O μαρξισμός δεν είναι δυνατόν να αναχθεί μόνον στη μαρξιστική θεωρία, ακόμα και αν πρόκειται για τη θεωρία του ίδιου του Μαρξ. "Συναντάει" τις μάζες, διαπλέκεται με την ιστορία, συμμετέχει σε κοινωνικές πρακτικές: Είναι λοιπόν ταυτόχρονα και μια ιδεολογία (ίσως και περισσότερες)

Gerard Bensussan

Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Η διανοητική εργασία και η χειρωνακτική εργασία: η γνώση και η εξουσία

Ας αρχίσουμε από τη δημιουργία και τη λειτουργία του αστικού Κράτους στην υλικότητά του ως μηχανισμού. Μηχανισμού ειδικευμένου, κεντρικοποιημένου, καθαρά πολιτικού χαρακτήρα, πού συνίσταται σε μια συναρμογή λειτουργιών ανώνυμων, απρόσωπων και τυπικά διαφορετικών από την οικονομική εξουσία, της οποίας ή συγκρότηση εδράζεται σε μιαν αξιωματοποίηση των νόμων-κανόνων πού κατανέμουν τους τομείς δραστηριότητας και αρμοδιότητας και σε μια νομιμότητα θεμελιωμένη στο σώμα πού είναι ο λαός-έθνος. Στοιχεία πού, όλα τους, είναι ενσωματωμένα στην οργάνωση των μηχανισμών του σύγχρονου Κράτους. Οι μηχανισμοί αυτοί διαφέρουν από εκείνους του φεουδαρχικού Κράτους, πού ήταν θεμελιωμένοι στους προσωπικούς δεσμούς, σε μιαν αντιγραφή από την κάθε εξουσία του πρότυπου της οικονομικής εξουσίας (ο άρχοντας εκπλήρωνε ο ίδιος τον ρόλο του δικαστή, του διοικητή, του αρχηγού του στρατού υπό την ιδιότητα του ως γαιοκτήμονα), σε μιαν ιεραρχία αποτελούμενη από στεγανές εξουσίες (ή αρχοντική πυραμίδα), πού ή νομιμότητα τους απορρέει από την κυριαρχία του σώματος του αρχηγού (βασιλιά-άρχοντα) το όποιο είναι χαραγμένο στο κοινωνικό σώμα. Ιδιοτυπία επομένως του σύγχρονου Κράτους πού ανάγεται ακριβώς σε τούτο τον σχετικό χωρισμό του πολιτικού στοιχείου από το οικονομικό και σε μιαν ολόκληρη αναδιοργάνωση των αντίστοιχων χώρων και πεδίων τους, συνέπεια της ολοκληρωτικής απαλλοτρίωσης του άμεσου εργαζόμενου στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Αυτές οι σχέσεις είναι το έδαφος μιας καταπληκτικής αναδιοργάνωσης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας του οποίου είναι συνυπόστατες, αναδιοργάνωσης πού σημαδεύει τη σχετική υπεραξία και τη διευρυνόμενη αναπαραγωγή του κεφαλαίου στο στάδιο της «μηχανοποίητης παραγωγής» και της «μεγάλης βιομηχανίας». Αυτός ο καθαρά καπιταλιστικός, σ' όλες τις μορφές του, καταμερισμός είναι ή προϋπόθεση της δυνατότητας του σύγχρονου Κράτους, πού εμφανίζεται έτσι σε όλη την ιστορική του πρωτοτυπία: το Κράτος αυτό αποτελεί μια πραγματική τομή σε σχέση με τους προκαπιταλιστικούς τύπους Κράτους (ασιατικό, δουλοκτητικό, φεουδαρχικό), πράγμα πού αδυνατούν να συλλάβουν ακριβώς οι θεωρίες εκείνες πού το θεμελιώνουν στις εμπορικές σχέσεις (πού δεν έπαψαν άλλωστε ποτέ να υπάρχουν).
