O μαρξισμός δεν είναι δυνατόν να αναχθεί μόνον στη μαρξιστική θεωρία, ακόμα και αν πρόκειται για τη θεωρία του ίδιου του Μαρξ. "Συναντάει" τις μάζες, διαπλέκεται με την ιστορία, συμμετέχει σε κοινωνικές πρακτικές: Είναι λοιπόν ταυτόχρονα και μια ιδεολογία (ίσως και περισσότερες)

Gerard Bensussan

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

H εμπειρία του Λαϊκού Μετώπου

5. H εμπειρία του Λαϊκού Μετώπου (1936)33

«Χρειάζεται να γνωρίζεις πώς να τερματίσεις μια απεργία»
(Μορίς Τορέζ, γραμματέας του Κ.Κ. Γαλλίας, 1936).
«Το Λαϊκό Μέτωπο δεν είναι η επανάσταση», Κ.Κ. Γαλλίας, 1936.

Η εμπειρία των Λαϊκών Μετώπων είναι κομβικής σημασίας στην εξέλιξη της στάσης της Αριστεράς ως προς το ζήτημα της διακυβέρνησης. Θα σημαδέψει και την μεταπολεμική πορεία της Αριστεράς. 

 
  • Όσον αφορά τη σοσιαλιστική Αριστερά, θα γίνει για πρώτη φορά κατά κυριολεξία κυβερνητική δύναμη. Σε αντίθεση με το βραχύβιο αλλά και ασθενές βαϊμαριανό πείραμα του 1928-1930 (συγκυβέρνηση με το καθολικό «Κέντρο»), εδώ η σοσιαλιστική Αριστερά θα τείνει να έχει ηγεμονικό χαρακτήρα και θα ασκήσει μια «επιθετική» και όχι μια απλώς αμυντική πολιτική, καθώς διαφαίνεται για πρώτη φορά η δυνατότητα ενός αναδιανεμητικού κοινωνικού συμβολαίου (ασταθούς, που θα ανατραπεί στη συνέχεια στη Γαλλία από την αστική τάξη). Παρ’ όλα αυτά, μια βασική διαφορά με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μετά τον Β΄ ΠΠ έγκειται στο ότι οι Γάλλοι Σοσιαλιστές στα 1936 εξακολουθούν με ρεφορμιστικό τρόπο να αναφέρονται στον ειρηνικό δρόμο προς το σοσιαλισμό και όχι στην «κοινωνική» διαχείριση του καπιταλισμού. Παραμένουν λοιπόν Αριστερά με τη στενότερη έννοια.  
  • Όσον αφορά την κομμουνιστική Αριστερά, θα είναι η πρώτη προσέγγισή της στην (αστική ακόμη) κυβερνητική εξουσία, όπου θα αποδέχεται να αναλάβει κυβερνητικά καθήκοντα χωρίς να τίθεται άμεσα ζήτημα σοβιετικής εξουσίας. Μέσω του Λαϊκού Μετώπου το Κ.Κ. Γαλλίας (και εν μέρει και τα άλλα ευρωπαϊκά Κ.Κ.) συμφιλιώνεται με την ιδέα της διακυβέρνησης.  
Η αρχική σύλληψη του Λαϊκού Μετώπου από την Κομμουνιστική Διεθνή υπακούει σε δυο αλληλοσυνδεόμενες προτεραιότητες.
Η μια είναι γεωπολιτικού- στρατηγικού χαρακτήρα και σχετίζεται με την αίσθηση περικύκλωσης της Σοβιετικής Ένωσης από το αμυντικό σύμφωνο Πολωνίας και ναζιστικής Γερμανίας το 1934 και τον φόβο επιθετικού πολέμου της Γερμανίας εναντίον της. Ως εκ τούτου, η ΕΣΣΔ στρέφεται στις δυτικές δημοκρατίες προς υποστήριξη και υπογράφει το αμυντικό σύμφωνο Λαβάλ - Στάλιν του Μαΐου 1935. Κατά τον Κλαουντίν, αυτή η γεωπολιτική προτεραιότητα είναι και η κύρια πηγή στροφής της Κομμουνιστικής Διεθνούς και εγκατάλειψης της γραμμής του «σοσιαλφασισμού».
Η γεωπολιτική προτεραιότητα έχει και μια ακόμη σοβαρότατη διάσταση για τη στρατηγική της κομμουνιστικής Αριστεράς έναντι του αστικού κράτους. Τροποποιεί τη θέση της στο ζήτημα της «εθνικής άμυνας»: ενώ η κομμουνιστική Αριστερά ξεπήδησε εν πολλοίς ως ρεύμα αντίστασης στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο του 1914 και κατά της «εθνικοποιημένης» Β΄ Διεθνούς, μέσω του Λαϊκού Μετώπου (ΛΜ) επανανακαλύπτει το «αμυνόμενο έθνος». Δηλώνεται δηλαδή για πρώτη φορά ότι αν το γαλλικό κράτος σε συμμαχία με την ΕΣΣΔ πολεμήσει κατά της ναζιστικής Γερμανίας, θα πρόκειται για «δίκαιο πόλεμο», ακόμη και αν εδώ διαπλέκονται τα συμφέροντα του γαλλικού ιμπεριαλισμού. (Κλαουντίν όπ.π. σ. 179: Στο ερώτημα αυτό, ο Τολιάτι έδωσε το 1935 καταφατική απάντηση στους Γάλλους και Ολλανδούς κομμουνιστές). Έτσι, άνοιξε ο δρόμος που θα οδηγούσε τα Κ.Κ. στη γραμμή ότι ο Β΄ ΠΠ θα ήταν μονοσήμαντα αντιφασιστικός και δεν θα είχε χαρακτήρα ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού – γραμμή κρίσιμη για τις εξελίξεις στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης που απελευθερώνονταν από τη γερμανική κατοχή στα 1944 - 1945 (όπως π.χ. στην Ελλάδα). Ομοίως, σχεδόν εγκαταλείπεται το αντιαποικιακό μέτωπο στις δυτικές ιμπεριαλιστικές δημοκρατίες. Βαρύτητα δίνεται στον αντιφασιστικό ρόλο των δυο εναπομεινάντων ισχυρών Κ.Κ., του γαλλικού και του τσεχοσλοβάκικου (κανείς το 1935 δεν προβλέπει τις εξελίξεις στην Ισπανία, έναν χρόνο μετά).
Η δεύτερη προτεραιότητα αντιστοιχεί στη δυσμενή θέση της Κ.Δ. μετά τη γερμανική ήττα του 1933. Ενώ ο Τρότσκυ έχει ήδη από το 1933 προειδοποιήσει για την ανάγκη σύμπτυξης Ενιαίου Μετώπου κατά του φασισμού στη Γερμανία,34 η Κ.Δ. επιμένει ως το 1934 αποκλειστικά στο Ενιαίο Μέτωπο από τα κάτω, κατά της ηγεσίας της «σοσιαλφασιστικής» Σοσιαλδημοκρατίας, την οποία και θεωρεί κύριο αντίπαλο. Η γραμμή αυτή (με την επιρροή και των Π. Τολιάτι και Γκ. Διμιτρόφ) τροποποιείται ριζικά στα τέλη του 1934 και αυτή η στροφή επικυρώνεται στο περίφημο 7ο Συνέδριο της Κ.Δ. τον Αύγουστο του 1935. Εδώ, η νέα γραμμή έχει δυο σκέλη εν όψει της διπλής αναγκαιότητας της αντιφασιστικής άμυνας και της «υπεράσπισης της Ε.Σ.Σ.Δ.»:
