υποτίθεται ότι ενυπάρχει στην εξέλιξη του καπιταλισμού, την ίδια στιγμή που εκφέρει μια σειρά προτάσεων που αναφέρονται στην κρίση. Αυτά τα δύο αντιθετικά φαινόμενα συνδέονται με την ανάπτυξη της πίστης (ή με τον αυξανόμενο διαχωρισμό μεταξύ του βιομηχανικού και του χρηματιστικού κεφαλαίου) συνιστούν όμως την καλή και την ανάποδη όψη μιας και της ίδιας αντίθεσης. (Ο Μαρξ λέει: «αρνητική λύση και θετική λύση»): αυτή που χωρίζει δύο μορφές κοινωνικοποίησης της οικονομίας: την «πραγματική» κοινωνικοποίηση (αυτήν της διαδικασίας παραγωγής που επιταχύνεται από την κεφαλαιοκρατική συγκέντρωση) και την «εικονική» κοινωνικοποίηση: (αυτή του συγκεντροποιημένου κεφαλαίου χρήματος, που «εκτροχιάζεται» αναπόφευκτα προς την κερδοσκοπία). Είναι πολύ αποκαλυπτικό να δούμε εδώ να εκφέρεται καθαρά από τον Μαρξ μια θέση που θα υπερισχύσει στο μεταγενέστερο μαρξισμό: αυτή των κεφαλαιοκρατών ως περιττής τάξης, που σημαίνει ταυτόχρονα παρασιτικής (όπου η κρίση είναι κατ' εξοχήν η στιγμή όπου αυτός ο παρασιτισμός βγαίνει στο φως της ημέρας) και άχρηστης (η κοινωνικοποίηση της παραγωγής θέτει όλο και περισσότερο τον κεφαλαιοκράτη εκτός της πραγματικής διαδικασίας, και κατανέμει τις «γενικές λειτουργίες» οργάνωσης σε μισθωτούς τεχνικούς).
Βρισκόμαστε εδώ στην καρδιά ενός κεντρικού προβλήματος στον Μαρξ που μπορούμε να συνοψίσουμε ξεκινώντας από την περιβόητη διατύπωση για την «αυταπάτη του ανταγωνισμού». Διατύπωση, πρέπει να το πούμε, εξαιρετικά αινιγματική. Αν ο ανταγωνισμός είναι μια αυταπάτη, ποια είναι αληθινά η πραγματικότητα της αναρχίας στην παραγωγή και, της ατομικής ιδιοποίησης των μέσων παραγωγής που ορίζονται ως η ουσία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής; θα ξαναγυρίζαμε λοιπόν στην ιδέα πως, κάτω από το επιφαινόμενο μιας αναζήτησης του κέρδους από τις αυτόνομες οικονομικές μονάδες, λειτουργεί στην πραγματικότητας ένας μοναδικός κοινωνικός μηχανισμός, με τη διαφορά πως αυτός ο μηχανισμός δεν είναι η πραγμάτωση της optimum ευημερίας από το «αόρατο χέρι» της αγοράς, αλλά η μέγιστη εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης από τον «συλλογικό κεφαλαιοκράτη».
Μια μέση οδός
Και είναι η πανουργία της λογικής τις ιστορίας που καταλήγει, κάτω από την δράση μάλιστα του συλλογικού κεφαλαιοκράτη, στην ανάδειξη τον συλλογικού εργαζόμενου της κοινωνικοποιημένης παραγωγής, ικανού να επιτελέσει την απαλλοτρίωση των απαλλοτριωτών και να οργανώσει ο ίδιος την δική του εργασία.
Πράγματι ο κεφαλαιοκράτης (η κεφαλαιοκρατική τάξη) ήταν ανέκαθεν προορισμένο να εξαφανιστεί, η ατομική λειτουργία του ήταν ανέκαθεν διακοσμητική και η πραγματική κατάργηση του (ξεχνώντας την αντίσταση που μπορεί να αντιτάξει), ζήτημα τεχνικών συνθηκών.
Όμως αν ο ανταγωνισμός είναι μια αυταπάτη, αυτό γίνεται, για μια ακόμη φορά, επειδή αυτός ανήκει στην «επιφάνεια» του συστήματος κοινωνικής παραγωγής, δηλαδή στη σφαίρα της κυκλοφορίας. Ωστόσο η ανάλυση του Μαρξ δεν συνεπάγεται στο θεωρητικό πυρήνα της, ότι η συλλογική ιδιοποίηση των μέσων παραγωγής οδηγεί στην κατάργηση της κυκλοφορίας σαν τέτοιας ή αν θέλουμε ότι καταργεί την κατανομή των οργάνων εργασίας και της εργατικής δύναμης ανάμεσα σε διαφορετικούς «κλάδους» παραγωγής, μετασχηματίζοντας έτσι κατά κάποιο τρόπο την κοινωνία (και οριακά ολόκληρη την ανθρωπότητα, αφού η κεφαλαιοκρατική αγορά είναι παγκόσμια) σε ένα μοναδικό εργοστάσιο. Γι αυτό μπορούμε υπέροχα να αντιστοιχήσουμε στην κριτική της αυταπάτης του ανταγωνισμού, μια μαρξιστική κριτική των «ψευδαισθήσεων της σχεδιοποίησης» της οποίας τα θέματα (δηλαδή η «διοίκηση των πραγμάτων» που είναι ολοκληρωτικά προγραμματισμένη εκ των προτέρων ξεκινώντας από ένα μοναδικό κέντρο αποφάσεων είναι απλά η αντεστραμμένη ιδεολογική εικόνα των «οικονομικών αρμονιών» και του «αόρατου χεριού της αγοράς».
Αυτό που δημιουργεί τη δυσκολία συνίσταται αναμφίβολα στο ότι ο Μαρξ αναζήτησε να στοχαστεί κάτω από την ίδια έννοια του «συλλογικού κεφαλαιοκράτη» δύο πολύ διαφορετικές (συν)αρθρώσεις. Από την μία πλευρά αυτήν που δομεί τον «κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας» σε διακριτούς κλάδους, που αντιστοιχούν σε ετερογενείς «ανάγκες», ιστορικά εξελικτικές και εν μέρει καθορισμένες από την ίδια την οργάνωση της παραγωγής, αλλά που εξ ορισμού δεν μπορούν να συντηχθούν σε ένα μοναδικό οργανόγραμμα κατ' απομίμηση των εργατικών ατελιέ ή των τμημάτων μιας επιχείρησης: Από την άλλη την έννοια των αντιθετικών (λειτουργιών) σε σχέση με την κυκλοφορία (αγορά και πώληση, χρηματοδότηση και παραγωγικός συνδυασμός) και που παραπέμπει σε τελευταία ανάλυση στη μεγάλη δυαδικότητα της «πραγματικής» οικονομίας και της «χρηματικής» οικονομίας. Ο ατομικός κεφαλαιοκράτης του Μαρξ (συμπεριλαμβανόμενης της μεγάλης επιχείρησης, αποτέλεσμα της συγκέντρωσης και της συγκεντροποίησης των κεφαλαίων) βρίσκεται στη διασταύρωση αυτών των δύο (συν)αρθρώσεων, εξαρτάται ταυτόχρονα και από τη μία και από την άλλη, αλλά κατά άμεσο και συνεπώς αφηρημένο τρόπο.
Για να πούμε την αλήθεια, κάτω από την έννοια του «συλλογικού κεφαλαιοκράτη». βρίσκουμε επίσης μια άλλη πραγματικότητα, που δεν μπορεί να παραμένει επ' αόριστο παραγνωρισμένη: πρόκειται για την πολιτική ενότητα της κεφαλαιοκρατικής τάξης, έτσι όπως αυτή συγκροτείται στην ιστορία της αστικής κοινωνίας. Και, από αυτή την οπτική γωνία, πρέπει να αναγνωρίσουμε πως η διαλεκτική ανακτά όλα τα δικαιώματα της στο βαθμό που εξαφανίζεται το αξίωμα μιας προκαθορισμένη; ενότητας ή συνολικότητας.
Διότι αυτή η πολιτική ενότητα δεν είναι παρά το αποτέλεσμα στο οποίο τείνει ένα παιχνίδι αντιθέσεων. Είναι ταυτόχρονα ενεργή στην πάλη των τάξεων  - αρχίζοντας από αυτήν που ξετυλίγεται στο ίδιο το έδαφος της εργασιακής διαδικασίας - και διαρκώς αμφισβητούμενη από τα διαλυτικά αποτελέσματα που παράγει αυτή η ίδια πάλη των τάξεων με το να αντιπαραθέτει μεταξύ τους τα συμφέροντα των «κεφαλαιοκρατικών μερίδων».