Αναφέρω εδώ μια μόνη περίπτωση αυτού του καταμερισμού, τη διαίρεση ανάμεσα στη χειρωνακτική και στη διανοητική εργασία. Ή διαίρεση αυτή δεν μπορεί καθόλου να νοείται με εμπειρικό-φυσιοκρατικό τρόπο, σαν ένα σχίσμα ανάμεσα σ’ εκείνους πού εργάζονται με τα χέρια τους και σ' εκείνους πού εργάζονται με το κεφάλι τους: ανάγεται κατευθείαν στις πολιτικο-ιδεολογικές σχέσεις, όπως αυτές υπάρχουν μέσα σε καθορισμένες σχέσεις παραγωγής. Υπάρχει όμως —όπως το κατέδειξε ο Μαρξ— μια ιδιοτυπία αυτής της διαίρεσης στον καπιταλισμό, πού συνδέεται με την ολοκληρωτική απαλλοτρίωση του άμεσου εργαζόμενου από τα μέσα του εργασίας. Αυτό έχει ως συνέπεια:

α) τον χαρακτηριστικό χωρισμό των διανοητικών στοιχείων από την εργασία πού εκτελεί ο άμεσος παραγωγός, εργασία πού σ' αυτό το ξεχώρισμα από τη διανοητική εργασία (τη γνώση) παίρνει έτσι την καπιταλιστική μορφή της χειρωνακτικής εργασίας.
β) τον χωρισμό της επιστήμης από τη χειρωνακτική εργασία, ενώ ή πρώτη, πού βρίσκεται «στην υπηρεσία του κεφαλαίου», τείνει να γίνει άμεση παραγωγική δύναμη.
γ) τις ιδιαίτερες σχέσεις ανάμεσα στην επιστήμη-γνώση και στις ιδεολογικές σχέσεις, και μάλιστα στην κυρίαρχη ιδεολογία, όχι με την έννοια μιας γνώσης πιο «ιδεολογικοποιημένης» από άλλοτε, ούτε απλώς με την έννοια μιας πολιτικο-ιδεολογικής χρησιμοποίησης της γνώσης από την εξουσία (αυτό δεν έπαψε ποτέ να γίνεται), αλλά με την έννοια μιας ιδεολογικής θεμιτοποίησης της εξουσίας, θεμιτοποίησης θεμελιωμένης στον τρόπο χρησιμοποίησης της επιστημονικής τεχνικής, δηλαδή της θεμιτοποίησης μιας εξουσίας ως απόρροιας μιας ορθολογικής επιστημονικής πρακτικής
δ) τις κατεστημένες πια οργανικές σχέσεις ανάμεσα στη διανοητική εργασία, πού έχει αποκοπεί έτσι από τη χειρωνακτική εργασία, και στις πολιτικές σχέσεις κυριαρχίας, κοντολογίς ανάμεσα στην καπιταλιστική γνώση και στην καπιταλιστική εξουσία. Αυτό και απόδειξε ο Μαρξ σχετικά με τον εργοστασιακό δεσποτισμό και τον ρόλο της επιστήμης στην καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία, αναλύοντας τις οργανικές πια σχέσεις μεταξύ γνώσης και εξουσίας, μεταξύ διανοητικής εργασίας (γνώση-ε πιστή μη επενδυμένη στην ιδεολογία) και πολιτικών σχέσεων κυριαρχίας, όπως αυτές υπάρχουν κι αναπαράγονται ήδη στη διαδικασία απόσπασης της υπεραξίας.
Αν και αυτός ο κατεξοχήν χαρακτηριστικός καπιταλιστικός χωρισμός μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας είναι μόνο μια πλευρά ενός γενικότερου κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, στην περίπτωση του Κράτους είναι αποφασιστικός. Μια από τις θεμελιακές ιδέες των κλασικών του μαρξισμού είναι ότι ή σπουδαιότερη ασφαλώς πλευρά του κοινωνικού καταμερισμοί} της εργασίας σχετικά με την εμφάνιση του Κράτους ως «ειδικού» μηχανισμού, συνίσταται στη διαίρεση χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας. Το Κράτος υλοποιεί στο σύνολο των μηχανισμών του, δηλαδή όχι μόνο στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του αλλά και στους κατασταλτικούς και οικονομικούς, τη διανοητική εργασία ως χωρισμένη από τη χειρωνακτική: πράγμα πού γίνεται φανερό αν εγκαταλειφθεί ή φυσιοκρατική - θετικιστική διάκριση χειρωνακτική εργασία/ διανοητική εργασία. Και ακριβώς μέσα στο καπιταλιστικό Κράτος ή οργανική σχέση ανάμεσα στη διανοητική εργασία και στην πολιτική κυριαρχία, ανάμεσα στη γνώση και στην εξουσία, πραγματώνεται με τον τελειότερο τρόπο. Το Κράτος αυτό, χωρισμένο από τις σχέσεις παραγωγής, τοποθετείται ακριβώς στο πλευρό της διανοητικής εργασίας, πού με τη σειρά της αποσχίζεται από τη χειρωνακτική εργασία: είναι ή απόληξη και το προϊόν αυτής της διαίρεσης, αν και έχει ένα δικό της ρόλο στη δημιουργία της και στην αναπαραγωγή της.