1) Ενιαίο Μέτωπο Σοσιαλιστών και Κομμουνιστών, πλέον και από τα «πάνω». Συνεργασία των εργατικών κομμάτων και οργανώσεων για την απόκρουση του φασισμού αλλά και για την ικανοποίηση των αμέσων συμφερόντων των εργατικών στρωμάτων. Σε αυτό το σημείο η Κ.Δ. δεν πρότεινε κάτι καινούριο αλλά επανέφερε τη γραμμή του 1922 σε μια πιο επεξεργασμένη εκδοχή της.
2) Με πυρήνα το Ενιαίο Μέτωπο, συμμαχία και με τα μικροαστικά, μεσαία και αγροτικά στρώματα. Το πρόβλημα, όπως επισημαίνει στα 1970 ο Πουλαντζάς,35 έγκειται στο ότι τα μεσαία στρώματα δεν εκπροσωπούνται αυτοτελώς στην πολιτική σκηνή αλλά αντιπροσωπεύονται από αστικά κόμματα εξουσίας στο πλαίσιο διαφορετικών ηγεμονικών στρατηγικών.
Έτσι, όπως στην περίπτωση των Ριζοσπαστών (Μπριάν και Νταλαντιέ), το γαλλικό Κ.Κ. μπαίνει σε μια κυβέρνηση μαζί με αστικά κόμματα, αν και αυτό δεν προβλέπεται ρητά από την απόφαση της Κ.Δ.
Η εισαγωγή της τακτικής του ΛΜ οδηγεί στη γενίκευση της στρατηγικής των σταδίων. Ενώ, δηλαδή, εξακολουθεί να προτείνεται ως τελικός σκοπός η (βίαιη) σοσιαλιστική επανάσταση και η σοβιετική εξουσία (όπου θα «σπάσει» πια η συμμαχία με τους σοσιαλιστές και τα μεσαία στρώματα), αυτό μετατίθεται στο μακρινό μέλλον και τίθεται ως τακτική προτεραιότητα η «δημοκρατική-αντιφασιστική» φάση, η άμυνα της εργατικής τάξης και η κατά το δυνατόν φιλολαϊκή διαχείριση του κράτους. Το πρόγραμμα της επανάστασης σπάει στα δυο, η πρώτη φάση αποτελεί τακτικό, η δεύτερη στρατηγικό στόχο. Επίσης, προτείνεται από την Κ.Δ. η αποφυγή ρήξεων και επαναστατικών πρακτικών ώστε να μην σπάσει η αντιφασιστική συμμαχία με την Ε.Σ.Σ.ΣΔ. λόγω τρομοκράτησης των αστών. Σε αντιπαράθεση με τον ισχυρισμό ότι δήθεν η γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης» πρωτοεγκαθίσταται μετά τον Στάλιν και το 1956, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για πλευρά της γραμμής των ΛΜ. Χαρακτηριστικά, ο Κνόριν (μέλος της σοβιετικής καθοδήγησης της Κ.Δ.) θα υποστηρίξει στο Έβδομο Συνέδριο ότι «η επανάσταση θα προχωρήσει σε συνθήκες ειρηνικής άμιλλας και συνεργασίας» (Κλαουντίν, όπ.π. σ. 180, με εκτενείς αναφορές στο έργο των σοβιετικών ιστορικών Leibzon – Shirinya, Η στροφή στην πολιτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς).
Η γραμμή του Λαϊκού Μετώπου στηρίζεται σε μια στενή προσέγγιση της βάσης του φασισμού ως κοινωνικοπολιτικού φαινομένου. Ο φασισμός είναι η κυριαρχία του πιο στενού-αντιδραστικού πυρήνα της χρηματιστικής ολιγαρχίας (Ντιμιτρόφ, 1935). Και είναι, προφανώς, ένα καθεστώς σαπίσματος του μονοπωλιακού καπιταλισμού, το έσχατο καταφύγιό του.36 Από αυτήν την ανάλυση προκύπτουν μια σειρά πολιτικά συμπεράσματα:
1) Η μη μονοπωλιακή αστική τάξη και τα μεσαία στρώματα ανήκουν αντικειμενικά στο «αντιφασιστικό στρατόπεδο», άρα, και τα αστικά κόμματα που τις εκφράζουν είναι αντικειμενικά σύμμαχα με το εργατικό κίνημα. Η ανάλυση αυτή παραβλέπει τον πολύ σημαντικό ρόλο τμημάτων των μικροαστικών τάξεων αλλά και της εργατικής αριστοκρατίας ως «τάξεων-στηριγμάτων» του αστισμού κατά τη διαδικασία εκφασισμού (πρβλ. και το συλλογικό έργο Faschismus und Kapitalismus των A. Prosenberg, O. Bauer, A. Thalheimer κ.ά., Φρανκφούρτη 1967).
2) Από τον συνδυασμό παραγωγισμού και καταστροφισμού της Κ.Δ. προκύπτει ότι η αποτελεσματική άμυνα κατά του φασισμού και η ήττα του θα φέρει αυτόματα την καπιταλιστική κατάρρευση, αφού οι αστοί – ακόμη και εκείνοι που κοντοπρόθεσμα είναι αντιφασίστες – θα στερηθούν την «ύστατη λύση» τους και θα αντιμετωπίσουν πια το ισχυρό εργατικό κίνημα στη δεύτερη-σοσιαλιστική φάση. Όσο αδόκιμο είναι να σπάσεις την αντιφασιστική συμμαχία με την προοδευτική αστική τάξη ενώ δεν έχει ακόμη νικηθεί ο φασισμός (γιατί έτσι θα παραταθεί η «φασιστική» αστική κυριαρχία), άλλο τόσο λάθος είναι να εκτιμήσεις ότι ο καπιταλισμός μπορεί να επιβιώσει μετά την ήττα του φασισμού.
3) Προκύπτει ακόμη ότι η όποια συνέχιση της καπιταλιστικής παραγωγής είναι αναγκαία στην ενδιάμεση φάση διότι οξύνει την αντίθεση παραγωγικών δυνάμεων - παραγωγικών σχέσεων και οδηγεί και αυτή στην «κατάρρευση». Η θέση αυτή αποτελεί συνέχεια του καουτσκισμού με την έννοια ότι, α) η τάση κοινωνικοποίησης του μονοπωλιακού καπιταλισμού προετοιμάζει τον σοσιαλισμό, β) η τεχνολογική ανανέωση και η συγκεντροποίηση είναι δυνάμεις που αργά ή γρήγορα προσκρούουν στο μονοπωλιακό καπιταλιστικό πλαίσιο (πρβλ. και την κατοπινότερη σοβιετική θέση περί «Επιστημονικοτεχνικής Επανάστασης»). Έτσι, η θέση αυτή λειτουργεί ως ενδιάμεση ανάμεσα στον καουτσκισμό (όπως ενδεχομένως και κάποιες παρεξηγήσιμες θέσεις του Λένιν περί «σαπίσματος») και στη μεταπολεμική θεωρία του «Κρατικού Μονοπωλιακού Καπιταλισμού».