Γι αυτό και περνά αναπόφευκτα από το κράτος (και όχι από τις συνεννοήσεις των διευθυντών επιχειρήσεων, εκτός από εκείνες που γίνονται με την ιδιότητα ομάδας πίεσης προς το κράτος): θα μπορούσαμε να πούμε, οριακά, πως η εργοδοσία ενώνεται «απέναντι» στο κράτος, και μάλιστα ενάντια του, ακριβώς για να δεχθεί από αυτό τους όρους της ενότητας της, στην τριπλή λειτουργία του ως αντιπρόσωπου των μακροπρόθεσμων συμφερόντων του κεφαλαίου (ενάντια στις «καταχρήσεις», τις «αναχρονιστικές» στρατηγικές εκμετάλλευσης των ατομικών κεφαλαίων), ως καταναγκαστικής εξουσίας (ενάντια στους αγώνες του οργανωμένου προλεταριάτου) και ως διαμεσολαβητή των ταξικών ανταγωνισμών (κατά τρόπο που να επιβάλλει ανάλογα με το συσχετισμό δυνάμεων, μια ισορροπία συμβιβάσιμη).
Αυτό που θα έπρεπε λοιπόν να συνοψίσουμε εδώ, είναι η ανάλυση των μεθόδων συσσώρευσης της υπεραξίας, όπως την πραγματοποιεί ο Μαρξ κυρίως σε σχέση με τη «σχετική υπεραξία» και τη βιομηχανική επανάσταση. Υπό μια έννοια πρόκειται γι' αυτό που είναι το πιο γνωστό στον Μαρξ (ο «επαναστατικός ρόλος» της αστικής τάξης: «συσσωρεύτε, συσσωρεύτε, είναι ο νόμος και οι Προφήτες!»...) και ωστόσο αυτό του οποίου πρέπει ακατάπαυστα να ξανατονίζουμε (και να επανασυγκροτούμε) την επικαιρότητα επειδή πρόκειται, όχι τυχαία, ταυτόχρονα για το απωθημένο της πολιτικής οικονομίας και αυτό που μόνιμα επιδιώκουν να περιορίσουν τη σημασία του οι εργοδοτικές ή «επιστημονικές» επεξεργασίες της «οργάνωσης» και των «ανθρώπινων σχέσεων στο εσωτερικό της επιχείρησης». Το αντικείμενο του Μαρξ εδώ, είναι πράγματι φαινομενικά το ίδιο μ' αυτό που στοχεύουν αυτές οι επεξεργασίες: η κεφαλαιοκρατική παραγωγικότητα της εργασίας και οι όροι της. Με τη διαφορά ότι ο «συντελεστής» του οποίου κάνουν συστηματικά αφαίρεση (εκτός όταν μιλάνε με λιγότερο ή περισσότερο επονείδιστο τρόπο, για την παθολογία του ανθρώπινου υλικού...) είναι ακριβώς εκείνος για τον οποίο ο Μαρξ δείχνει λεπτομερειακά (και εξαρτάται από εμάς να ξανακάνουμε επίκαιρες τις αναλύσεις του) τον μη αναγώγιμο χαρακτήρα του: η αντίσταση της εργατικής δύναμης στην εκμετάλλευση.
Γι αυτό το λόγο, από τη μια πλευρά, ο επιχειρηματίας κεφαλαιοκράτης (είτε πρόκειται για το μικρό εργοδότη είτε για την «τεχνοδομή» μιας μεγάλης ομάδας) χάνει εδώ την όποια αφαιρετική παρουσία για να ενσαρκωθεί στην ιστορική φιγούρα αυτού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε στρατηγικό νου της εκμετάλλευσης: ένας στρατηγικός νους που οφείλει να επιτύχει ταυτόχρονα κατά «αποδοτικό» τρόπο, το «συνδυασμό»:,θέση στην αγορά, παραγωγικές τεχνικές, μεθόδους καταναγκασμού σε υπερεργασία (παίζοντας με τη διάρκεια της, την ένταση της, την αμοιβή της), και ιδιαίτερες «κοινωνικές πολιτικές» αναπαραγωγής του εργαζόμενου (από τον πατερναλισμό έως τη μετανάστευση). Και από την άλλη πλευρά η ίδια η κεφαλαιοκρατική επιχείρηση, ως πρώτος τόπος (και επίσης, το βλέπουμε καλά αυτή την στιγμή, ύστατο «καταφύγιο») της οργανωμένης αναμέτρησης των κοινωνικών δυνάμεων, ως κέντρο εκμετάλλευσης της εργασίας και συσσώρευσης του «πραγματικού» υλοποιημένου κεφαλαίου (ή της «νεκρής εργασίας»), συγκροτείται επίσης σε πολιτικό τόπο: όχι μόνο επειδή το κράτος είναι αναγκασμένο να παρέμβει από τις απαρχές της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής (αρχίζοντας από την κατασταλτική και προστατευτική εργατική νομοθεσία και περιμένοντας την ανάπτυξη του συνδικαλιστικού δικαίου που ο Μαρξ δεν μπόρεσε να λάβει υπόψη του), αλλά επίσης γιατί η οικονομική συγκυρία, η δυνατότητα ή όχι να μπορούν να μεταφρασθούν τα κέρδη παραγωγικότητας σε «έκτακτα κέρδη» και συνεπώς σε διαφορικά πλεονεκτήματα πάνω στα ανταγωνιστικά κέντρα εκμετάλλευσης, εξαρτάται από αυτό το συσχετισμό δυνάμεων. Κατά συνέπεια η «αυτοκίνηση» του κεφαλαίου δεν είναι άλλο πράγμα, τελικά παρά το άθροισμα αυτών των διαφορικών.
Σ' αυτό το πλαίσιο, είναι εκπληκτικό πως ο ορισμός του ανταγωνισμού που προτείνει ο Μαρξ είναι ελαστικός, απομακρύνοντας σε δεύτερο πλάνο το θέμα της «αυταπάτης», για να υπογραμμίσει μάλλον την αλληλεπίδραση μεταξύ των στρατηγικών εκμετάλλευσης και των «καταναγκαστικών νόμων» της κεφαλαιοκρατικής συσσώρευσης που για κάθε κεφαλαιοκράτη, επιβάλλονται «από τα έξω». «Η λειτουργία του επιχειρηματία παρουσιάζεται λοιπόν ως το σημείο συνάρθρωσης του δεσποτισμού του εργοστάσιου» (που πρέπει να ανασυγκροτεί ακατάπαυστα χρησιμοποιώντας γι' αυτόν το σκοπό την τεχνολογία ως μέσο υποταγής των «κατακερματισμένων» εργαζόμενων) και της «δικτατορίας της αγοράς» στην οποία υποτάσσεται ο ίδιος επί ποινή θανάτου (δηλαδή πτώχευσης), η δεύτερη όντας προϋπόθεση της πρώτης.
Πραγματικά η διαλεκτική αυτή όπως την περιγράφει ο Μαρξ δεν διαγράφει καμιά άμεση ούτε προπάντων μονοσήμαντη «διέξοδο». Δεν διατηρεί παρά μια τυχαία σχέση με το θέμα του «περιττού κεφαλαιοκράτη» (υπογραμμίζει μάλλον την ιστορική υλικότητα της εμπορευματικής σχέσης και της σχέσης εκμετάλλευσης, ' μαζί με την πλαστικότητα, την προσαρμοστικότητα της συνάρθρωσής τους). Γι αυτό το λόγο δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί στην προοπτική μιας σοσιαλιστικής οικονομικής ιδεολογίας (μαρξιστικής ή όχι). Αντίθετα είναι αποφασιστική για τη διαμόρφωση, εν μέρει τουλάχιστον, των στόχων και των τάσεων μιας κομμουνιστικής πολιτικής.


Το άρθρο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Politique aujourd'hui, τεύχος Ιουλίου Σεπτεμβρίου 1984. (Τίτλος πρωτοτύπου: Marx et l'entreprise).

Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Η διανοητική εργασία και η χειρωνακτική εργασία: η γνώση και η εξουσία

Ας αρχίσουμε από τη δημιουργία και τη λειτουργία του αστικού Κράτους στην υλικότητά του ως μηχανισμού. Μηχανισμού ειδικευμένου, κεντρικοποιημένου, καθαρά πολιτικού χαρακτήρα, πού συνίσταται σε μια συναρμογή λειτουργιών ανώνυμων, απρόσωπων και τυπικά διαφορετικών από την οικονομική εξουσία, της οποίας ή συγκρότηση εδράζεται σε μιαν αξιωματοποίηση των νόμων-κανόνων πού κατανέμουν τους τομείς δραστηριότητας και αρμοδιότητας και σε μια νομιμότητα θεμελιωμένη στο σώμα πού είναι ο λαός-έθνος. Στοιχεία πού, όλα τους, είναι ενσωματωμένα στην οργάνωση των μηχανισμών του σύγχρονου Κράτους. Οι μηχανισμοί αυτοί διαφέρουν από εκείνους του φεουδαρχικού Κράτους, πού ήταν θεμελιωμένοι στους προσωπικούς δεσμούς, σε μιαν αντιγραφή από την κάθε εξουσία του πρότυπου της οικονομικής εξουσίας (ο άρχοντας εκπλήρωνε ο ίδιος τον ρόλο του δικαστή, του διοικητή, του αρχηγού του στρατού υπό την ιδιότητα του ως γαιοκτήμονα), σε μιαν ιεραρχία αποτελούμενη από στεγανές εξουσίες (ή αρχοντική πυραμίδα), πού ή νομιμότητα τους απορρέει από την κυριαρχία του σώματος του αρχηγού (βασιλιά-άρχοντα) το όποιο είναι χαραγμένο στο κοινωνικό σώμα. Ιδιοτυπία επομένως του σύγχρονου Κράτους πού ανάγεται ακριβώς σε τούτο τον σχετικό χωρισμό του πολιτικού στοιχείου από το οικονομικό και σε μιαν ολόκληρη αναδιοργάνωση των αντίστοιχων χώρων και πεδίων τους, συνέπεια της ολοκληρωτικής απαλλοτρίωσης του άμεσου εργαζόμενου στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Αυτές οι σχέσεις είναι το έδαφος μιας καταπληκτικής αναδιοργάνωσης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας του οποίου είναι συνυπόστατες, αναδιοργάνωσης πού σημαδεύει τη σχετική υπεραξία και τη διευρυνόμενη αναπαραγωγή του κεφαλαίου στο στάδιο της «μηχανοποίητης παραγωγής» και της «μεγάλης βιομηχανίας». Αυτός ο καθαρά καπιταλιστικός, σ' όλες τις μορφές του, καταμερισμός είναι ή προϋπόθεση της δυνατότητας του σύγχρονου Κράτους, πού εμφανίζεται έτσι σε όλη την ιστορική του πρωτοτυπία: το Κράτος αυτό αποτελεί μια πραγματική τομή σε σχέση με τους προκαπιταλιστικούς τύπους Κράτους (ασιατικό, δουλοκτητικό, φεουδαρχικό), πράγμα πού αδυνατούν να συλλάβουν ακριβώς οι θεωρίες εκείνες πού το θεμελιώνουν στις εμπορικές σχέσεις (πού δεν έπαψαν άλλωστε ποτέ να υπάρχουν).
Αναφέρω εδώ μια μόνη περίπτωση αυτού του καταμερισμού, τη διαίρεση ανάμεσα στη χειρωνακτική και στη διανοητική εργασία. Ή διαίρεση αυτή δεν μπορεί καθόλου να νοείται με εμπειρικό-φυσιοκρατικό τρόπο, σαν ένα σχίσμα ανάμεσα σ’ εκείνους πού εργάζονται με τα χέρια τους και σ' εκείνους πού εργάζονται με το κεφάλι τους: ανάγεται κατευθείαν στις πολιτικο-ιδεολογικές σχέσεις, όπως αυτές υπάρχουν μέσα σε καθορισμένες σχέσεις παραγωγής. Υπάρχει όμως —όπως το κατέδειξε ο Μαρξ— μια ιδιοτυπία αυτής της διαίρεσης στον καπιταλισμό, πού συνδέεται με την ολοκληρωτική απαλλοτρίωση του άμεσου εργαζόμενου από τα μέσα του εργασίας. Αυτό έχει ως συνέπεια:

α) τον χαρακτηριστικό χωρισμό των διανοητικών στοιχείων από την εργασία πού εκτελεί ο άμεσος παραγωγός, εργασία πού σ' αυτό το ξεχώρισμα από τη διανοητική εργασία (τη γνώση) παίρνει έτσι την καπιταλιστική μορφή της χειρωνακτικής εργασίας.
β) τον χωρισμό της επιστήμης από τη χειρωνακτική εργασία, ενώ ή πρώτη, πού βρίσκεται «στην υπηρεσία του κεφαλαίου», τείνει να γίνει άμεση παραγωγική δύναμη.
γ) τις ιδιαίτερες σχέσεις ανάμεσα στην επιστήμη-γνώση και στις ιδεολογικές σχέσεις, και μάλιστα στην κυρίαρχη ιδεολογία, όχι με την έννοια μιας γνώσης πιο «ιδεολογικοποιημένης» από άλλοτε, ούτε απλώς με την έννοια μιας πολιτικο-ιδεολογικής χρησιμοποίησης της γνώσης από την εξουσία (αυτό δεν έπαψε ποτέ να γίνεται), αλλά με την έννοια μιας ιδεολογικής θεμιτοποίησης της εξουσίας, θεμιτοποίησης θεμελιωμένης στον τρόπο χρησιμοποίησης της επιστημονικής τεχνικής, δηλαδή της θεμιτοποίησης μιας εξουσίας ως απόρροιας μιας ορθολογικής επιστημονικής πρακτικής
δ) τις κατεστημένες πια οργανικές σχέσεις ανάμεσα στη διανοητική εργασία, πού έχει αποκοπεί έτσι από τη χειρωνακτική εργασία, και στις πολιτικές σχέσεις κυριαρχίας, κοντολογίς ανάμεσα στην καπιταλιστική γνώση και στην καπιταλιστική εξουσία. Αυτό και απόδειξε ο Μαρξ σχετικά με τον εργοστασιακό δεσποτισμό και τον ρόλο της επιστήμης στην καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία, αναλύοντας τις οργανικές πια σχέσεις μεταξύ γνώσης και εξουσίας, μεταξύ διανοητικής εργασίας (γνώση-ε πιστή μη επενδυμένη στην ιδεολογία) και πολιτικών σχέσεων κυριαρχίας, όπως αυτές υπάρχουν κι αναπαράγονται ήδη στη διαδικασία απόσπασης της υπεραξίας.
Αν και αυτός ο κατεξοχήν χαρακτηριστικός καπιταλιστικός χωρισμός μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας είναι μόνο μια πλευρά ενός γενικότερου κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, στην περίπτωση του Κράτους είναι αποφασιστικός. Μια από τις θεμελιακές ιδέες των κλασικών του μαρξισμού είναι ότι ή σπουδαιότερη ασφαλώς πλευρά του κοινωνικού καταμερισμοί} της εργασίας σχετικά με την εμφάνιση του Κράτους ως «ειδικού» μηχανισμού, συνίσταται στη διαίρεση χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας. Το Κράτος υλοποιεί στο σύνολο των μηχανισμών του, δηλαδή όχι μόνο στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του αλλά και στους κατασταλτικούς και οικονομικούς, τη διανοητική εργασία ως χωρισμένη από τη χειρωνακτική: πράγμα πού γίνεται φανερό αν εγκαταλειφθεί ή φυσιοκρατική - θετικιστική διάκριση χειρωνακτική εργασία/ διανοητική εργασία. Και ακριβώς μέσα στο καπιταλιστικό Κράτος ή οργανική σχέση ανάμεσα στη διανοητική εργασία και στην πολιτική κυριαρχία, ανάμεσα στη γνώση και στην εξουσία, πραγματώνεται με τον τελειότερο τρόπο. Το Κράτος αυτό, χωρισμένο από τις σχέσεις παραγωγής, τοποθετείται ακριβώς στο πλευρό της διανοητικής εργασίας, πού με τη σειρά της αποσχίζεται από τη χειρωνακτική εργασία: είναι ή απόληξη και το προϊόν αυτής της διαίρεσης, αν και έχει ένα δικό της ρόλο στη δημιουργία της και στην αναπαραγωγή της.
Αυτό εκδηλώνεται με την ίδια την υλικότητα του Κράτους. Πριν απ’ όλα με την ειδίκευση-χωρισμό των κρατικών μηχανισμών σε σχέση με την παραγωγική διαδικασία: οι μηχανισμοί χωρίζονται απ’ αυτήν τη διαδικασία κυρίως με την παγίωση της διανοητικής εργασίας. Κάτω από την καπιταλιστική μορφή τους, οι μηχανισμοί αυτοί —στρατός, δικαιοσύνη, διοίκηση, αστυνομία κτλ., για να μην αναφέρουμε τους ιδεολογικούς μηχανισμούς— συνεπάγονται την εφαρμογή και τον έλεγχο μιας γνώσης και ενός λόγου (κατευθείαν επενδυμένων στην κυρίαρχη ιδεολογία ή καθιερωμένων με βάση τις κυρίαρχες ιδεολογικές μορφές) από τους οποίους αποκλείονται οι λαϊκές μάζες. Μηχανισμοί θεμελιωμένοι ως προς τη διάρθρωση τους σ' έναν ειδικό και μόνιμο αποκλεισμό των λαϊκών μαζών πού βρίσκονται από τη μεριά της χειρωνακτικής εργασίας, πού είναι στέρεα δεμένες σ' αυτήν διαμέσου του Κράτους. Ή μόνιμη μονοπώληση της γνώσης από μέρους του Κράτους-επιστήμονα-εκφραστή αποφάνσεων, από μέρους των μηχανισμών του και των οργάνων του, είναι εκείνη πού καθορίζει και τις οργανωτικές και διευθυντικές λειτουργίες του Κράτους, λειτουργίες κεντρικοποιημένες στον ειδικό χωρισμό τους από τις μάζες: μορφή της διανοητικής εργασίας (γνώση-εξουσία) υλοποιημένης σε μηχανισμούς, απέναντι στη χειρωνακτική εργασία πού έχει την τάση να πολώνεται σε λαϊκές μάζες χωρισμένες και αποκλεισμένες απ’ αυτές τις οργανωτικές λειτουργίες. Είναι εξίσου κατάδηλο πώς μια σειρά θεσμών της λεγόμενης έμμεσης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (πολιτικά κόμματα, κοινοβούλιο κτλ.), κοντολογίς της σχέσης Κράτους-μαζών, εξαρτώνται από το ίδιο δομικό σύνολο. Πράγμα πού είχε διαισθανθεί ο Γκράμσι, όταν έβλεπε στον γενικό οργανωτικό ρόλο του καπιταλιστικού Κράτους την κατεξοχήν πραγμάτωση μιας διανοητικής εργασίας χωρισμένης χαρακτηριστικά από τη χειρωνακτική εργασία. Έτσι, ο Γκράμσι συμπεριλάμβανε τα όργανα των κρατικών μηχανισμών, μαζί κι εκείνα των κατασταλτικών μηχανισμών (αστυνομικούς, χωροφύλακες, στρατιωτικούς), στους διανοούμενους (οργανικούς και παραδοσιακούς) με την πλατιά έννοια.