Αυτό εκδηλώνεται με την ίδια την υλικότητα του Κράτους. Πριν απ’ όλα με την ειδίκευση-χωρισμό των κρατικών μηχανισμών σε σχέση με την παραγωγική διαδικασία: οι μηχανισμοί χωρίζονται απ’ αυτήν τη διαδικασία κυρίως με την παγίωση της διανοητικής εργασίας. Κάτω από την καπιταλιστική μορφή τους, οι μηχανισμοί αυτοί —στρατός, δικαιοσύνη, διοίκηση, αστυνομία κτλ., για να μην αναφέρουμε τους ιδεολογικούς μηχανισμούς— συνεπάγονται την εφαρμογή και τον έλεγχο μιας γνώσης και ενός λόγου (κατευθείαν επενδυμένων στην κυρίαρχη ιδεολογία ή καθιερωμένων με βάση τις κυρίαρχες ιδεολογικές μορφές) από τους οποίους αποκλείονται οι λαϊκές μάζες. Μηχανισμοί θεμελιωμένοι ως προς τη διάρθρωση τους σ' έναν ειδικό και μόνιμο αποκλεισμό των λαϊκών μαζών πού βρίσκονται από τη μεριά της χειρωνακτικής εργασίας, πού είναι στέρεα δεμένες σ' αυτήν διαμέσου του Κράτους. Ή μόνιμη μονοπώληση της γνώσης από μέρους του Κράτους-επιστήμονα-εκφραστή αποφάνσεων, από μέρους των μηχανισμών του και των οργάνων του, είναι εκείνη πού καθορίζει και τις οργανωτικές και διευθυντικές λειτουργίες του Κράτους, λειτουργίες κεντρικοποιημένες στον ειδικό χωρισμό τους από τις μάζες: μορφή της διανοητικής εργασίας (γνώση-εξουσία) υλοποιημένης σε μηχανισμούς, απέναντι στη χειρωνακτική εργασία πού έχει την τάση να πολώνεται σε λαϊκές μάζες χωρισμένες και αποκλεισμένες απ’ αυτές τις οργανωτικές λειτουργίες. Είναι εξίσου κατάδηλο πώς μια σειρά θεσμών της λεγόμενης έμμεσης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (πολιτικά κόμματα, κοινοβούλιο κτλ.), κοντολογίς της σχέσης Κράτους-μαζών, εξαρτώνται από το ίδιο δομικό σύνολο. Πράγμα πού είχε διαισθανθεί ο Γκράμσι, όταν έβλεπε στον γενικό οργανωτικό ρόλο του καπιταλιστικού Κράτους την κατεξοχήν πραγμάτωση μιας διανοητικής εργασίας χωρισμένης χαρακτηριστικά από τη χειρωνακτική εργασία. Έτσι, ο Γκράμσι συμπεριλάμβανε τα όργανα των κρατικών μηχανισμών, μαζί κι εκείνα των κατασταλτικών μηχανισμών (αστυνομικούς, χωροφύλακες, στρατιωτικούς), στους διανοούμενους (οργανικούς και παραδοσιακούς) με την πλατιά έννοια.
Αυτή ή σχέση γνώσης-εξουσίας δεν άφορα μόνο την ιδεολογία και δεν παίρνει τη μορφή της απλής λειτουργίας νομιμοποίησης του Κράτους αν και την εκπληρώνει, ιδιαίτερα στη σφαίρα της επιστήμης πολιτικής σκέψης. Ακόμα και στο στάδιο της μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, και κατόπι στο στάδιο του ελεύθερου συναγωνισμού, πού και τα δύο σημαδεύονται από τη σύσταση του αστικού Κράτους κι από την υπεροχή, μέσα στην αστική ιδεολογία, του νομικο-πολιτικού τομέα, αυτός (ή πολιτική, το Δίκαιο) στήριξε ρητά τη νομιμότητα του —από τον Μακιαβέλλη ως τον Θωμά Μόρο κι ως τις κατοπινές θεωρητικοποιήσεις— στον τρόπο της επιστημονικής τεχνικής και στο πρότυπο των αποδεικτικών επιστημών, ως κάτοχος μιας γνώσης πού την αντιπαραθέτει σ' εκείνο πού χαρακτηρίζει ως ουτοπία. Το πράγμα άλλωστε προχωράει και πέρα από την επίσημη θεωρία κι απλώνεται στις πρωταρχικές εκείνες μορφές ιδεολογίας τις όποιες εκκρίνει το Κράτος και πού εξασφαλίζουν τις εσωτερικές σχέσεις του μηχανισμού (εσωτερική αυτονομιμοποίηση) και τη νομιμοποίηση των ενεργειών της προς το εξωτερικό: νομιμοποίηση των δραστηριοτήτων του Κράτους και των οργάνων του ως φορέων μιας ιδιαίτερης γνώσης, μιας ενδογενούς ορθολογικότητας. Όλα τούτα κατοχυρώνονται άλλωστε με τις ιδιαίτερες μορφές της σχέσης ιδεολογίας-γνώσης-επιστήμης, την οποία συνεπάγεται ή μετατροπή της νομικο-πολιτικής ιδεολογίας σε τεχνοκρατική ιδεολογία.