Η θέση της Κ.Δ. περί αυστηρής διάκρισης της «μετωπικής» από την επαναστατική φάση και περί προτεραιότητας της «υπεράσπισης της ΕΣΣΔ» οδηγεί σε μια πρώτη διατύπωση και μορφοποίηση ενός κομμουνιστικού μεταρρυθμισμού έναντι του αστικού κράτους. Όπως θα υποστηρίξουν αρκετά χρόνια αργότερα οι φορείς της ιταλικής κομμουνιστικής κίνησης «Μανιφέστο» («200 θέσεις για τον Κομμουνισμό», Αθήνα 1976), η μετωπική πρακτική οδηγεί σε μια σταδιακή πρακτική εγκατάλειψη των άμεσα επαναστατικών χαρακτηριστικών των Κ.Κ., και τα εισάγει στην αστική πολιτική σκηνή με έναν τρόπο πιο «εσωτερικό».
Η τάση του κομμουνιστικού μεταρρυθμισμού είναι αυτή που βάζει φρένο στο μεγάλο απεργιακό κίνημα του καλοκαιριού του 1936. Σε μια συγκυρία κοινωνικής πόλωσης, η οποία συγχωνεύει την ωρίμανση της οικονομικής κρίσης του 1929-1932 με άμεσα αρνητικές συνέπειες για την εργατική τάξη (υψηλή ανεργία, λοκάουτ κλπ.) με την άνοδο της Ακροδεξιάς (ενίσχυση φασιστικών οργανώσεων όπως η Solidarite, η Caggule, οι «Σταυροί της Φωτιάς» και το κόμμα του Ντοριό, σοβαρές ταραχές τον Φεβρουάριο 1934 με κύριο ρόλο των φασιστών), οι εργάτες καταλαμβάνουν τα μεγάλα εργοστάσια του Παρισιού και συγκρούονται με τις δυνάμεις της τάξης.37 Ανεξάρτητα από το αν η συγκυρία είχε όντως προεπαναστατικά χαρακτηριστικά ή όχι (ο Κλαουντίν το αμφισβητεί) θα μπορούσαν αν υπάρξουν πολύ σημαντικές κατακτήσεις έναντι της αστικής τάξης. Το Κ.Κ. έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στο σταμάτημα της απεργίας, «μαζεύοντας» τις οργανώσεις του και την C.G.T. και καταγγέλλοντας την Αριστερά του Γ.Σ.Κ. (Μ. Πριβό, Γκερέν κ.ά.) ως «αριστερίστικη» και «τυχοδιωκτική». Λειτούργησε, έτσι., για πρώτη φορά ως «κόμμα της τάξης» μ’ έναν τρόπο που θύμιζε αρκετά τον ρόλο του καουτσκισμού το 1910-1911 στην πρωσική αναταραχή για το εκλογικό δικαίωμα. Το σημαντικότατο ανέβασμα του εργατικού κινήματος το 1936 (το πιο σοβαρό από το 1871) φρεναρίστηκε με αντάλλαγμα αυξήσεις μισθών και κάποιες παραχωρήσεις κοινωνικής προστασίας (συμφωνίες της Γκρενέλ), ενώ θα μπορούσε, αν είχε αριστερή καθοδηγητική γραμμή, να φτάσει αρκετά κοντά στο να θέσει ζητήματα εξουσίας (όπως υποστηρίζει ο Κλαουντίν). Όπως υποστηρίζουν με σαφήνεια οι ηγέτες του γαλλικού Κ.Κ.: «Το Λαϊκό Μέτωπο δεν είναι η επανάσταση» και «Δεν πρόκειται να θίξουμε την αστική ιδιοκτησία».
Το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1930 είναι αντικειμενικά μια περίοδος όξυνσης των αντιθέσεων στη Δυτική Ευρώπη και δημιουργίας εστιών κρίσης εκπροσώπησης αρκετά παραπλήσιων με την επαναστατική περίοδο 1917-1923. Αντιδιαμετρικά προς τον φασισμό εμφανίζονται ξανά όψεις μιας επαναστατικής εργατικής τάσης στο προσκήνιο. Η γραμμή του μετωπισμού, αν και αρχικά εγείρει προσδοκίες, λειτουργεί προς την απορρόφηση της κρίσης εκπροσώπησης. Αν στη Γαλλία αυτό συμβαίνει με την ανάσχεση του εργοστασιακού κινήματος;, στην Ισπανία, όπου το 1936 ξεσπά μια αυθεντική σοσιαλιστική επανάσταση, η συνδυασμένη στρατηγική ΕΣΣΔ-Κ.Δ. και Κ.Κ. Ισπανίας συντελεί άμεσα στην καταστολή της. Η ήττα της ισπανικής επανάστασης το 1937, αλλά και η υποχώρηση του κινήματος στη Γαλλία του 1936 συνδέονται άμεσα με την ήττα των Δημοκρατικών στον ισπανικό Εμφύλιο, την προετοιμάζουν.38
Στο πλαίσιο αυτής της μελέτης δεν είναι δυνατό να καταπιαστούμε με την περιγραφή των πολύμορφων προβλημάτων της ισπανικής επανάστασης. Αρκούμαστε στο να διαπιστώσουμε ότι ενώ το γαλλικό ΛΜ περιόρισε τα όρια της εργατικής κινητοποίησης σε ένα οικονομικό διεκδικητικό πλαίσιο και στη στερέωση του ρόλου του γαλλικού κράτους ως αντιναζιστικής δύναμης (στόχος, στον οποίο τελικώς απέτυχε καθώς μάλλον ώθησε την αστική τάξη προς τη συμφιλίωση με τον φασισμό), το ισπανικό ΛΜ αντιμετώπισε μια καθαρά επαναστατική κρίση, όπου διαφάνηκαν οι απώτερες συνέπειες της μετωπικής στρατηγικής. Στο πλαίσιο αυτής της κρίσης η σαφής διαφοροποίηση των δυο φάσεων (μετωπική/επαναστατική) μετέτρεψε σταδιακά (με την άμεση συνδρομή του Στάλιν) το ΛΜ σε «στρατηγείο της αντεπανάστασης».39
Ανακεφαλαιώνοντας: το προπολεμικό ΛΜ θέτει σε μεγάλο βαθμό τα σπέρματα της μεταπολεμικής στρατηγικής «κοινωνικού συμβιβασμού», αναφορικά και με τις δυο πτέρυγες του εργατικού κινήματος. Επίσης, προετοιμάζει την «αριστερή ενότητα» των αντιστασιακών κινημάτων αλλά και τις συμβιβαστικές τάσεις «εθνικής ενότητας» που αναπτύσσονται μέσα σε αυτά. Στο πλαίσιο, όμως, της προπολεμικής κρίσης εξουσίας, το ΛΜ «κατορθώνει» μόνον να ανασχέσει την τάση προς επαναστατικές λύσεις. Δεν πετυχαίνει ούτε ως προς μια μεταρρυθμιστική στρατηγική ούτε ως προς την ικανοποιητική ανάσχεση του φασισμού/ναζισμού.