Αυτή ή σχέση γνώσης-εξουσίας δεν άφορα μόνο την ιδεολογία και δεν παίρνει τη μορφή της απλής λειτουργίας νομιμοποίησης του Κράτους αν και την εκπληρώνει, ιδιαίτερα στη σφαίρα της επιστήμης πολιτικής σκέψης. Ακόμα και στο στάδιο της μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, και κατόπι στο στάδιο του ελεύθερου συναγωνισμού, πού και τα δύο σημαδεύονται από τη σύσταση του αστικού Κράτους κι από την υπεροχή, μέσα στην αστική ιδεολογία, του νομικο-πολιτικού τομέα, αυτός (ή πολιτική, το Δίκαιο) στήριξε ρητά τη νομιμότητα του —από τον Μακιαβέλλη ως τον Θωμά Μόρο κι ως τις κατοπινές θεωρητικοποιήσεις— στον τρόπο της επιστημονικής τεχνικής και στο πρότυπο των αποδεικτικών επιστημών, ως κάτοχος μιας γνώσης πού την αντιπαραθέτει σ' εκείνο πού χαρακτηρίζει ως ουτοπία. Το πράγμα άλλωστε προχωράει και πέρα από την επίσημη θεωρία κι απλώνεται στις πρωταρχικές εκείνες μορφές ιδεολογίας τις όποιες εκκρίνει το Κράτος και πού εξασφαλίζουν τις εσωτερικές σχέσεις του μηχανισμού (εσωτερική αυτονομιμοποίηση) και τη νομιμοποίηση των ενεργειών της προς το εξωτερικό: νομιμοποίηση των δραστηριοτήτων του Κράτους και των οργάνων του ως φορέων μιας ιδιαίτερης γνώσης, μιας ενδογενούς ορθολογικότητας. Όλα τούτα κατοχυρώνονται άλλωστε με τις ιδιαίτερες μορφές της σχέσης ιδεολογίας-γνώσης-επιστήμης, την οποία συνεπάγεται ή μετατροπή της νομικο-πολιτικής ιδεολογίας σε τεχνοκρατική ιδεολογία.
Τονίζω όμως ότι η σχέση αυτή γνώσης-εξουσίας δεν άφορα μόνο την ιδεολογική νομιμοποίηση: ο καπιταλιστικός χωρισμός της διανοητικής εργασίας από τη χειρωνακτική εργασία άφορα και την ίδια την επιστήμη και τη συμπεριλαμβάνει. Η οικειοποίηση της επιστήμης από το κεφάλαιο γίνεται ασφαλώς μέσα στο εργοστάσιο, αλλά και από το Κράτος. Το Κράτος παρουσιάζει τούτη την ιδιομορφία, ότι τείνει να ενσωματώσει την ίδια την επιστήμη, οργανώνοντας τον θεωρητικό της λόγο, κάτι πού είναι σήμερα ολοφάνερο. Δεν πρόκειται για μιαν απλή εργαλειοποίηση της επιστήμης και για τη μεταχείρισή της στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Το καπιταλιστικό Κράτος στρατεύει την παραγωγή της επιστήμης, πού γίνεται έτσι μια κρατική επιστήμη ενταγμένη, ως προς την εσώτερη υφή της, στους μηχανισμούς της εξουσίας πράγμα πού, όπως ξέρουμε, δεν ισχύει μόνο για τις λεγόμενες «επιστήμες του ανθρώπου». Γενικότερα, το Κράτος δικτυώνει τη διανοητική εργασία με ολόκληρη σειρά από κυκλώματα και δίκτυα χάρη στα όποια υποκατέστησε την Εκκλησία, υποτάσσει και προσοικειώνεται το σώμα των διανοουμένων-επιστημόνων, ενώ αυτό δεν υπήρχε στους μεσαιωνικούς χρόνους παρά με συχνομετάβλητο τρόπο. Οι διανοούμενοι, ως ειδικευμένο και επαγγελματοποιημένο σώμα, συγκροτήθηκαν σε δημόσιους υπάλληλους-μισθοφόρους από το σύγχρονο Κράτος. Οι διανοούμενοι αυτοί, φορείς της γνώσης-επιστήμης, έγιναν (πανεπιστήμια, ινστιτούτα, ακαδημίες, διάφοροι επιστημονικοί σύλλογοι) κρατικοί λειτουργοί χάρη στο ίδιο δομικό σύστημα πού έκαμε τους λειτουργούς αυτού του Κράτους διανοούμενους.
"Αν ή σχέση γνώσης-εξουσίας δεν υπάγεται μόνο στο έργο της νομιμοποίησης, αυτό οφείλεται —το υπενθυμίζω— και στο ότι ο λόγος του Κράτους εκφράζει ο ίδιος αυτή τη σχέση, λόγος πού είναι εδώ εντελώς ιδιότυπος. Δεν πρόκειται, όπως στα προκαπιταλιστικά Κράτη, για ένα λόγο Αποκάλυψης, βασισμένο στην ομιλία (πραγματική ή υποτιθέμενη) του Ηγεμόνα, πού επαναλαμβάνει την ένταξη του ανώτατου σώματος στο κοινωνικό σώμα. Λόγος μυθικός στην κυριολεξία πού τείνει απροσδιόριστα να καλύψει με την αφήγηση την απόσταση ανάμεσα στην απαρχή της ανώτατης εξουσίας και τις καταβολές του κόσμου. Το καπιταλιστικό Κράτος δεν θεμελιώνει τη νομιμότητα του στην καταγωγή του: προϋποθέτει μια σειρά διαδοχικά θεμέλια στη διαρκώς ανανεωνόμενη κυριαρχία του λαού-έθνους. Το Κράτος αυτό εκδηλώνει επίσης έναν ιδιαίτερο οργανωτικό ρόλο απέναντι στις κυρίαρχες τάξεις και έναν ρυθμιστικό ρόλο απέναντι στο σύνολο του κοινωνικού σχηματισμού: ο λόγος του είναι ένας λόγος της δράσης. Ένας λόγος της στρατηγικής και της τακτικής, ενταγμένος βέβαια στην κυρίαρχη ιδεολογία, αλλά τρεφόμενος επίσης και από μιαν επιστήμη-γνώση οικειοποιημένη από το Κράτος (οι οικονομικές, πολιτικές, ιστορικές γνώσεις).
Ο λόγος αυτός, αν και πραγματώνει θαυμάσια τη ζεύξη γνώσης και εξουσίας, δεν έχει δική του ενδογενή ενότητα. Είναι ένας λόγος τμηματικός και τεμαχισμένος, ανάλογα με τα στρατηγικά σχέδια της εξουσίας και με τις διάφορες τάξεις στις όποιες απευθύνεται. Είχα την ευκαιρία να επισημάνω ότι ακόμα και μια κατεξοχήν «ολοκληρωτική γλώσσα», όπως είναι ο φασιστικός λόγος, παρουσιάζει μια σειρά μετατοπίσεις, στρεβλώσεις του νοήματος ταυτόσημων εκφράσεων (λογουχάρη του ορού συντεχνιασμός), ανάλογα με τη διαφορότητα των στόχων ή των στοχευόμενων τάξεων. Ο λόγος αυτός πρέπει πάντα να κατανοείται και ν' ακούεται, έστω κι αν όχι μονοσήμαντα απ’ όλους: δεν αρκεί ν' απαγγέλλεται με τρόπο σαγηνευτικό. Πράγμα πού προϋποθέτει μιαν υπερκωδίκευση του Κράτους, μέσα από τους διάφορους κώδικες του λόγου, πλαίσιο αναφοράς της ομοιογενοποίησης των τμημάτων του λόγου και των μηχανισμών πού τα εκφράζουν, έδαφος της διαφορικής λειτουργίας τους. Αυτή ή υπερκωδίκευση μπάζεται στα κεφάλια όλων των υπηκόων υστέρα από υπολογισμένη διύλιση. Την ενοποίηση της γλώσσας, το καπιταλιστικό Κράτος την επιβάλλει προάγοντας την εθνική γλώσσα και συντρίβοντας τις άλλες. Η εθνική γλώσσα είναι βέβαια αναγκαία για τη δημιουργία μιας εθνικής οικονομίας και μιας εθνικής αγοράς, αλλά, ακόμα περισσότερο, για τον πολιτικό ρόλο του Κράτους. Αποστολή επομένως του εθνικού Κράτους είναι να οργανώσει τις μεθόδους του λόγου πού πλάθουν την υλικότητα του λαού-έθνους και να δημιουργήσει τη γλώσσα, δημιουργία πού είναι βέβαια της δικαιοδοσίας των ιδεολογικών οργάνων, αλλά πού δεν περιορίζεται καθόλου σε ένα ιδεολογικό εγχείρημα.