Τονίζω όμως ότι η σχέση αυτή γνώσης-εξουσίας δεν άφορα μόνο την ιδεολογική νομιμοποίηση: ο καπιταλιστικός χωρισμός της διανοητικής εργασίας από τη χειρωνακτική εργασία άφορα και την ίδια την επιστήμη και τη συμπεριλαμβάνει. Η οικειοποίηση της επιστήμης από το κεφάλαιο γίνεται ασφαλώς μέσα στο εργοστάσιο, αλλά και από το Κράτος. Το Κράτος παρουσιάζει τούτη την ιδιομορφία, ότι τείνει να ενσωματώσει την ίδια την επιστήμη, οργανώνοντας τον θεωρητικό της λόγο, κάτι πού είναι σήμερα ολοφάνερο. Δεν πρόκειται για μιαν απλή εργαλειοποίηση της επιστήμης και για τη μεταχείρισή της στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Το καπιταλιστικό Κράτος στρατεύει την παραγωγή της επιστήμης, πού γίνεται έτσι μια κρατική επιστήμη ενταγμένη, ως προς την εσώτερη υφή της, στους μηχανισμούς της εξουσίας πράγμα πού, όπως ξέρουμε, δεν ισχύει μόνο για τις λεγόμενες «επιστήμες του ανθρώπου». Γενικότερα, το Κράτος δικτυώνει τη διανοητική εργασία με ολόκληρη σειρά από κυκλώματα και δίκτυα χάρη στα όποια υποκατέστησε την Εκκλησία, υποτάσσει και προσοικειώνεται το σώμα των διανοουμένων-επιστημόνων, ενώ αυτό δεν υπήρχε στους μεσαιωνικούς χρόνους παρά με συχνομετάβλητο τρόπο. Οι διανοούμενοι, ως ειδικευμένο και επαγγελματοποιημένο σώμα, συγκροτήθηκαν σε δημόσιους υπάλληλους-μισθοφόρους από το σύγχρονο Κράτος. Οι διανοούμενοι αυτοί, φορείς της γνώσης-επιστήμης, έγιναν (πανεπιστήμια, ινστιτούτα, ακαδημίες, διάφοροι επιστημονικοί σύλλογοι) κρατικοί λειτουργοί χάρη στο ίδιο δομικό σύστημα πού έκαμε τους λειτουργούς αυτού του Κράτους διανοούμενους.
"Αν ή σχέση γνώσης-εξουσίας δεν υπάγεται μόνο στο έργο της νομιμοποίησης, αυτό οφείλεται —το υπενθυμίζω— και στο ότι ο λόγος του Κράτους εκφράζει ο ίδιος αυτή τη σχέση, λόγος πού είναι εδώ εντελώς ιδιότυπος. Δεν πρόκειται, όπως στα προκαπιταλιστικά Κράτη, για ένα λόγο Αποκάλυψης, βασισμένο στην ομιλία (πραγματική ή υποτιθέμενη) του Ηγεμόνα, πού επαναλαμβάνει την ένταξη του ανώτατου σώματος στο κοινωνικό σώμα. Λόγος μυθικός στην κυριολεξία πού τείνει απροσδιόριστα να καλύψει με την αφήγηση την απόσταση ανάμεσα στην απαρχή της ανώτατης εξουσίας και τις καταβολές του κόσμου. Το καπιταλιστικό Κράτος δεν θεμελιώνει τη νομιμότητα του στην καταγωγή του: προϋποθέτει μια σειρά διαδοχικά θεμέλια στη διαρκώς ανανεωνόμενη κυριαρχία του λαού-έθνους. Το Κράτος αυτό εκδηλώνει επίσης έναν ιδιαίτερο οργανωτικό ρόλο απέναντι στις κυρίαρχες τάξεις και έναν ρυθμιστικό ρόλο απέναντι στο σύνολο του κοινωνικού σχηματισμού: ο λόγος του είναι ένας λόγος της δράσης. Ένας λόγος της στρατηγικής και της τακτικής, ενταγμένος βέβαια στην κυρίαρχη ιδεολογία, αλλά τρεφόμενος επίσης και από μιαν επιστήμη-γνώση οικειοποιημένη από το Κράτος (οι οικονομικές, πολιτικές, ιστορικές γνώσεις).