Το κείμενο αποτελεί μέρος άρθρου του Δημήτρη Μπελαντή που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Θέσεις, τ. 105 τον Οκτώβριο του 2008, με τίτλο: "ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ ΤΟΥ «ΕΙΡΗΝΙΚΟΥ ΔΡΟΜΟΥ». ΌΨΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΡΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΣΜΟΥ ΣΤΟΝ 20Ο ΑΙΩΝΑ"

Σημειώσεις:
33 Βλ. αναλυτικά Φ. Κλαουντίν, Η κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, τ. Α΄, 1980, σσ. 163-199, ο οποίος παραπέμπει και στα έργα αναφοράς των Georges Lefranc, Histoire de Front Populaire, Paris 1965 και Daniel Guerin, Front populaire, revolution manquee: Temoignage militant, Paris 1963.
 
34 Λ. Τρότσκυ, Ο φασισμός και το εργατικό κίνημα στη Γερμανία, Αθήνα 2008 (επανέκδοση).
 
35 «Γύρω από το πρόβλημα των συμμαχιών», Αγώνας για την Κομμουνιστική Ανανέωση, τ. 7/1979.
 
36 Βλ. και σε Ν. Πουλαντζά, Φασισμός και Δικτατορία, Αθήνα 1975.
 
37 Μια πολύ ωραία περιγραφή σε Ι. Έρενμπουργκ, Η πτώση του Παρισιού, Αθήνα 1979, Δωδώνη.
 
38 Σε Φ. Κλαουντίν όπ.π., σσ. 199 επ., Φ. Μόρροου, Επανάσταση και Αντεπανάσταση στην Ισπανία, Αθήνα 1977, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη.
 
39 L. Trotsky, The Spanish Revolution, Pathfinder, N.Y., 1973. Επίσης βλ. τη γλαφυρή περιγραφή του Χ. Μ. Έντσενσμπέργκερ στο Σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας, Αθήνα 1975, Οδυσσέας.

Τετάρτη 6 Μαρτίου 2013

Ο Ισπανικός Εμφύλιος και τα Λαϊκά Μέτωπα

Η κυβέρνηση του ισπανικού Λαϊκού Μετώπου (ΛΜ) σχηματίστηκε το Φλεβάρη του 1936, όταν το ΛΜ κέρδισε τις γενικές εκλογές. Ενδιαφέρον έχει και το εξής: Ενώ οι εκλογές έγιναν σε συνθήκες πλήρους και σχεδόν στεγανής πόλωσης και πολύ μεγάλης έντασης, ήταν οι πιο ειρηνικές του κόσμου. Το γιατί και το πώς παραμένουν μέχρι σήμερα ερωτηματικό. Μήπως, άραγε, γιατί το σχέδιο πρόβλεπε την επιτυχία του ΛΜ, σαν πρώτη φάση της εφαρμογής του;20
Αλλά πιο σημαντικό είναι αυτό που συνέβη στη συνέχεια.
Ενα από τα πολιτικά φαινόμενα της εποχής που συζητήθηκαν από τότε κιόλας ήταν η στάση του ΛΜ απέναντι στους αντιπάλους του. Και αυτό κυρίως γιατί έρχεται σε πλήρη αντίθεση με αυτό που έκαναν εκείνοι. Σήμερα διαθέτουμε υπεράφθονα στοιχεία που δείχνουν ότι, μετά τη νίκη του ΛΜ, οι δυνάμεις της Δεξιάς:
1) Προσανατολίζονται ανοιχτά και ολοκληρωτικά προς την κατεύθυνση της ένοπλης εξέγερσης, ενώ παραμερίζουν κάθε στοιχείο τους που δε συμφωνεί.
2) Παίρνουν όχι απλώς μεγάλη, αλλά κυριολεκτικά γιγαντιαία, βοήθεια από τον παγκόσμιο ιμπεριαλισμό και όχι μόνο τον αξονικό αλλά ολόκληρο. Πληροφορίες από τότε κιόλας ανέφεραν ότι ένας μόνο Βρετανός δισεκατομμυριούχος έδωσε στην προετοιμασία της ανταρσίας πάνω από 15.000.000 λίρες, ποσό υπεραστρονομικό για την εποχή και που αντιστοιχεί σχεδόν σε μια λίρα κατά κεφαλήν του τότε ισπανικού πληθυσμού.

Η προετοιμασία είναι ολοφάνερη. Και είναι ολοφάνερη όχι μόνο γιατί είναι τέτοιας έκτασης που είναι αδύνατο να κρυφτεί, αλλά και γιατί η ίδια η Δεξιά θέλει να γίνει φανερή.
Δεν εισακούγονται οι κομμουνιστές
Στην Ισπανία, γίνεται, σε πολύ εκρηκτικότερες συνθήκες, ό,τι έγινε και στη Γαλλία: Οι μόνοι που δεν εισακούγονται είναι οι κομμουνιστές. Αυτοί δεν παύουν να καταγγέλλουν τις προετοιμασίες της αντεπανάστασης. Ακόμα και όταν οι προετοιμασίες είναι τόσο φανερές, ώστε οι κομμουνιστές δεν έχουν παρά να αναφέρουν απλώς τι γίνεται γύρω τους (π.χ., αποστολή στη Μαδρίτη, τον Ιούλη του 1936, του Χεσούς Μονσόν από τη Ναβάρα και συνάντηση με τον πρωθυπουργό Σαντιάγο Κασάρες Κιρόγα), οι παραστάσεις τους αποκρούονται και με τρόπο μάλλον σκαιό από την κυβέρνηση. Η τελευταία αρνείται κάθε μέτρο πρόληψης. Ακόμα και οι πιο εκτεθειμένοι αντιδραστικοί δεν ενοχλούνται ή ακόμα και μετατίθενται και σε θέσεις που διευκολύνουν τη δουλιά τους (κλασικό παράδειγμα, η μετάθεση του στρατηγού Εμίλιο Μόλα στη Ναβάρα). Καθώς η κυβέρνηση παίρνει απανωτές αναφορές και από στρατιωτικές και αστυνομικές πηγές για τις προετοιμασίες, δίνει αυστηρές εντολές στους στρατιωτικούς και αστυνομικούς διοικητές: «Οποιος δώσει όπλα στους εργάτες, θα παραπεμφθεί στο στρατοδικείο!».21