Η σχέση αυτή γνώσης-εξουσίας, θεμελιωμένη στη διανοητική εργασία πού το Κράτος την παγιώνει χωρίζοντας την από τη χειρωνακτική εργασία, στεγάζεται μέσα στην οργανωτική διάρθρωση του Κράτους. Το Κράτος ανασχεδιάζει και αναπαράγει μέσα στο ίδιο το σώμα του τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας: είναι έτσι το ανατύπωμα των σχέσεων μεταξύ εξουσίας και γνώσης, όπως αυτές αναπαράγονται μέσα στην ίδια τη διανοητική εργασία. Από τις ιεραρχικές, κεντρικοποιημένες καί πειθαρχημένες σχέσεις ως τις σχέσεις των κλιμακίων και κόμβων απόφασης/εκτέλεσης, από τις βαθμίδες εκπροσώπησης της αρχής ως τις μορφές κατανομής-απόκρυψης της γνώσης ανάλογα με τις βαθμίδες αυτές (γραφειοκρατικό μυστικό) και ως τις μορφές κατάρτισης και στρατολόγησης των οργάνων του Κράτους (σχολική κατάρτιση και στρατολόγηση με διαγωνισμό), ή διάρθρωση του καπιταλιστικού Κράτους ενσαρκώνει, στις πιο μικρές της λεπτομέρειες, την εισαγμένη κι εσωτερικευμένη, μέσα στην ίδια τη διανοητική εργασία, αναπαραγωγή της καπιταλιστικής διαίρεσης διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας. Στις πιο μικρές της λεπτομέρειες και με όλη την υλική τελετουργικότητα του Κράτους, λογουχάρη —και εφόσον πρόκειται για μια λεπτομέρεια— στην περίπτωση της γραφής.
Καμιά αμφιβολία ότι πάντοτε υπήρχε στενή σχέση ανάμεσα στο Κράτος και τη γραφή, αφού κάθε Κράτος αποτελούσε μιαν ορισμένη μορφή διαίρεσης διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας. Ό ρόλος όμως της γραφής είναι εντελώς ιδιόμορφος στο καπιταλιστικό Κράτος, της γραφής πού, περισσότερο ακόμα κι από τον λόγο-ομιλία, αντιπροσωπεύει εδώ τη συνάρθρωση και την καταμέριση της γνώσης-εξουσίας μέσα στους κόλπους του. Από τη γραπτή εντύπωση, από το σημείωμα, ως τις αναφορές πού μπήκαν στο αρχείο, τίποτε δεν υπάρχει, από ορισμένες απόψεις, για τούτο το Κράτος, πού να μην είναι γραμμένο, και καθετί πού γίνεται μέσα σ' αυτό αφήνει πάντα κάπου ένα γραπτό ίχνος. Ωστόσο, ή γραφή είναι εδώ εντελώς διαφορετική απ’ ο,τι στα προκαπιταλιστικά Κράτη: δεν είναι πια μια γραφή αναμεταγραφής, σκέτο ανατύπωνα της ομιλίας (πραγματικής ή υποτιθέμενης) του άρχοντα, γραφή αποκάλυψης και μνημόνευσης, γραφή μνημειακή. Πρόκειται για μια γραφή ανώνυμη, πού δεν επαναλαμβάνει ένα λόγο, αλλά πού γίνεται γραμμή μιας διαδρομής πού ορίζει τους γραφειοκρατικούς τόπους και μηχανισμούς, αυλακώνει και εικονίζει τον κεντρικοποιημένο-ιεραρχικό χώρο αυτού του Κράτους. Γραφή πού ταυτόχρονα χωροποιεί και δημιουργεί γραμμικά και αντιστρεπτά διαστήματα μέσα σε τούτη τη συνεχή και τμηματοποιημένη αλυσίδα πού είναι ή γραφειοκρατικοποίηση. Χαρτοβασίλειο της σύγχρονης κρατικής οργάνωσης πού δεν είναι απλή γραφική λεπτομέρεια αλλά ένα υλικό γνώρισμα απαραίτητο για την ύπαρξη και λειτουργία της, εσωτερική συγκολλητική ύλη αυτών των διανοουμένων-λειτουργών, πού ενσαρκώνουν τη σχέση αυτού του Κράτους με τη διανοητική εργασία. Το Κράτος αυτό δεν μονοπωλεί, δεν κρατάει για τον εαυτό του τη γραφή, όπως συμβαίνει με τα προκαπιταλιστικά Κράτη και την Εκκλησία: τη διαδίδει (σχολεία) για πολύ συγκεκριμένες ανάγκες κατάρτισης της εργασιακής δύναμης. Κάνοντας το όμως αυτό, τη διχοτομεί, διότι ο λόγος-ομιλία του Κράτους πρέπει ν' ακουστεί και να κατανοηθεί. Θα έλεγε κανείς πώς μέσα σε τούτο το Κράτος πού μιλάει ανοιχτά και πού έχει ενιαία εθνική γλώσσα, το μυστικό απέναντι στις μάζες και ή παγίωση της γνώσης και της εξουσίας έχουν περάσει τέλεια στην κρατική γραφή, της οποίας ο ερμητισμός απέναντι στις αποκλεισμένες από τούτη τη γραφή μάζες είναι πασίγνωστος. Είναι αυτό ακριβώς το Κράτος πού έχει συστηματοποιήσει, αν όχι ανακαλύψει, τη γραμματική και την ορθογραφία, αναδείχνοντας τες σε δίκτυα εξουσίας.
Τέλος, αυτή ή σχέση εξουσίας-γνώσης εκφράζεται με ιδιαίτερες τεχνικές άσκησης της εξουσίας, με συγκεκριμένα όργανα —ενταγμένα στο αλύσωμα του Κράτους— για τη μόνιμη απομάκρυνση των λαϊκών μαζών από τα κέντρα αποφάσεων: με μια σειρά τελετουργιών, μορφών λόγου, δομικών τρόπων θεματοποίησης, διατύπωσης και πραγμάτευσης των προβλημάτων από τους κρατικούς μηχανισμούς, έτσι πού (μονοπώληση της γνώσης) οι λαϊκές μάζες (χειρωνακτική εργασία από τούτη την άποψη) να είναι ουσιαστικά αποκομμένες απ’ αυτά.
Βέβαια, δεν μπαίνει ζήτημα ν' αναγάγουμε τη σχέση Κράτους-σχέσεων παραγωγής στη διαίρεση διανοητικής εργασίας/ χειρωνακτικής εργασίας. Σκοπός μου ήταν απλώς να δείξω συγκεκριμένα την κατεύθυνση της ερευνάς πού μας κάνει να εγκαταλείψουμε τη σφαίρα των εμπορικών σχέσεων ως θεμέλιου του καπιταλιστικού Κράτους (στην περίπτωση αυτή, από τη γραφειοκρατία σαν αναγκαία συγκεντρωτική αρχή απέναντι στην ελευθερο-ανταγωνιστική αναρχία της κοινωνίας των ιδιωτών). Προσθέτω ότι, και σε τούτη την περίπτωση, το Κράτος δεν είναι το απλό αποτέλεσμα της διαίρεσης διανοητικής/χειρωνακτικής εργασίας, διαίρεσης θεμελιωμένης στις σχέσεις παραγωγής. Το Κράτος συντείνει και στην αναπαραγωγή αυτής της διαίρεσης μέσα στην ίδια την παραγωγική διαδικασία και, πιο πέρα, στο σύνολο της κοινωνίας, τόσο με ειδικούς μηχανισμούς πού επεμβαίνουν στην κατάρτιση-ειδίκευση της εργασιακής δύναμης (σχολείο, οικογένεια, διάφορα δίκτυα επαγγελματικής μόρφωσης) όσο και με το σύνολο των μηχανισμών του (αστικά και μικροαστικά κόμματα, κοινοβουλευτικό σύστημα, πολιτιστικοί μηχανισμοί, Τύπος, μαζικά μέσα ενημέρωσης). Είναι ήδη παρόν στην οργάνωση αυτού του χωρισμού μέσα στις σχέσεις παραγωγής: ή διαίρεση διανοητικής/χειρωνακτικής εργασίας, πού είναι ενσαρκωμένη στον εργοστασιακό δεσποτισμό, συνδέεται με τις πολιτικές σχέσεις κυριαρχίας/υποταγής όπως αυτές υπάρχουν μέσα στις σχέσεις εκμετάλλευσης και, συνακόλουθα, με την παρουσία του Κράτους μέσα στις τελευταίες.