Ο λόγος αυτός, αν και πραγματώνει θαυμάσια τη ζεύξη γνώσης και εξουσίας, δεν έχει δική του ενδογενή ενότητα. Είναι ένας λόγος τμηματικός και τεμαχισμένος, ανάλογα με τα στρατηγικά σχέδια της εξουσίας και με τις διάφορες τάξεις στις όποιες απευθύνεται. Είχα την ευκαιρία να επισημάνω ότι ακόμα και μια κατεξοχήν «ολοκληρωτική γλώσσα», όπως είναι ο φασιστικός λόγος, παρουσιάζει μια σειρά μετατοπίσεις, στρεβλώσεις του νοήματος ταυτόσημων εκφράσεων (λογουχάρη του ορού συντεχνιασμός), ανάλογα με τη διαφορότητα των στόχων ή των στοχευόμενων τάξεων. Ο λόγος αυτός πρέπει πάντα να κατανοείται και ν' ακούεται, έστω κι αν όχι μονοσήμαντα απ’ όλους: δεν αρκεί ν' απαγγέλλεται με τρόπο σαγηνευτικό. Πράγμα πού προϋποθέτει μιαν υπερκωδίκευση του Κράτους, μέσα από τους διάφορους κώδικες του λόγου, πλαίσιο αναφοράς της ομοιογενοποίησης των τμημάτων του λόγου και των μηχανισμών πού τα εκφράζουν, έδαφος της διαφορικής λειτουργίας τους. Αυτή ή υπερκωδίκευση μπάζεται στα κεφάλια όλων των υπηκόων υστέρα από υπολογισμένη διύλιση. Την ενοποίηση της γλώσσας, το καπιταλιστικό Κράτος την επιβάλλει προάγοντας την εθνική γλώσσα και συντρίβοντας τις άλλες. Η εθνική γλώσσα είναι βέβαια αναγκαία για τη δημιουργία μιας εθνικής οικονομίας και μιας εθνικής αγοράς, αλλά, ακόμα περισσότερο, για τον πολιτικό ρόλο του Κράτους. Αποστολή επομένως του εθνικού Κράτους είναι να οργανώσει τις μεθόδους του λόγου πού πλάθουν την υλικότητα του λαού-έθνους και να δημιουργήσει τη γλώσσα, δημιουργία πού είναι βέβαια της δικαιοδοσίας των ιδεολογικών οργάνων, αλλά πού δεν περιορίζεται καθόλου σε ένα ιδεολογικό εγχείρημα.
Η σχέση αυτή γνώσης-εξουσίας, θεμελιωμένη στη διανοητική εργασία πού το Κράτος την παγιώνει χωρίζοντας την από τη χειρωνακτική εργασία, στεγάζεται μέσα στην οργανωτική διάρθρωση του Κράτους. Το Κράτος ανασχεδιάζει και αναπαράγει μέσα στο ίδιο το σώμα του τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας: είναι έτσι το ανατύπωμα των σχέσεων μεταξύ εξουσίας και γνώσης, όπως αυτές αναπαράγονται μέσα στην ίδια τη διανοητική εργασία. Από τις ιεραρχικές, κεντρικοποιημένες καί πειθαρχημένες σχέσεις ως τις σχέσεις των κλιμακίων και κόμβων απόφασης/εκτέλεσης, από τις βαθμίδες εκπροσώπησης της αρχής ως τις μορφές κατανομής-απόκρυψης της γνώσης ανάλογα με τις βαθμίδες αυτές (γραφειοκρατικό μυστικό) και ως τις μορφές κατάρτισης και στρατολόγησης των οργάνων του Κράτους (σχολική κατάρτιση και στρατολόγηση με διαγωνισμό), ή διάρθρωση του καπιταλιστικού Κράτους ενσαρκώνει, στις πιο μικρές της λεπτομέρειες, την εισαγμένη κι εσωτερικευμένη, μέσα στην ίδια τη διανοητική εργασία, αναπαραγωγή της καπιταλιστικής διαίρεσης διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας. Στις πιο μικρές της λεπτομέρειες και με όλη την υλική τελετουργικότητα του Κράτους, λογουχάρη —και εφόσον πρόκειται για μια λεπτομέρεια— στην περίπτωση της γραφής.