Η κυβέρνηση αρνείται να πάρει μέτρα και στον πολιτικό τομέα. Η Ντολόρες Ιμπαρούρι λέει ανοιχτά και σαν αυτόπτης, μάλιστα, μάρτυς ότι πολλοί ηγέτες του ΛΜ κινήθηκαν, αν και χωρίς επιτυχία, για να εμποδίσουν ακόμα και την απελευθέρωση των «30.000», δηλαδή των κρατουμένων από την εξέγερση των Αστουριών του Οκτώβρη του 1934, που αποτελούσαν και το βασικό προεκλογικό σύνθημα του ΛΜ. Το πρόβλημα της γης επίσης δεν αντιμετωπίζεται. Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι ένα τμήμα του στρατού που ακολούθησε τους στασιαστές, το έκανε γι’ αυτό το λόγο.22
Στο τέλος, έγινε, φυσικά, εκείνο που πρόβλεπαν οι κομμουνιστές και ακριβώς όπως το πρόβλεπαν: η φασιστική αντεπαναστατική εξέγερση. Και μόνα τα εμπράγματα περιστατικά δείχνουν ολοκάθαρα ότι η τελευταία έγινε με βάση σχέδια από καιρό καταστρωμένα.23
Και μετά ακόμα το ξέσπασμα της εξέγερσης και ενώ οι κομμουνιστές έχουν πια πλέον ή επαρκώς επαληθευτεί, αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν και πρώτα: Και πάλι δεν εισακούονται. Και αυτή τη φορά δεν εισακούονται -σε ένα πολύ κρίσιμο θέμα – στη δημιουργία τακτικού στρατού.
Οσο και αν αυτό φαίνεται παράξενο ή και τελείως απίστευτο, τόσο οι σοσιαλιστές όσο και οι αναρχικοί αντιδρούν στη δημιουργία τακτικού στρατού. Οι αναρχικοί κατηγορούν τους κομμουνιστές σαν …αντεπαναστάτες επειδή το προτείνουν. Η ανίερη συμμαχία σοσιαλιστών -αναρχικών έχει σαν αποτέλεσμα την πτώση της Μαλάγα (8 Φλεβάρη του 1937), όπου οι φρανκικές δυνάμεις επιτίθενται ακριβώς με τον τρόπο που είχαν προβλέψει και λεπτομερώς «προπεριγράψει» οι κομμουνιστές. Στο Βορρά, κυρίως, δηλαδή στη χώρα των Βάσκων, οι ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες γίνονται ακόμα δυσκολότερες, καθώς οι προσπάθειες των κομμουνιστών για τη δημιουργία τακτικών δυνάμεων συναντούν εκτεταμένο σαμποτάζ. Αποτέλεσμα: Η πτώση του Βορρά στην περίοδο Ιούνη – Οκτώβρη του 1937.24

Εδώ, αξίζει να αναφερθούν δύο αξιόλογες λεπτομέρειες.
- Από τη μια μεριά, οι εξαγριωμένοι από την υπόθεση της Μαλάγα (και από την προηγουμένη υπόθεση του Αλκασάρ, για την οποία θα έπρεπε να είχαν παραπεμφθεί σε έκτακτο στρατοδικείο όλοι οι αναρχικοί της Ισπανίας, συλλήβδην και αθρόως) 25 κομμουνιστές δεν έχουν κανέναν τρόπο να επιβληθούν στους συμμάχους τους. Η ίδια η ηγεσία του ΚΚΙ ζητά από τους κομμουνιστές υπουργούς να μην επιμείνουν στην απειλή της παραίτησής τους.
- Από την άλλη μεριά, στο ΚΚ της χώρας των Βάσκων ξεσπούν διαφωνίες. Η ηγεσία του ΚΚΙ κατηγορεί μερικά τοπικά στελέχη του κόμματος ότι έκαναν παραχωρήσεις, που δεν έπρεπε να κάνουν, στην τοπική κυβέρνηση.
Η επανάληψη του «γαλλικού παραδείγματος»
Στο σημείο αυτό, αξίζει ν’ αναφέρουμε και μια λεπτομέρεια. Στις 21 Αυγούστου του 1937, με διαταγή του υπουργείου Εθνικής Αμυνας, καθαιρείται από τη θέση του Επιτρόπου του 14ου Σώματος Στρατού ο Χεσούς Λαρανιάγκα.25α Η διαταγή έρχεται ενώ το Μπιλμπάο έχει ήδη πέσει και όλοι περιμένουν τη συνέχιση της φασιστικής επίθεσης σε συνθήκες γιγαντιαίας υπεροχής των δυνάμεών της. Από την άλλη μεριά, ο Λαρανιάγκα είναι μια γνωστότατη φυσιογνωμία της Βισκάγια, που είχε παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην άνιση άμυνα του Μπιλμπάο και, άλλωστε, είχε μόλις πριν από λίγες μέρες διοριστεί στη θέση από την οποία καθαιρέθηκε. Γιατί θα ήθελε κανείς να μετατρέψει σε απλό στρατιώτη έναν ήρωα του πολέμου, ενώ ο πόλεμος συνεχίζεται και σε πολύ ανησυχητικές συνθήκες; Αλλωστε, ήταν πασίγνωστο ότι ο διορισμός του Λαρανιάγκα είχε προκαλέσει μεγάλη δυσαρέσκεια στους κόλπους της βασκικής κυβέρνησης. Το ερώτημα παραμένει: Γιατί; Μήπως γιατί ο Λαρανιάγκα, όπως όλα, ανεξαιρέτως, τα στοιχεία της εποχής δείχνουν, ήταν ένας από τους κομμουνιστές που πρωτοστατούσαν (χωρίς καμιά, ουσιαστικά, επιτυχία) στην εκστρατεία καταστροφής των βιομηχανικών εγκαταστάσεων, αν αυτές τελικά δεν μπορούσαν να προστατευτούν; Σημειώνουμε ότι η στάση του αυτή είχε, σύμφωνα με επίμονες φήμες, δημιουργήσει προστριβές με τη βασκική κυβέρνηση, αλλά και με μερικούς ηγέτες του ίδιου του Κομμουνιστικού Κόμματος, που έγιναν γι’ αυτό στόχοι της εθνικής κομματικής ηγεσίας.


Αυτό μας δείχνει την επανάληψη, σε συνθήκες, βέβαια, ασύγκριτα εκρηκτικότερες και, γι’ αυτό, ασύγκριτα διδακτικότερες, του «γαλλικού παραδείγματος»: Από τη μια μεριά, οι κομμουνιστές δεν έχουν κανένα μέσο πίεσης και, από την άλλη, αυτό οξύνει ή και εξαρχής δημιουργεί αντιθέσεις μέσα στο Κόμμα.
Ακριβώς, άλλωστε, λόγω της εκρηκτικής κατάστασης, στην Ισπανία βλέπουμε πιο καθαρά και γιατί οι κομμουνιστές βρίσκονται σ’ αυτή τη δύσκολη θέση: Πώς να μη βρίσκονται, όταν βλέπουμε τον πρεσβευτή της Ισπανίας στο Λονδίνο Πάμπλο ντε Αγάρατε, προσπαθώντας να εξασφαλίσει κάποια βρετανική υποστήριξη, να προσφέρεται στον Αντονι Ιντεν να εγγυηθεί ότι, στην Ισπανία, «δεν υπάρχει κανένας κομμουνιστικός κίνδυνος»;26
Και όλα αυτά, όταν η φρανκική εξέγερση είναι, πριν απ’ όλα, μια «εκστρατεία ενάντια στον κομμουνισμό»…
Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος έδειξε ιδιαίτερα έντονα ορισμένα χαρακτηριστικά της πολιτικής συγκυρίας της εποχής εκείνης.
Από την πλευρά της, η Κομμουνιστική Διεθνής έκανε συνεχώς εκκλήσεις ενότητας για από κοινού δράση για τη σωτηρία της Ισπανίας. Τέτοιες εκκλήσεις, π.χ., μπορούν να χαρακτηριστούν οι επιστολές του Γενικού Γραμματέα της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ) Γ. Ντιμιτρόφ στον Πρόεδρο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς ντε Μπρουκέρ στις 3.6.37, η επιστολή του της 26ης Ιούνη (πτώση του Μπιλμπάο), η επιστολή του της 17ης Ιούλη του 1937, με τη συμπλήρωση ενός χρόνου από τη φασιστική εξέγερση κ.λπ. Οι μόνιμες απαντήσεις που έπαιρνε η ΚΔ και ο ΓΓ της ήταν ότι ο Πρόεδρος της ΣΔ «δεν έχει πλήρεις εξουσίες» για να πάρει πρωτοβουλία.

Το ίδιο επανέλαβαν οι εκπρόσωποι της ΣΔ ντε Μπρουκέρ (Πρόεδρος) και Φ. Αντλερ (Γενικός Γραμματέας) στη συνάντηση που είχαν με τους εκπροσώπους της ΚΔ Μ. Τορές, Μ. Κασέν, Φ. Ντάλεμ, Πέδρο Τσέκα και Λ. Λόνγκο, που έγινε στη γαλλική κωμόπολη Ανμάς, στις 21.6.1937.
Οι μόνοι που δεν έλεγαν …ΟΧΙ
Εδώ, όμως, φάνηκε και κάτι άλλο, πιο σοβαρό. Οτι οι κομμουνιστές ήταν, πιθανότατα, οι μόνοι που δεν έλεγαν ΟΧΙ. Οι υπόλοιποι δε δίσταζαν καθόλου να το πουν. Ετσι, μόλις έγιναν γνωστές οι προετοιμασίες για τη συνάντηση της Ανμάς, διάφοροι εκπρόσωποι της ΣΔ βγήκαν και τις κατήγγειλαν. Κατ’ αρχήν, αυτό είχε γίνει από καιρό πριν, από ένα σημαντικό μέλος της ΣΔ που θα μπορούσε να παίξει σημαντικό ρόλο: Το βρετανικό Εργατικό Κόμμα. Ηδη από το Μάρτη του 1937, ο γνωστός ηγέτης του Ερνεστ Μπέβιν, μιλώντας στο συνέδριο της ΣΔ που γίνεται στο Λονδίνο, δηλώνει απερίφραστα:
«Το βρετανικό εργατικό κίνημα δε θέλει να αφήσει να επιδράσουν με οποιονδήποτε τρόπο τα γεγονότα της Ισπανίας στις αποφάσεις και την τακτική του».
Μόλις γίνονται γνωστές οι επαφές των δύο Διεθνών το καλοκαίρι του 1937, το Εργατικό Κόμμα παρεμβαίνει και αφαιρεί τις εξουσιοδοτήσεις του από την ηγεσία της ΣΔ. Δεν ήταν, όμως, το μόνο πρόβλημα. Στην Ολλανδία και την Τσεχοσλοβακία, τα σοσιαλιστικά κόμματα απειλούν αποχώρηση από τη ΣΔ, αν οι επαφές συνεχιστούν. Τα πράγματα παίρνουν ιδιαίτερα σοβαρή τροπή στο Βέλγιο, έδρα της ΣΔ, όπου μια ομάδα σοσιαλιστών ηγετών φέρεται να δηλώνει ότι «προτιμά τη ναζιστική Γερμανία από την ΕΣΣΔ».
Οι κυβερνήσεις των χωρών όπου κυριαρχούν ή συμμετέχουν οι σοσιαλιστές ακολουθούν πάντα τη γραμμή της «μη επέμβασης».
Στις συνθήκες αυτές, γίνεται ιδιαίτερα αξιοπρόσεχτο το γεγονός ότι οι επαφές συνεχίζονται και, ως ένα βαθμό, διευρύνονται. Ετσι, διάφοροι ηγέτες της ΣΔ επισκέπτονται την Ισπανία, όπου εκφωνούν συγκινητικούς λόγους. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι πρόκειται για ιδιαίτερα επιφανείς προσωπικότητες της ΣΔ, όπως ο ταμίας της ΣΔ, Φ. Αντλερ, ο Σκέβενελς, ο μελλοντικός πρωθυπουργός της Βρετανίας Κλέμεντ Ατλι κ.ά. Ο Σκέβενελς, μιλώντας στη γαλλοβελγική ταξιαρχία, δήλωσε: «Σύντροφοι, σας ορκίζομαι ότι θα πάρετε όπλα!»
Το πρόβλημα είναι ότι αυτές οι υποσχέσεις ποτέ δεν πραγματοποιήθηκαν.
Ενα άλλο πιο ενδιαφέρον στοιχείο της εξέλιξης είναι η έκταση των επαφών στον τομέα της νεολαίας. Στην ίδια την Ισπανία, οι οργανώσεις των δύο κομμάτων, δηλαδή του Σοσιαλιστικού και του Κομμουνιστικού, έχουν ήδη συγχωνευτεί. Παράλληλα, στην Ισπανία γίνονται μια σειρά κοινές εκδηλώσεις, όπως εκείνες του Ιούλη του 1937, όπου, για πρώτη φορά, γίνεται επίσημη συνάντηση ηγετικών αντιπροσωπειών των δύο Διεθνών της νεολαίας.26α
Ωστόσο, και αυτές οι ενέργειες έμειναν χωρίς αποτέλεσμα στον πρακτικό τομέα και η Ισπανία αφέθηκε να στραγγαλιστεί.
Αναμφίβολα, τα κίνητρα που οδηγούσαν τους διαφόρους προσωπικούς παράγοντες μπορούσαν να είναι (και, δεν υπάρχει αντίρρηση ότι ήταν) διάφορα. Επίσης, όμως, αναμφίβολα, ιδιαίτερα εν όψει των πρακτικών αποτελεσμάτων, είναι το ότι, ανεξάρτητα από τις προθέσεις των φορέων τους, εξυπηρέτησαν μια διπλή πολιτική: από τη μια μεριά, παροχή κάθε άνεσης προς τις αντεπαναστατικές δυνάμεις, ώστε να ολοκληρώσουν το έργο τους και, από την άλλη, ενίσχυση των δυνατοτήτων διείσδυσης στις κομμουνιστικές γραμμές.



—————————————–
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ – ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
20. Εδώ αξίζει μια σύγκριση και με την ελληνική ιστορία. Αλλού, επισημαίνουμε ότι η ημερομηνία της φασιστικής εξέγερσης στην Ισπανία (17.7.1936) βρίσκεται ύποπτα κοντά στην επιβολή του δικτατορικού καθεστώτος στην Ελλάδα (4.8.1936).
Δεν είναι η μόνη ύποπτη σύμπτωση.
Πολύ κοντά με τις εκλογές της Ισπανίας, και συγκεκριμένα στις 26.1.1936, γίνονται εκλογές και στην Ελλάδα. Εκείνο που προκαλεί εντύπωση είναι το ότι αυτές οι εκλογές φαίνονται σαν μια, τουλάχιστον σχετικά, απότομη ανακοπή της αντιδραστικής κατολίσθησης της ελληνικής κοινωνίας, τόσο φανερής το 1935 και με αποκορύφωμα το δημοψήφισμα της επαναφοράς της μοναρχίας (10.10.1935). Στις εκλογές, που εντυπωσιάζουν ακριβώς με την τελείως εκτός τόπου και χρόνου ηρεμία τους, σημαντική επιτυχία σημειώνει το Παλλαϊκό Μέτωπο (ΠΜ), με 73.411 ψήφους (5,75%) και 16 βουλευτές. Από εκλογική άποψη, μπορούμε να θεωρήσουμε βέβαιο ότι το ΠΜ θα είχε σαφώς ξεπεράσει το 10%, αν δεν υπήρχε ένα τεράστιο χάσμα ανάμεσα στις επιδόσεις του στη Βόρεια Ελλάδα (πολύ υψηλές) και τη Νότια Ελλάδα και την Κρήτη (πολύ χαμηλές).
Ωστόσο, το ερώτημα για τις εκλογές παραμένει, πολύ περισσότερο που η συνέχεια είναι γνωστή και σε σαφή αντίθεση με αυτές.
Απάντηση του Π. Ρούσσου στον γράφοντα:
«Η ουσία είναι: Φέραμε το βασιλιά, τώρα ετοιμάζουμε το ντεκόρ για τη δικτατορία».
Ολα δείχνουν την ύπαρξη ενός γενικού και, προπάντων, διεθνούς σχεδίου για το «ντεκόρ».
21. Αυτό, τουλάχιστον, λέει ο Hugh Thomas στο βιβλίο του «Ιστορία τον Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου», έκδ. Αφοί Τολίδη, Αθήνα.
Σημειώνουμε ότι ο Χ. Μονσόν μεταφέρει στη Μαδρίτη την ατμόσφαιρα μιας προετοιμασίας εξέγερσης που, στη Ναβάρα, γίνεται τελείως δημόσια. Οι «ρεκετές», οι τοπικές μοναρχικές παραστρατιωτικές πολιτοφυλακές, αλλάζουν τα αρκεβούζια του Καρλιστικού Πολέμου του 1880 με σύγχρονα μάουζερ μέσω του λαθρεμπορίου των Πυρηναίων και κάνουν γυμνάσια. Επικεφαλής της όλης προετοιμασίας είναι, προφανώς, ο στρατηγός Ε. Μόλα, που έχει μετατεθεί από την κυβέρνηση του ΛΜ στην Παμπλόνα, πρωτεύουσα της Ναβάρα, και έχει κυκλοφορήσει, με την υπογραφή El Director (= «ο Διευθυντής»), ένα σήμερα περιβόητο ντοκουμέντο, όπου περιγράφεται με αξιόλογη ακρίβεια η μελλοντική φασιστική εξέγερση. Οι προετοιμασίες των στασιαστών διευκολύνονται από το ότι, στη Ναβάρα, έχει νικήσει στις 17.2.1936 η Δεξιά.
Η απάντηση του πρωθυπουργού Κασάρες Κιρόγα στον Μονσόν είναι η εξής:
«Εσείς οι κομμουνιστές είστε φοβεροί. Παντού βλέπετε φασίστες»…
Εδώ, όμως, αξίζει άλλη μια αναδρομή στην ελληνική ιστορία.
Η εκλογική νίκη του ΛM στην Ισπανία, που έκανε εκκωφαντικό θόρυβο σε όλη την Ευρώπη, δεν άφησε και ούτε ήταν δυνατό να αφήσει αδιάφορη την εφημερίδα «Ριζοσπάστης». Στις 29 Φλεβάρη 1936, ο «Ριζοσπάστης» δημοσιεύει άρθρο για την Ισπανία, όπου εμφανίζει την κατάσταση στη χώρα αυτή σαν ένα είδος γενικής και κοινής εκστρατείας εξόντωσης του φασισμού. Η πραγματικότητα, όπως βλέπουμε, ήταν τελείως διαφορετική. Η διαφορά μεταξύ πραγματικότητας και εικόνας του «Ριζοσπάστη» μπορεί, κατά τη γνώμη μας, να αποδοθεί σε δύο κυρίως παράγοντες:
α) Στις πραγματικές δυσχέρειες επικοινωνίας με βάση τα τεχνικά μέσα του 1936.
β) Στην προσπάθεια του ΚΚΕ να δημιουργήσει ΛΜ και στην Ελλάδα. Αυτό φαίνεται πολύ καθαρά και στην προτροπή για μια «Ελληνική Ισπανία» που περιέχεται στο άρθρο.
Δυστυχώς, δεν είμαστε ενήμεροι για την αρθρογραφία του «Ριζοσπάστη» σε συνέχεια για το θέμα.
22. Στο περίφημο εκείνο επεισόδιο όπου η Ντολόρες Ιμπαρούρι μιλά στους στρατιώτες της φρουράς της Μαδρίτης μέχρι που τους έπεισε να ακολουθήσουν τη Δημοκρατία, από τις γραμμές των στρατιωτών ακούστηκε η κραυγή:
«Τι θα γίνει με τη γη;»
(Αναφέρεται στο βιβλίο «Ντ. Ιμπαρούρι, Ο μοναδικός δρόμος», εκδ. «Κρατικές Εκδόσεις Πολιτικής Φιλολογίας», Μόσχα 1962, στα ρωσικά).
23. Αυτή ακριβώς την επισήμανση κάνει και η Αμερικανική Εγκυκλοπαίδεια, εκδ. Κ. Εμμανουήλ – Δ. Κιτσία & Σία, Αθήνα 1970.
24. Στο Βορρά, και ιδιαίτερα στη χώρα των Βάσκων, η επιρροή των αναρχικών είναι ασήμαντη. Εδώ, οι προσπάθειες των κομμουνιστών προσκρούουν στο Εθνικιστικό Κόμμα. Για περισσότερες λεπτομέρειες, ο αναγνώστης μπορεί να διαβάσει το κεφάλαιο για τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο. Εδώ, επισημαίνουμε ότι η εμφάνιση του ίδιου προβλήματος σε άλλες συνθήκες δείχνει ακριβώς ότι το ΚΚΙ δεν ήταν «καλυμμένο» απέναντι σε καμιά πολιτική δύναμη.
25. Το Αλκασάρ (= «Κυνήγι») είναι ένα εξαιρετικά οχυρό φρούριο, 75 χλμ. νοτιοδυτικά της Μαδρίτης.
Τον Ιούλη του 1936, μέσα σ’ αυτό κλείνονται οι δυνάμεις του συνταγματάρχη Μοσκαρντό, ενός εκ των ηγετικών εγκεφάλων της συνωμοσίας. Ο Μοσκαρντό, ο οποίος, εκτός από τη σχεδόν απρόσιτη οχυρή θέση, κατέχει άφθονα πυρομαχικά και τρόφιμα, αρνείται κάθε συζήτηση για παράδοση.
Την πολιορκία του φρουρίου αναλαμβάνουν οι αναρχικοί, οι οποίοι έκαναν, κυριολεκτικά, σημεία και τέρατα. Αν πιστέψουμε, π.χ., τον Hugh Thomas και το BBC, μετέτρεψαν την πολιορκία σε τουριστική ατραξιόν, όπου έρχονταν τουρίστες με λεωφορεία, έμπαιναν στα ορύγματα και τα πολυβολεία, έριχναν μερικές ριπές και, μετά, έφευγαν. Χωρίς να μιλήσουμε για όσα έκαναν στον τομέα της γενικής οργάνωσης (;) της στρατιωτικής δύναμης της πολιορκίας αλλά και στην περιοχή, πέρα από το στρατιωτικό τομέα. Οι εντονότατες διαμαρτυρίες των κομμουνιστών στον Λάργο Καμπαγέρο, ο οποίος, στο μεταξύ, έχει γίνει πρωθυπουργός, απορρίπτονται σκαιότατα. Στις 15 Σεπτέμβρη και ενώ οι αστείοι στρατιωτικοί (και άλλοι) πειραματισμοί των αναρχικών συνεχίζονται, οι φασίστες φτάνουν (εν μέρει, χάρη και πάλι στους αναρχικούς) σε απόσταση αναπνοής από το Τολέδο, δηλαδή δίπλα στο Αλκασάρ. Οι αναρχικοί, φυσικά, το σκάνε και ο Λάργο Καμπαγέρο αναθέτει τώρα στους κομμουνιστές να βγάλουν το φίδι από την τρύπα. Καθώς είναι πολύ αργά για οποιοδήποτε μέτρο, οι φασίστες καταλαμβάνουν την περιοχή του Τολέδο και του Αλκασάρ, όπου γίνεται μια φρικαλέα σφαγή.
25α. Βλ. Guerra y Revolution en Espana, 1936 -39, Editorial Progreso, Moscu 1971, σελ. 241.
26. Πρόκειται για συζήτηση που έγινε στις 28.10.1937, μέσα στη Βουλή των Κοινοτήτων. Ο Αγάρατε ζήτησε από τον Ιντεν τη βρετανική παρέμβαση ενάντια στις ιταλικές ενέργειες στην Ισπανία.
Εχει, κατά τη γνώμη μας, ιδιαίτερη σημασία να υπογραμμιστεί και αυτό που, πολύ ξεκάθαρα, λέει στο «Μοναδικό δρόμο», η Ντ. Ιμπαρούρι: «Οι κομμουνιστές δεν έπρεπε (και γι’ αυτό και δεν το επιχείρησαν το Μάη του 1937, όταν ο Λάργο Καμπαγέρο παραιτήθηκε) να πάρουν την εξουσία, γιατί αυτό θα προκαλούσε γενική στρατιωτική επέμβαση του ιμπεριαλισμού», «Ντολόρες Ιμπαρούρι, Ο μοναδικός δρόμος», ό.π.
26α. Βλ. Guerra y Revolution en Espana, 1936 -39, ό.π., σελ. 218 κ.επ.
Του Θανάση Παπαρήγα
*Απόσπασμα από το βιβλίο του αξέχαστου συντρόφου μας που εκδόθηκε από τη «ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ» το 1996

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Η τακτική των Μετώπων στα πλαίσια της ανασύνθεσης της θεωρίας της Ηγεμονίας.

Οι ταχτική των Μετώπων στις διάφορες εκδοχές της και η κριτική των θεωριών από τις οποίες αυτές προέκυψαν θα αφορά το αντικείμενο του blog για το επόμενο διάστημα. Είναι ένα θέμα το οποίο έχει τεράστια υλική, θεωρητική σημασία σήμερα, που η Αριστερά σε όλες τις εκδοχές της αναζητά τρόπους για να προβάλει και πάλι ως δύναμη εξουσίας.
Θα ξεκινήσουμε με την αναδημοσίευση διαφόρων κειμένων σχετικών με το αντικείμενό μας, πολλές φορές αντιφατικών και αντιπαραθετικών μεταξύ τους, απτόμενων σε πολύ διαφορετική θεωρητική και ιστορική βάση. Στο μέλλον θα δημοσιευτούν και πρωτογενή κείμενα.