Βλέπουμε επίσης τώρα ότι ή σχέση αυτή γνώσης-εξουσίας άφορα εξίσου, από ορισμένες καπιταλιστικές πλευρές της, το Κράτος στις χώρες του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, παρά τις μεταβολές πού έχουν υποστεί εκεί οι εμπορικές σχέσεις. Η διαίρεση διανοητικής/χειρωνακτικής εργασίας, θεμελιωμένη πάνω στις «καπιταλιστικές πλευρές» των σχέσεων τους παραγωγής πέρα ακόμα κι από μια κρατικοποίηση (πού πρέπει να την ξεχωρίζουμε από μια πραγματική κοινωνικοποίηση) της οικονομίας, αναπαράγεται εκεί με νέα μορφή. Αυτό όμως το επισημαίνω ενδεικτικά μόνο, διότι το όλο πράγμα παίρνει μορφές Ιδιαίτερες και πολύ διαφορετικές απ’ ό,τι στις δικές μας κοινωνίες, για πολλούς λόγους, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι ιδιομορφίες των κοινωνικών τάξεων και του ταξικού αγώνα μέσα σ' αυτές τις χώρες.
Αυτή ή συσχέτιση του Κράτους με τη διαίρεση διανοητικής/χειρωνακτικής εργασίας, όπως εμπεριέχεται στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, δεν είναι επομένως παρά ένα πρώτο βήμα προς τη συσχέτιση του Κράτους με τις τάξεις και την πάλη των τάξεων στον καπιταλισμό. Τούτο το Κράτος, πού αντιπροσωπεύει την εξουσία της αστικής τάξης, συνδέεται με τις ιδιομορφίες της συγκρότησης αυτής της τάξης σε κυρίαρχη τάξη. Η αστική τάξη, θεμελιωμένη πάνω σ' ένα έδαφος πού απαιτεί τη χαρακτηριστική για τις λειτουργίες της διανοητικής εργασίας, εξειδίκευση, είναι η πρώτη τάξη στην ιστορία που για ν' αναδειχτεί σε κυρίαρχη τάξη, έχει ανάγκη από ένα σώμα οργανικών διανοουμένων. Αυτοί, τυπικά διαφορετικοί από την ίδια αλλά επιστρατευμένοι από το Κράτος, δεν έχουν έναν απλώς εργαλειακό ρόλο (όπως είχαν οι παπάδες για τη φεουδαρχία), αλλά ένα ρόλο οργάνωσης της ηγεμονίας της. Δεν είναι τυχαίο ότι ή αρχική μορφή της αστικής επανάστασης ήταν, πρωτίστως, ή μορφή μιας ιδεολογικής επανάστασης: ας θυμηθούμε τον ρόλο της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού και τον ρόλο του ιδεολογικο-πολιτισμικού μηχανισμού των εκδόσεων και του Τύπου στην οργάνωση της αστικής τάξης.
Κάτι περισσότερο: αν το κάθε καπιταλιστικό Κράτος παρουσιάζει την ίδια υλική διάρθρωση, αυτή μοναδικοποιείται ανάλογα με τις ιδιομορφίες της πάλης των τάξεων, της οργάνωσης της αστικής τάξης και του σώματος των διανοουμένων μέσα στο κάθε συγκεκριμένο καπιταλιστικό Κράτος. Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστική περίπτωση από εκείνη της Γαλλίας: ή γαλλική αστική τάξη, μέσα στην τροχιά του απολυταρχικού Κράτους και μέσα από τις μορφές πού πήρε ή Επανάσταση του 1789, πέτυχε έξοχα την ηγεμονική της οργάνωση και τη δημιουργία, υπό την αιγίδα της, της εθνικής ενότητας, συνάπτοντας στενούς δεσμούς με το σώμα των εγκρίτων διανοουμένων. Εξασφάλισε τις μόνιμες υπηρεσίες τους ενσωματώνοντας τους στενά στα θεσμικά δίκτυα του γιακωβίνικου Κράτους και ξέροντας να πληρώνει, ποικιλότροπα, το αντίτιμο των υπηρεσιών τους, πράγμα πού σημάδεψε όχι μόνο τους πολιτιστικούς θεσμούς και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς αυτού του Κράτους, αλλά και τις αξιοσημείωτες ιδιομορφίες της γαλλικής διανόησης. Η διανόηση αυτή, αφοσιωμένη στους θεσμούς του δημοκρατικού Κράτους πού είναι τα δίκτυα της μεταβιβασμένης από την αστική τάξη εξουσίας της, υπήρξε και εξακολουθεί να είναι ταυτόχρονα μια διανόηση ανυπότακτη στη φασιστική ιδεολογία και στις φασιστικές κρατικές μορφές, και μια διανόηση μαζικά αποκομμένη από τους λαϊκούς αγώνες, όταν αυτοί προσλαμβάνουν ριζοσπαστικές μορφές απειλώντας να αμφισβητήσουν τη δική της εξουσία. Αμφιρρέπει διαρκώς ανάμεσα στον ριζοσπαστικό-δημοκρατικό αντιφασισμό και στο σύνδρομο των Βερσαλλιέζων. Πουθενά άλλου δεν βρίσκει κανείς ενσαρκωμένα σε τέτοιο σημείο μέσα στους μηχανισμούς του Κράτους, τα φαντάσματα της διανόησης: πότε είναι σύμβουλος των ηγεμόνων και πότε, ή ταυτόχρονα, επηρεάζει τις μάζες εκ των άνω, πάνω από τις δικές τους οργανώσεις και διαμέσου των κρατικών μηχανισμών (Τύπος, πολιτιστικά ιδρύματα, μαζικά μέσα ενημέρωσης), κοντολογίς ο πειρασμός του ελιτίστικου λαϊκισμού. Σε τούτη τη δίψα για διανοητική εξουσία πού συντηρείται από την ορισμένη θέση της διανόησης μέσα στο γαλλικό Κράτος, αποκρίνεται, θα τολμούσε κανείς να πει δικαιολογημένα, ο γνωστός αντι-διανοητισμός του γαλλικού εργατικού κινήματος και των οργανώσεων του, πού κι αυτός με τη σειρά του, σημαδεύει με τη σφραγίδα του τούτο το Κράτος και τη χαρακτηριστική δυσπιστία των λαϊκών μαζών προς τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του.

Από το βιβλίο του Νίκου Πουλαντζά "το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός", εκδόσεις Θεμέλειο, 1978.

Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

Βία και Νομιμότητα

Παρά πολλά ειπώθηκαν, τον τελευταίο καιρό, για την οριστική πια αδυναμία μας να χρησιμοποιήσουμε «επα­ναστατικά μέσα παλιού τύπου». Μα ποτέ δε μας είπαν τι εννοούν μ' αυτά τα μέσα, ούτε και με τι θα αντικαταστήσουν.
Έτσι, με την ευκαιρία της βελγικής μας ήττας*, φέρνουν σε αντίθεση προς τα «επαναστατικά μέσα» - και πρώτα απ' όλα, προς τη βίαιη επανάσταση, προς τις μάχες των δρόμων -την καθημερινή οργάνωση και μόρφωση των μαζών. Αλλά είναι παράλογο να θέτουμε έτσι το' ζήτημα, για τον απλούστατο λόγο ότι η οργάνωση και η μόρφωση από μόνες τους δεν είναι ακόμη αγώνας, παρά είναι απλά προπαρα­σκευαστικά μέσα για τον αγώνα, και σαν τέτοια, είναι απαραίτητα τόσο στην επανάσταση, όσο και σε κάθε άλλη μορφή του εργατικού αγώνα. Η οργάνωση και η μόρφωση, αυτές καθεαυτές, δεν κάνουν περιττή την πολιτική πάλη, παρόμοια όπως η δημιουργία συνδικάτων και η είσπραξη των συνδρομών των μελών δεν κάνουν περιττούς τους αγώνες για το μεροκάματο ή τις απεργίες ...
... Στην απόφαση που πήραν μερικοί ν' αντικαταστήσουν μόνο με την κοινοβουλευτική δράση κάθε χρησιμοποίηση βίας στην προλεταριακή πάλη, το πιο παράξενο είναι η ιδέα ότι τάχα η επανάσταση μπορεί να γίνει αυθαίρετα. Ξεκι­νώντας από την αντίληψη αυτή, πιστεύουν ότι μπορούμε να κηρύξουμε ή να μην κηρύξουμε τις επαναστάσεις, να τις ετοιμάσουμε ή να τις αναβάλουμε, φθάνει μόνο να τις θεωρούμε ωφέλιμες ή περιττές ή βλαβερές, ότι αν θα γίνουν ή δε θα γίνουν επαναστάσεις στις καπιταλιστικές χώρες, εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από την πεποίθηση που θα επικρατεί στη σοσιαλδημοκρατία. Όσο περισσότερο η νομιμόφρονη θεωρία του σοσιαλισμού υποτιμάει τη δύναμη του εργατικού κόμματος σε άλλα ζητήματα, άλλο τόσο την υπερτιμάει σε τούτο το σημείο.