Καμιά αμφιβολία ότι πάντοτε υπήρχε στενή σχέση ανάμεσα στο Κράτος και τη γραφή, αφού κάθε Κράτος αποτελούσε μιαν ορισμένη μορφή διαίρεσης διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας. Ό ρόλος όμως της γραφής είναι εντελώς ιδιόμορφος στο καπιταλιστικό Κράτος, της γραφής πού, περισσότερο ακόμα κι από τον λόγο-ομιλία, αντιπροσωπεύει εδώ τη συνάρθρωση και την καταμέριση της γνώσης-εξουσίας μέσα στους κόλπους του. Από τη γραπτή εντύπωση, από το σημείωμα, ως τις αναφορές πού μπήκαν στο αρχείο, τίποτε δεν υπάρχει, από ορισμένες απόψεις, για τούτο το Κράτος, πού να μην είναι γραμμένο, και καθετί πού γίνεται μέσα σ' αυτό αφήνει πάντα κάπου ένα γραπτό ίχνος. Ωστόσο, ή γραφή είναι εδώ εντελώς διαφορετική απ’ ο,τι στα προκαπιταλιστικά Κράτη: δεν είναι πια μια γραφή αναμεταγραφής, σκέτο ανατύπωνα της ομιλίας (πραγματικής ή υποτιθέμενης) του άρχοντα, γραφή αποκάλυψης και μνημόνευσης, γραφή μνημειακή. Πρόκειται για μια γραφή ανώνυμη, πού δεν επαναλαμβάνει ένα λόγο, αλλά πού γίνεται γραμμή μιας διαδρομής πού ορίζει τους γραφειοκρατικούς τόπους και μηχανισμούς, αυλακώνει και εικονίζει τον κεντρικοποιημένο-ιεραρχικό χώρο αυτού του Κράτους. Γραφή πού ταυτόχρονα χωροποιεί και δημιουργεί γραμμικά και αντιστρεπτά διαστήματα μέσα σε τούτη τη συνεχή και τμηματοποιημένη αλυσίδα πού είναι ή γραφειοκρατικοποίηση. Χαρτοβασίλειο της σύγχρονης κρατικής οργάνωσης πού δεν είναι απλή γραφική λεπτομέρεια αλλά ένα υλικό γνώρισμα απαραίτητο για την ύπαρξη και λειτουργία της, εσωτερική συγκολλητική ύλη αυτών των διανοουμένων-λειτουργών, πού ενσαρκώνουν τη σχέση αυτού του Κράτους με τη διανοητική εργασία. Το Κράτος αυτό δεν μονοπωλεί, δεν κρατάει για τον εαυτό του τη γραφή, όπως συμβαίνει με τα προκαπιταλιστικά Κράτη και την Εκκλησία: τη διαδίδει (σχολεία) για πολύ συγκεκριμένες ανάγκες κατάρτισης της εργασιακής δύναμης. Κάνοντας το όμως αυτό, τη διχοτομεί, διότι ο λόγος-ομιλία του Κράτους πρέπει ν' ακουστεί και να κατανοηθεί. Θα έλεγε κανείς πώς μέσα σε τούτο το Κράτος πού μιλάει ανοιχτά και πού έχει ενιαία εθνική γλώσσα, το μυστικό απέναντι στις μάζες και ή παγίωση της γνώσης και της εξουσίας έχουν περάσει τέλεια στην κρατική γραφή, της οποίας ο ερμητισμός απέναντι στις αποκλεισμένες από τούτη τη γραφή μάζες είναι πασίγνωστος. Είναι αυτό ακριβώς το Κράτος πού έχει συστηματοποιήσει, αν όχι ανακαλύψει, τη γραμματική και την ορθογραφία, αναδείχνοντας τες σε δίκτυα εξουσίας.
Τέλος, αυτή ή σχέση εξουσίας-γνώσης εκφράζεται με ιδιαίτερες τεχνικές άσκησης της εξουσίας, με συγκεκριμένα όργανα —ενταγμένα στο αλύσωμα του Κράτους— για τη μόνιμη απομάκρυνση των λαϊκών μαζών από τα κέντρα αποφάσεων: με μια σειρά τελετουργιών, μορφών λόγου, δομικών τρόπων θεματοποίησης, διατύπωσης και πραγμάτευσης των προβλημάτων από τους κρατικούς μηχανισμούς, έτσι πού (μονοπώληση της γνώσης) οι λαϊκές μάζες (χειρωνακτική εργασία από τούτη την άποψη) να είναι ουσιαστικά αποκομμένες απ’ αυτά.