Η ιστορία όλων των επαναστάσεων που έγιναν στα περασμένα μας δείχνει ότι τα μεγάλα λαϊκά κινήματα δεν είναι καθόλου ένα αυθαίρετο και ενσυνείδητο δημιούργημα των λεγόμενων «αρχηγών» ή των «κομμάτων», καθώς φαντάζονται οι αστυνομικοί και οι επίσημοι αστοί ιστο­ριογράφοι, αλλά είναι αυθόρμητα κοινωνικά φαινόμενα, γεννημένα από μια δύναμη φυσική που πηγάζουν από τον ταξικό χαρακτήρα της σύγχρονης κοινωνίας. Η ανάπτυξη της σοσιαλδημοκρατίας σε τίποτε δεν άλλαξε τα πράγματα, και ο δικός της ρόλος δεν είναι να χαράζει νόμους στην ιστορική εξέλιξη της πάλης των τάξεων, αλλά ανίθετα να μπαίνει στην υπηρεσία αυτών των νόμων, χρησιμοποιώντας τους για τους σοσιαλιστικούς σκοπούς. Αν η σοσιαλδημοκρατία αντιστε­κόταν στις επαναστάσεις, που παρουσιάζονται σαν ιστορική ανάγκη, το μόνο αποτέλεσμα θα ήταν να μετατραπεί από εμπροσθοφυλακή σε οπισθοφυλακή, εμπόδιο ανίσχυρο στην πάλη των τάξεων. Μα η πάλη των τάξεων στο τέλος θα θριάμβευε είτε έτσι είτε αλλιώς, χωρίς τη σοσιαλδημοκρατία και, αν χρειαζόταν, ενάντια της.
Φτάνει να καταλάβουμε τα απλά αυτά πράγματα για να δούμε ότι το ζήτημα: επανάσταση ή νόμιμο πέρασμα στο σοσιαλισμό είναι καθαρά και κατά κύριο λόγο ζήτημα όχι σοσιαλδημοκρατικής τακτικής, αλλά ιστορικής εξέλιξης. Μ' άλλα λόγια, βγάζοντας την επανάσταση έξω απ' την ταξική πάλη του προλεταριάτου, οι οπορτουνιστές μας ισχυρίζονται, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ότι η βία έπαψε να είναι ένας συντελεστής της νεώτερης ιστορίας.
Αυτό είναι το θεωρητικό βάθος του ζητήματος. Φτάνει να διατυπώσουμε μόνο την ιδέα αυτή, για να γίνει ολοφάνερος ο παραλογισμός της. Η βία, από τότε που εμφανίστηκε η «αστική νομιμότητα», ο κοινοβουλευτισμός, όχι μονάχα δεν έπαψε να παίζει έναν ιστορικό ρόλο, αλλά είναι και σήμερα επίσης, όπως και σε όλες τις προηγούμενες εποχές, η βάση της κυρίαρχης πολιτικής τάξης. Το καπιταλιστικό κράτος στο σύνολο του βασίζεται στη βία. Η στρατιωτική του οργάνωση είναι αυτή καθεαυτή μια χειροπιαστή απόδειξη. Ο οπορτουνιστικός δογματισμός πρέπει πραγματικά να έχει θαυματουργά χαρίσματα για να μην το βλέπει αυτό.
Μα είναι οι ίδιες ακόμη οι εκδηλώσεις της «νομιμότη­τας» που δίνουν αρκετές αποδείξεις γι'αυτό. Ή καλύτερα: τι άλλο παρά βία είναι στην ουσία της η αστική νομιμότητα;
Όταν έναν «ελεύθερο πολίτη», παρά τη θέληση του, με τον εξαναγκασμό, τον κλείνει ένας άλλος πολίτης σ' ένα μέρος στενό και ακατοίκητο, κι όταν τον κρατάν εκεί πέρα κάμποσο καιρό - όλοι καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι μια πράξη βίας. Μα από τη στιγμή που η ενέργεια αυτή θα γίνει δυνάμει ενός ενιαίου βιβλίου, που λέγεται Ποινικός Νόμος, και το μέρος αυτό ονομαστεί «Πρωσσική Βασιλική Φυλα­κή», μετατρέπεται αμέσως σε πράξη ειρηνικής νομιμότητας. Αν ένας άνθρωπος εξαναγκαστεί από ένα άλλο, παρά τη θέληση του, να σκοτώνει συστηματικά τους συνανθρώπους του, αυτό είναι πράξη βίας. Μα από τη στιγμή που αυτό θα ονομαστεί «στρατιωτική υπηρεσία», ο καλός πολίτης φαντάζεται ότι αναπνέει τον αέρα της ειρήνης και της νομιμότητας. Αν ένα πρόσωπο παρά τη θέληση του το στερήσουν άλλοι από ένα μέρος της ιδιοκτησίας του και του εισοδήματος του, κανένας δε θα διστάσει να πει ότι αυτό είναι μια πράξη βίας. Μα από τη στιγμή που αυτή η ληστεία θα ονομαστεί «είσπραξη άμεσων φόρων», πρόκειται μονάχα για εφαρμογή του νόμου.
Κοντολογής, ό,τι παρουσιάζεται στα μάτια μας για αστική νομιμότητα δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η βία της κυρίαρχης τάξης ανυψωμένη εκ των προτέρων σ' επιτακτικό κανόνα. Από τη στιγμή που οι διάφορες πράξεις βίας καθορίστηκαν σαν υποχρεωτικός κανόνας, το πράγμα αντικαθρεπτίζεται από την ανάποδη στο κεφάλι των αστών νομομαθών, καθώς και στο κεφάλι των οπορτουνιστων σοσιαλιστών: η «έννομος» τάξη παρουσιάζεται σαν ένα ανεξάρτητο δημιούργημα της «δικαιοσύνης» και η βία του κράτους σα μια απλή της συνεπεία, σα μια «κύρωση» των νόμων. Στην πραγματικότητα η αστική νομιμότητα (και ο κοινοβουλευτισμός σα νομιμότητα εν τω γίγνεσθαι) είναι ίσα-ίσα μια ορισμένη μορφή, που παίρνει η πολιτική βία της αστικής τάξης, της βίας που πάλι φυτρώνει πάνω στο οικονομικό έδαφος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Έτσι λοιπόν βλέπουμε πως όλη η θεωρία του νομι-μόφρονος σοσιαλισμού είναι καθαρή φαντασιοκοπία. Ενώ οι άρχουσες τάξεις στηρίζονται σε κάθε τους ενέργεια στη βία, μόνο το προλεταριάτο θα έπρεπε να αρνηθεί από την αρχή και για πάντα τη χρησιμοποίηση της βίας στην πάλη του εναντίον αυτών των τάξεων. Ποιο λοιπόν τρομερό σπαθί θα χρησιμοποιήσει για να ανατρέψει τη βία που κυβερνάει; Την ίδια εκείνη νομιμότητα που δίνει στη βία της αστικής τάξης τη σφραγίδα του επιτακτικού και παντοδύναμου κοινωνικού κανόνα.
Το πεδίο της αστικής νομιμότητας, του κοινοβουλευ­τισμού είναι όχι μόνον πεδίο κυριαρχίας της καπιταλιστι­κής τάξης, μα και πεδίο μάχης που διασταυρώνονται οι ανταγωνισμοί μεταξύ προλεταριάτου και αστών. Μα όπως η «έννομος τάξις» δεν είναι για την αστική τάξη τίποτε άλλο παρά η έκφραση της δικής της βίας, έτσι και η κοινοβου­λευτική πάλη για το προλεταριάτο δεν είναι τίποτε άλλο παρά η τάση του να ανεβάσει στην εξουσία τη δική του βία. Αν πίσω από τη νόμιμη και κοινοβουλευτική μας δράση δεν υπάρχει η βία της εργατικής τάξης, έτοιμη να μπει σ' ενέργεια μόλις χρειαστεί, η κοινοβουλευτική δράση της σοσιαλδημοκρατίας καταντάει παιχνίδι τόσο έξυπνο, όσο και το κουβαλημα νερού με το κόσκινο. Οι ερασιτέχνες του ρεαλισμού που δεν κουράζονται να φωνάζουν για τις «θετικές επιτυχίες» της κοινοβουλευτικής δράσης της σοσιαλδημοκρατίας, για να τις χρησιμοποιήσουν ως όπλα κατά της αναγκαιότητας και σκοπιμότητας της βίας στον εργατικό αγώνα, δε βλέπουν καθόλου ότι οι επιτυχίες αυτές και οι πιο ασήμαντες, δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της αόρατης και λανθάνουσας δράσης της βίας.
Το ότι η βία πάντα βρίσκεται στη βάση της αστικής νομιμότητας, το βλέπουμε στις περιπέτειες της ίδιας της ιστορίας του κοινοβουλευτισμού. Η πρακτική πείρα απο­δεικνύει ολοφάνερα πως: όταν οι κυρίαρχες τάξεις πεισθούν ότι οι βουλευτές μας δεν υποστηρίζονται από πλατιές λαϊκές μάζες, έτοιμες να δράσουν όταν χρειαστεί, ότι οι επαναστα­τικές κεφαλές και επαναστατικές γλώσσες δεν είναι ικανές ή δε θεωρούν καλό να βάλουν σε κίνηση, μόλις χρειαστεί, τις επαναστατικές γροθιές - τότε και ο ίδιος ο κοινοβουλευ­τισμός και όλη η περίφημη νομιμότητα θα εξαφανισθούν, αργά ή γρήγορα, ως βάση του πολιτικού αγώνα.
Ύστερα, η νομιμότητα αποδεικνύεται ότι είναι προϊόν του συσχετισμού των δυνάμεων των διαφόρων τάξεων που συγκρούονται, και ότι πάντα ταλαντεύεται. Η Βαυαρία, η Σαξωνία, το Βέλγιο και η Γερμανία μας δίνουν αρκετά πρόσφατα παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι οι κοινο­βουλευτικές συνθήκες της πολιτικής πάλης παραχωρούνται ή αφαιρούνται από την κυρίαρχη τάξη, διατηρούνται ή αίρονται, ανάλογα με το βαθμό που οι θεσμοί αυτοί διασφαλίζουν τα ταξικά της συμφέροντα, ανάλογα με την επίδραση που ασκεί η υπόκωφη βία των λαϊκών μαζών, επιθετική ή αμυντική. Και πραγματικά, όπως σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις δεν είναι δυνατό να αποφύγουμε τη βία σα μέσο άμυνας των κοινοβουλευτικών δικαιωμάτων, έτσι επίσης σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις, η βία είναι μέσο επίθεσης αναντικατάστατο, εκεί οπού ακόμη πρόκειται ακόμη να κατακτήσουμε το νόμιμο πεδίο της πάλης των τάξεων

Οι οπορτουνιστές μας δηλώνουν πως ο σοσιαλισμός μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τη δημοκρατία του αστικού κράτους. Δε βλέπουν ότι λέγοντας αυτό, απλώς επαναλαμβάνουν, με άλλα λόγια, τις παλιές θεωρίες που δίδασκαν ότι η αστική νομιμότητα και η αστική δημοκρατία είναι προορισμένες να πραγματοποιήσουν τη γενική ελευ­θερία, ισότητα και ευτυχία - όχι τις θεωρίες της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης, που τα συνθήματα της στάθηκαν μια αφελής πίστη, πριν από τη μεγάλη τους ιστορική δοκιμασία, αλλά τις θεωρίες των λογίων και φλύαρων δικηγόρων του 1848, των Οντιλόν Μπαρό, των Λαμαρτίνων, των Γκαρνιέ Παζές, που ορκίζονταν να πραγματοποι­ήσουν όλες της επαγγελίες της Μεγάλης Επανάστασης με κοινοβουλευτικές φλυαρίες. Οι θεωρίες αυτές σημείωσαν καθημερινά αποτυχίες στη διάρκεια ενός ολόκληρου αιώνα, και η σοσιαλδημοκρατία τις έθαψε τόσο βαθειά, που χάθηκε ολότελα η μνήμη τους. Ύστερα απ' όλα αυτά έρχονται σήμερα να τις αναστήσουν και να μας τις παρουσιάσουν για ιδέες ολωσδιόλου καινούργιες, ικανές να μας οδηγήσουν στην πραγματοποίηση των σκοπών της σοσιαλδημοκρα­τίας. Ώστε λοιπόν βάση της διδασκαλίας των οπορτου-νιστών δεν είναι, όπως πολλοί φαντάζονται, η θεωρία της εξέλιξης, αλλά η θεωρία των περιοδικών επαναλήψεων της ιστορίας που η κάθε νέα τους έκδοση είναι πιο ανιαρή και πιο αηδιαστική από την προηγούμενη. Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία εδώ και 15 χρόνια πραγματοποίησε, χωρίς αμφιβολία, μια εξαιρετικά σπουδαία αναθεώρηση της σοσιαλιστικής τακτικής και γι αυτό προσέφερε μια μεγάλη υπηρεσία στο διεθνές προλεταριάτο. Η αναθεώρηση αυτή συνίσταται στην καταστροφή της παλιας πίστης στη βίαιη επανάσταση ως τη μοναδική μέθοδο της ταξικής πάλης, ως το μέσο που θα μπορούσε να εφαρμοστεί ανά πασά στιγμή, για να εγκαθιδρυθεί το σοσιαλιστικό καθεστώς. Σήμερα η επικρατούσα αντίληψη, διατυπωμένη ξανά από τον Καουτσκυ στο συνέδριο του Παρισιού, δέχεται ότι η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη θα πραγματοποιηθεί ύστερα από μία πολύ ή λίγο μακρόχρονη περίοδο κανονικής και καθημερινής κοινωνικής πάλης, στην οποία η προσπάθεια για τον προοδευτικό εκδημοκρατισμό του κράτους και του κοινο­βουλευτισμού, είναι ένα μέσο εξαιρετικά αποτελεσματικό, για την ιδεολογική και, ως ένα μέρος, για την υλική εξύψωση της εργατικής τάξης.
Αυτά η γερμανική σοσιαλδημοκρατία τα απέδειξε στην πραξη. Ωστόσο αυτά καθόλου δε σημαίνουν ότι η βία παραμερίστηκε μια για πάντα, ούτε ότι οι βίαιες επαναστά­σεις αποκηρύχθηκαν ως μέσο πάλης του προλεταριάτου και ότι ο κοινοβουλευτισμός ανακηρύχθηκε μοναδική μέθοδος πάλης των τάξεων. Ίσα-ίσα το αντίθετο, η βία είναι και μένει το ύστατο μέσο της εργατικής τάξης, ο υπέρτατος νόμος της πάλης των τάξεων, άλλοτε λανθάνων, άλλοτε εμφανής. Αν με την κοινοβουλευτική μας δράση και με όλη μας την εργασία «επαναστατούμε» τα μυαλά, αυτό το κάνουμε για να κατέβει όταν χρειαστεί η επανάσταση από τα κεφάλια στις γροθιές.
Δεν είναι η αγάπη προς τη βία ή ο επαναστατικός ρομαντισμός, αλλά σκληρή ιστορική ανάγκη, εκείνο που υποχρεώνει τα σοσιαλιστικά κόμματα να προετοιμάζονται για βίαιες συγκρούσεις αργά ή γρήγορα με την αστική κοινωνία, στην περίπτωση που οι προσπάθειες μας σκοντά­ψουν σε ζωτικά συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων. Το να θεωρούμε τον κοινοβουλευτισμό ως αποκλειστικό μέσο πολιτικής πάλης της εργατικής τάξης, δεν είναι λιγότερο φαντασιοκοπικό και, κατά βάθος, λιγότερο αντιδραστικό, από το να δεχόμαστε τη γενική απεργία ή τα οδοφράγματα, ως αποκλειστικά μέσα πάλης.
Η βίαιη επανάσταση, στις σημερινές περιστάσεις, είναι δίχως άλλο δίκοπο μαχαίρι και δυσκολομεταχείριστο. Πιστεύω ότι το προλεταριάτο δε θα καταφύγει σ' αυτό το μέσο παρά μόνον όταν αυτό θα είναι η μόνη διέξοδος που θα του απομένει, με την απαραίτητη πάντα προϋπόθεση ότι η πολιτική κατάσταση και ο συσχετισμός των δυνάμεων εξασφαλίζουν λιγότερο ή περισσότερο την πιθανότητα της επιτυχίας. Μα η σαφέστατη κατανόηση της ανάγκης να χρησιμοποιηθεί η βία τόσο στα διάφορα επεισόδια της πάλης των τάξεων, όσο και για την τελική κατάκτηση της εξουσίας, είναι εκ των προτέρων απαραίτητη, γιατί ίσα-ίσα η κατανόηση αυτή είναι που δίνει ορμή και αποφασιστικότητα στην ειρηνική και νόμιμη δράση μας.
Αν η σοσιαλδημοκρατία παρασυρόταν από τους οπορτουνιστές και αποφάσιζε να παραιτηθεί εκ των προτέρων και δια παντός από τη χρησιμοποίηση της βίας, αν αποφάσιζε να υποχρεώσει τις εργατικές μάζες να σεβαστούν την αστική νομιμότητα, τότε όλοι οι πολιτικοί της αγώνες, κοινοβουλευτικοί και άλλοι, θα χρεοκοπούσαν αξιοθρήνητα, αργά ή γρήγορα, για να δώσουν τη θέση τους στην αχαλίνωτη κυριαρχία της αντιδραστικής βίας.



* Ύστερα από τη γενική απεργία των βέλγων εργατών του 1902 που απάνθρωπα χτυπήθηκε από τις στρατιωτικές δυνάμεις της καθολι­κής κυβέρνησης και στην αποκορύφωση της λύθηκε από το οπορτουνιστικό Γενικό Συμβούλιο του Βελγικού Εργατικού Κόμματος (Βάντερβελντε), στη Διεθνή ξέσπασε μια μεγάλη ιδεολογική διαμάχη γύρω από την τακτική της σοσιαλδημοκρατίας.