Βέβαια, δεν μπαίνει ζήτημα ν' αναγάγουμε τη σχέση Κράτους-σχέσεων παραγωγής στη διαίρεση διανοητικής εργασίας/ χειρωνακτικής εργασίας. Σκοπός μου ήταν απλώς να δείξω συγκεκριμένα την κατεύθυνση της ερευνάς πού μας κάνει να εγκαταλείψουμε τη σφαίρα των εμπορικών σχέσεων ως θεμέλιου του καπιταλιστικού Κράτους (στην περίπτωση αυτή, από τη γραφειοκρατία σαν αναγκαία συγκεντρωτική αρχή απέναντι στην ελευθερο-ανταγωνιστική αναρχία της κοινωνίας των ιδιωτών). Προσθέτω ότι, και σε τούτη την περίπτωση, το Κράτος δεν είναι το απλό αποτέλεσμα της διαίρεσης διανοητικής/χειρωνακτικής εργασίας, διαίρεσης θεμελιωμένης στις σχέσεις παραγωγής. Το Κράτος συντείνει και στην αναπαραγωγή αυτής της διαίρεσης μέσα στην ίδια την παραγωγική διαδικασία και, πιο πέρα, στο σύνολο της κοινωνίας, τόσο με ειδικούς μηχανισμούς πού επεμβαίνουν στην κατάρτιση-ειδίκευση της εργασιακής δύναμης (σχολείο, οικογένεια, διάφορα δίκτυα επαγγελματικής μόρφωσης) όσο και με το σύνολο των μηχανισμών του (αστικά και μικροαστικά κόμματα, κοινοβουλευτικό σύστημα, πολιτιστικοί μηχανισμοί, Τύπος, μαζικά μέσα ενημέρωσης). Είναι ήδη παρόν στην οργάνωση αυτού του χωρισμού μέσα στις σχέσεις παραγωγής: ή διαίρεση διανοητικής/χειρωνακτικής εργασίας, πού είναι ενσαρκωμένη στον εργοστασιακό δεσποτισμό, συνδέεται με τις πολιτικές σχέσεις κυριαρχίας/υποταγής όπως αυτές υπάρχουν μέσα στις σχέσεις εκμετάλλευσης και, συνακόλουθα, με την παρουσία του Κράτους μέσα στις τελευταίες.
Βλέπουμε επίσης τώρα ότι ή σχέση αυτή γνώσης-εξουσίας άφορα εξίσου, από ορισμένες καπιταλιστικές πλευρές της, το Κράτος στις χώρες του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, παρά τις μεταβολές πού έχουν υποστεί εκεί οι εμπορικές σχέσεις. Η διαίρεση διανοητικής/χειρωνακτικής εργασίας, θεμελιωμένη πάνω στις «καπιταλιστικές πλευρές» των σχέσεων τους παραγωγής πέρα ακόμα κι από μια κρατικοποίηση (πού πρέπει να την ξεχωρίζουμε από μια πραγματική κοινωνικοποίηση) της οικονομίας, αναπαράγεται εκεί με νέα μορφή. Αυτό όμως το επισημαίνω ενδεικτικά μόνο, διότι το όλο πράγμα παίρνει μορφές Ιδιαίτερες και πολύ διαφορετικές απ’ ό,τι στις δικές μας κοινωνίες, για πολλούς λόγους, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι ιδιομορφίες των κοινωνικών τάξεων και του ταξικού αγώνα μέσα σ' αυτές τις χώρες.
Αυτή ή συσχέτιση του Κράτους με τη διαίρεση διανοητικής/χειρωνακτικής εργασίας, όπως εμπεριέχεται στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, δεν είναι επομένως παρά ένα πρώτο βήμα προς τη συσχέτιση του Κράτους με τις τάξεις και την πάλη των τάξεων στον καπιταλισμό. Τούτο το Κράτος, πού αντιπροσωπεύει την εξουσία της αστικής τάξης, συνδέεται με τις ιδιομορφίες της συγκρότησης αυτής της τάξης σε κυρίαρχη τάξη. Η αστική τάξη, θεμελιωμένη πάνω σ' ένα έδαφος πού απαιτεί τη χαρακτηριστική για τις λειτουργίες της διανοητικής εργασίας, εξειδίκευση, είναι η πρώτη τάξη στην ιστορία που για ν' αναδειχτεί σε κυρίαρχη τάξη, έχει ανάγκη από ένα σώμα οργανικών διανοουμένων. Αυτοί, τυπικά διαφορετικοί από την ίδια αλλά επιστρατευμένοι από το Κράτος, δεν έχουν έναν απλώς εργαλειακό ρόλο (όπως είχαν οι παπάδες για τη φεουδαρχία), αλλά ένα ρόλο οργάνωσης της ηγεμονίας της. Δεν είναι τυχαίο ότι ή αρχική μορφή της αστικής επανάστασης ήταν, πρωτίστως, ή μορφή μιας ιδεολογικής επανάστασης: ας θυμηθούμε τον ρόλο της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού και τον ρόλο του ιδεολογικο-πολιτισμικού μηχανισμού των εκδόσεων και του Τύπου στην οργάνωση της αστικής τάξης.
Κάτι περισσότερο: αν το κάθε καπιταλιστικό Κράτος παρουσιάζει την ίδια υλική διάρθρωση, αυτή μοναδικοποιείται ανάλογα με τις ιδιομορφίες της πάλης των τάξεων, της οργάνωσης της αστικής τάξης και του σώματος των διανοουμένων μέσα στο κάθε συγκεκριμένο καπιταλιστικό Κράτος. Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστική περίπτωση από εκείνη της Γαλλίας: ή γαλλική αστική τάξη, μέσα στην τροχιά του απολυταρχικού Κράτους και μέσα από τις μορφές πού πήρε ή Επανάσταση του 1789, πέτυχε έξοχα την ηγεμονική της οργάνωση και τη δημιουργία, υπό την αιγίδα της, της εθνικής ενότητας, συνάπτοντας στενούς δεσμούς με το σώμα των εγκρίτων διανοουμένων. Εξασφάλισε τις μόνιμες υπηρεσίες τους ενσωματώνοντας τους στενά στα θεσμικά δίκτυα του γιακωβίνικου Κράτους και ξέροντας να πληρώνει, ποικιλότροπα, το αντίτιμο των υπηρεσιών τους, πράγμα πού σημάδεψε όχι μόνο τους πολιτιστικούς θεσμούς και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς αυτού του Κράτους, αλλά και τις αξιοσημείωτες ιδιομορφίες της γαλλικής διανόησης. Η διανόηση αυτή, αφοσιωμένη στους θεσμούς του δημοκρατικού Κράτους πού είναι τα δίκτυα της μεταβιβασμένης από την αστική τάξη εξουσίας της, υπήρξε και εξακολουθεί να είναι ταυτόχρονα μια διανόηση ανυπότακτη στη φασιστική ιδεολογία και στις φασιστικές κρατικές μορφές, και μια διανόηση μαζικά αποκομμένη από τους λαϊκούς αγώνες, όταν αυτοί προσλαμβάνουν ριζοσπαστικές μορφές απειλώντας να αμφισβητήσουν τη δική της εξουσία. Αμφιρρέπει διαρκώς ανάμεσα στον ριζοσπαστικό-δημοκρατικό αντιφασισμό και στο σύνδρομο των Βερσαλλιέζων. Πουθενά άλλου δεν βρίσκει κανείς ενσαρκωμένα σε τέτοιο σημείο μέσα στους μηχανισμούς του Κράτους, τα φαντάσματα της διανόησης: πότε είναι σύμβουλος των ηγεμόνων και πότε, ή ταυτόχρονα, επηρεάζει τις μάζες εκ των άνω, πάνω από τις δικές τους οργανώσεις και διαμέσου των κρατικών μηχανισμών (Τύπος, πολιτιστικά ιδρύματα, μαζικά μέσα ενημέρωσης), κοντολογίς ο πειρασμός του ελιτίστικου λαϊκισμού. Σε τούτη τη δίψα για διανοητική εξουσία πού συντηρείται από την ορισμένη θέση της διανόησης μέσα στο γαλλικό Κράτος, αποκρίνεται, θα τολμούσε κανείς να πει δικαιολογημένα, ο γνωστός αντι-διανοητισμός του γαλλικού εργατικού κινήματος και των οργανώσεων του, πού κι αυτός με τη σειρά του, σημαδεύει με τη σφραγίδα του τούτο το Κράτος και τη χαρακτηριστική δυσπιστία των λαϊκών μαζών προς τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του.

Από το βιβλίο του Νίκου Πουλαντζά "το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός", εκδόσεις Θεμέλειο, 1978.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου