O μαρξισμός δεν είναι δυνατόν να αναχθεί μόνον στη μαρξιστική θεωρία, ακόμα και αν πρόκειται για τη θεωρία του ίδιου του Μαρξ. "Συναντάει" τις μάζες, διαπλέκεται με την ιστορία, συμμετέχει σε κοινωνικές πρακτικές: Είναι λοιπόν ταυτόχρονα και μια ιδεολογία (ίσως και περισσότερες)

Gerard Bensussan

Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

H εμπειρία του Λαϊκού Μετώπου

5. H εμπειρία του Λαϊκού Μετώπου (1936)33

«Χρειάζεται να γνωρίζεις πώς να τερματίσεις μια απεργία»
(Μορίς Τορέζ, γραμματέας του Κ.Κ. Γαλλίας, 1936).
«Το Λαϊκό Μέτωπο δεν είναι η επανάσταση», Κ.Κ. Γαλλίας, 1936.

Η εμπειρία των Λαϊκών Μετώπων είναι κομβικής σημασίας στην εξέλιξη της στάσης της Αριστεράς ως προς το ζήτημα της διακυβέρνησης. Θα σημαδέψει και την μεταπολεμική πορεία της Αριστεράς. 

 
  • Όσον αφορά τη σοσιαλιστική Αριστερά, θα γίνει για πρώτη φορά κατά κυριολεξία κυβερνητική δύναμη. Σε αντίθεση με το βραχύβιο αλλά και ασθενές βαϊμαριανό πείραμα του 1928-1930 (συγκυβέρνηση με το καθολικό «Κέντρο»), εδώ η σοσιαλιστική Αριστερά θα τείνει να έχει ηγεμονικό χαρακτήρα και θα ασκήσει μια «επιθετική» και όχι μια απλώς αμυντική πολιτική, καθώς διαφαίνεται για πρώτη φορά η δυνατότητα ενός αναδιανεμητικού κοινωνικού συμβολαίου (ασταθούς, που θα ανατραπεί στη συνέχεια στη Γαλλία από την αστική τάξη). Παρ’ όλα αυτά, μια βασική διαφορά με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα μετά τον Β΄ ΠΠ έγκειται στο ότι οι Γάλλοι Σοσιαλιστές στα 1936 εξακολουθούν με ρεφορμιστικό τρόπο να αναφέρονται στον ειρηνικό δρόμο προς το σοσιαλισμό και όχι στην «κοινωνική» διαχείριση του καπιταλισμού. Παραμένουν λοιπόν Αριστερά με τη στενότερη έννοια.  
  • Όσον αφορά την κομμουνιστική Αριστερά, θα είναι η πρώτη προσέγγισή της στην (αστική ακόμη) κυβερνητική εξουσία, όπου θα αποδέχεται να αναλάβει κυβερνητικά καθήκοντα χωρίς να τίθεται άμεσα ζήτημα σοβιετικής εξουσίας. Μέσω του Λαϊκού Μετώπου το Κ.Κ. Γαλλίας (και εν μέρει και τα άλλα ευρωπαϊκά Κ.Κ.) συμφιλιώνεται με την ιδέα της διακυβέρνησης.  
Η αρχική σύλληψη του Λαϊκού Μετώπου από την Κομμουνιστική Διεθνή υπακούει σε δυο αλληλοσυνδεόμενες προτεραιότητες.
Η μια είναι γεωπολιτικού- στρατηγικού χαρακτήρα και σχετίζεται με την αίσθηση περικύκλωσης της Σοβιετικής Ένωσης από το αμυντικό σύμφωνο Πολωνίας και ναζιστικής Γερμανίας το 1934 και τον φόβο επιθετικού πολέμου της Γερμανίας εναντίον της. Ως εκ τούτου, η ΕΣΣΔ στρέφεται στις δυτικές δημοκρατίες προς υποστήριξη και υπογράφει το αμυντικό σύμφωνο Λαβάλ - Στάλιν του Μαΐου 1935. Κατά τον Κλαουντίν, αυτή η γεωπολιτική προτεραιότητα είναι και η κύρια πηγή στροφής της Κομμουνιστικής Διεθνούς και εγκατάλειψης της γραμμής του «σοσιαλφασισμού».
Η γεωπολιτική προτεραιότητα έχει και μια ακόμη σοβαρότατη διάσταση για τη στρατηγική της κομμουνιστικής Αριστεράς έναντι του αστικού κράτους. Τροποποιεί τη θέση της στο ζήτημα της «εθνικής άμυνας»: ενώ η κομμουνιστική Αριστερά ξεπήδησε εν πολλοίς ως ρεύμα αντίστασης στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο του 1914 και κατά της «εθνικοποιημένης» Β΄ Διεθνούς, μέσω του Λαϊκού Μετώπου (ΛΜ) επανανακαλύπτει το «αμυνόμενο έθνος». Δηλώνεται δηλαδή για πρώτη φορά ότι αν το γαλλικό κράτος σε συμμαχία με την ΕΣΣΔ πολεμήσει κατά της ναζιστικής Γερμανίας, θα πρόκειται για «δίκαιο πόλεμο», ακόμη και αν εδώ διαπλέκονται τα συμφέροντα του γαλλικού ιμπεριαλισμού. (Κλαουντίν όπ.π. σ. 179: Στο ερώτημα αυτό, ο Τολιάτι έδωσε το 1935 καταφατική απάντηση στους Γάλλους και Ολλανδούς κομμουνιστές). Έτσι, άνοιξε ο δρόμος που θα οδηγούσε τα Κ.Κ. στη γραμμή ότι ο Β΄ ΠΠ θα ήταν μονοσήμαντα αντιφασιστικός και δεν θα είχε χαρακτήρα ενδοϊμπεριαλιστικού ανταγωνισμού – γραμμή κρίσιμη για τις εξελίξεις στις χώρες της Δυτικής Ευρώπης που απελευθερώνονταν από τη γερμανική κατοχή στα 1944 - 1945 (όπως π.χ. στην Ελλάδα). Ομοίως, σχεδόν εγκαταλείπεται το αντιαποικιακό μέτωπο στις δυτικές ιμπεριαλιστικές δημοκρατίες. Βαρύτητα δίνεται στον αντιφασιστικό ρόλο των δυο εναπομεινάντων ισχυρών Κ.Κ., του γαλλικού και του τσεχοσλοβάκικου (κανείς το 1935 δεν προβλέπει τις εξελίξεις στην Ισπανία, έναν χρόνο μετά).
Η δεύτερη προτεραιότητα αντιστοιχεί στη δυσμενή θέση της Κ.Δ. μετά τη γερμανική ήττα του 1933. Ενώ ο Τρότσκυ έχει ήδη από το 1933 προειδοποιήσει για την ανάγκη σύμπτυξης Ενιαίου Μετώπου κατά του φασισμού στη Γερμανία,34 η Κ.Δ. επιμένει ως το 1934 αποκλειστικά στο Ενιαίο Μέτωπο από τα κάτω, κατά της ηγεσίας της «σοσιαλφασιστικής» Σοσιαλδημοκρατίας, την οποία και θεωρεί κύριο αντίπαλο. Η γραμμή αυτή (με την επιρροή και των Π. Τολιάτι και Γκ. Διμιτρόφ) τροποποιείται ριζικά στα τέλη του 1934 και αυτή η στροφή επικυρώνεται στο περίφημο 7ο Συνέδριο της Κ.Δ. τον Αύγουστο του 1935. Εδώ, η νέα γραμμή έχει δυο σκέλη εν όψει της διπλής αναγκαιότητας της αντιφασιστικής άμυνας και της «υπεράσπισης της Ε.Σ.Σ.Δ.»:
1) Ενιαίο Μέτωπο Σοσιαλιστών και Κομμουνιστών, πλέον και από τα «πάνω». Συνεργασία των εργατικών κομμάτων και οργανώσεων για την απόκρουση του φασισμού αλλά και για την ικανοποίηση των αμέσων συμφερόντων των εργατικών στρωμάτων. Σε αυτό το σημείο η Κ.Δ. δεν πρότεινε κάτι καινούριο αλλά επανέφερε τη γραμμή του 1922 σε μια πιο επεξεργασμένη εκδοχή της.
2) Με πυρήνα το Ενιαίο Μέτωπο, συμμαχία και με τα μικροαστικά, μεσαία και αγροτικά στρώματα. Το πρόβλημα, όπως επισημαίνει στα 1970 ο Πουλαντζάς,35 έγκειται στο ότι τα μεσαία στρώματα δεν εκπροσωπούνται αυτοτελώς στην πολιτική σκηνή αλλά αντιπροσωπεύονται από αστικά κόμματα εξουσίας στο πλαίσιο διαφορετικών ηγεμονικών στρατηγικών.
Έτσι, όπως στην περίπτωση των Ριζοσπαστών (Μπριάν και Νταλαντιέ), το γαλλικό Κ.Κ. μπαίνει σε μια κυβέρνηση μαζί με αστικά κόμματα, αν και αυτό δεν προβλέπεται ρητά από την απόφαση της Κ.Δ.
Η εισαγωγή της τακτικής του ΛΜ οδηγεί στη γενίκευση της στρατηγικής των σταδίων. Ενώ, δηλαδή, εξακολουθεί να προτείνεται ως τελικός σκοπός η (βίαιη) σοσιαλιστική επανάσταση και η σοβιετική εξουσία (όπου θα «σπάσει» πια η συμμαχία με τους σοσιαλιστές και τα μεσαία στρώματα), αυτό μετατίθεται στο μακρινό μέλλον και τίθεται ως τακτική προτεραιότητα η «δημοκρατική-αντιφασιστική» φάση, η άμυνα της εργατικής τάξης και η κατά το δυνατόν φιλολαϊκή διαχείριση του κράτους. Το πρόγραμμα της επανάστασης σπάει στα δυο, η πρώτη φάση αποτελεί τακτικό, η δεύτερη στρατηγικό στόχο. Επίσης, προτείνεται από την Κ.Δ. η αποφυγή ρήξεων και επαναστατικών πρακτικών ώστε να μην σπάσει η αντιφασιστική συμμαχία με την Ε.Σ.Σ.ΣΔ. λόγω τρομοκράτησης των αστών. Σε αντιπαράθεση με τον ισχυρισμό ότι δήθεν η γραμμή της «ειρηνικής συνύπαρξης» πρωτοεγκαθίσταται μετά τον Στάλιν και το 1956, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για πλευρά της γραμμής των ΛΜ. Χαρακτηριστικά, ο Κνόριν (μέλος της σοβιετικής καθοδήγησης της Κ.Δ.) θα υποστηρίξει στο Έβδομο Συνέδριο ότι «η επανάσταση θα προχωρήσει σε συνθήκες ειρηνικής άμιλλας και συνεργασίας» (Κλαουντίν, όπ.π. σ. 180, με εκτενείς αναφορές στο έργο των σοβιετικών ιστορικών Leibzon – Shirinya, Η στροφή στην πολιτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς).
Η γραμμή του Λαϊκού Μετώπου στηρίζεται σε μια στενή προσέγγιση της βάσης του φασισμού ως κοινωνικοπολιτικού φαινομένου. Ο φασισμός είναι η κυριαρχία του πιο στενού-αντιδραστικού πυρήνα της χρηματιστικής ολιγαρχίας (Ντιμιτρόφ, 1935). Και είναι, προφανώς, ένα καθεστώς σαπίσματος του μονοπωλιακού καπιταλισμού, το έσχατο καταφύγιό του.36 Από αυτήν την ανάλυση προκύπτουν μια σειρά πολιτικά συμπεράσματα:
1) Η μη μονοπωλιακή αστική τάξη και τα μεσαία στρώματα ανήκουν αντικειμενικά στο «αντιφασιστικό στρατόπεδο», άρα, και τα αστικά κόμματα που τις εκφράζουν είναι αντικειμενικά σύμμαχα με το εργατικό κίνημα. Η ανάλυση αυτή παραβλέπει τον πολύ σημαντικό ρόλο τμημάτων των μικροαστικών τάξεων αλλά και της εργατικής αριστοκρατίας ως «τάξεων-στηριγμάτων» του αστισμού κατά τη διαδικασία εκφασισμού (πρβλ. και το συλλογικό έργο Faschismus und Kapitalismus των A. Prosenberg, O. Bauer, A. Thalheimer κ.ά., Φρανκφούρτη 1967).
2) Από τον συνδυασμό παραγωγισμού και καταστροφισμού της Κ.Δ. προκύπτει ότι η αποτελεσματική άμυνα κατά του φασισμού και η ήττα του θα φέρει αυτόματα την καπιταλιστική κατάρρευση, αφού οι αστοί – ακόμη και εκείνοι που κοντοπρόθεσμα είναι αντιφασίστες – θα στερηθούν την «ύστατη λύση» τους και θα αντιμετωπίσουν πια το ισχυρό εργατικό κίνημα στη δεύτερη-σοσιαλιστική φάση. Όσο αδόκιμο είναι να σπάσεις την αντιφασιστική συμμαχία με την προοδευτική αστική τάξη ενώ δεν έχει ακόμη νικηθεί ο φασισμός (γιατί έτσι θα παραταθεί η «φασιστική» αστική κυριαρχία), άλλο τόσο λάθος είναι να εκτιμήσεις ότι ο καπιταλισμός μπορεί να επιβιώσει μετά την ήττα του φασισμού.
3) Προκύπτει ακόμη ότι η όποια συνέχιση της καπιταλιστικής παραγωγής είναι αναγκαία στην ενδιάμεση φάση διότι οξύνει την αντίθεση παραγωγικών δυνάμεων - παραγωγικών σχέσεων και οδηγεί και αυτή στην «κατάρρευση». Η θέση αυτή αποτελεί συνέχεια του καουτσκισμού με την έννοια ότι, α) η τάση κοινωνικοποίησης του μονοπωλιακού καπιταλισμού προετοιμάζει τον σοσιαλισμό, β) η τεχνολογική ανανέωση και η συγκεντροποίηση είναι δυνάμεις που αργά ή γρήγορα προσκρούουν στο μονοπωλιακό καπιταλιστικό πλαίσιο (πρβλ. και την κατοπινότερη σοβιετική θέση περί «Επιστημονικοτεχνικής Επανάστασης»). Έτσι, η θέση αυτή λειτουργεί ως ενδιάμεση ανάμεσα στον καουτσκισμό (όπως ενδεχομένως και κάποιες παρεξηγήσιμες θέσεις του Λένιν περί «σαπίσματος») και στη μεταπολεμική θεωρία του «Κρατικού Μονοπωλιακού Καπιταλισμού».
Η θέση της Κ.Δ. περί αυστηρής διάκρισης της «μετωπικής» από την επαναστατική φάση και περί προτεραιότητας της «υπεράσπισης της ΕΣΣΔ» οδηγεί σε μια πρώτη διατύπωση και μορφοποίηση ενός κομμουνιστικού μεταρρυθμισμού έναντι του αστικού κράτους. Όπως θα υποστηρίξουν αρκετά χρόνια αργότερα οι φορείς της ιταλικής κομμουνιστικής κίνησης «Μανιφέστο» («200 θέσεις για τον Κομμουνισμό», Αθήνα 1976), η μετωπική πρακτική οδηγεί σε μια σταδιακή πρακτική εγκατάλειψη των άμεσα επαναστατικών χαρακτηριστικών των Κ.Κ., και τα εισάγει στην αστική πολιτική σκηνή με έναν τρόπο πιο «εσωτερικό».
Η τάση του κομμουνιστικού μεταρρυθμισμού είναι αυτή που βάζει φρένο στο μεγάλο απεργιακό κίνημα του καλοκαιριού του 1936. Σε μια συγκυρία κοινωνικής πόλωσης, η οποία συγχωνεύει την ωρίμανση της οικονομικής κρίσης του 1929-1932 με άμεσα αρνητικές συνέπειες για την εργατική τάξη (υψηλή ανεργία, λοκάουτ κλπ.) με την άνοδο της Ακροδεξιάς (ενίσχυση φασιστικών οργανώσεων όπως η Solidarite, η Caggule, οι «Σταυροί της Φωτιάς» και το κόμμα του Ντοριό, σοβαρές ταραχές τον Φεβρουάριο 1934 με κύριο ρόλο των φασιστών), οι εργάτες καταλαμβάνουν τα μεγάλα εργοστάσια του Παρισιού και συγκρούονται με τις δυνάμεις της τάξης.37 Ανεξάρτητα από το αν η συγκυρία είχε όντως προεπαναστατικά χαρακτηριστικά ή όχι (ο Κλαουντίν το αμφισβητεί) θα μπορούσαν αν υπάρξουν πολύ σημαντικές κατακτήσεις έναντι της αστικής τάξης. Το Κ.Κ. έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στο σταμάτημα της απεργίας, «μαζεύοντας» τις οργανώσεις του και την C.G.T. και καταγγέλλοντας την Αριστερά του Γ.Σ.Κ. (Μ. Πριβό, Γκερέν κ.ά.) ως «αριστερίστικη» και «τυχοδιωκτική». Λειτούργησε, έτσι., για πρώτη φορά ως «κόμμα της τάξης» μ’ έναν τρόπο που θύμιζε αρκετά τον ρόλο του καουτσκισμού το 1910-1911 στην πρωσική αναταραχή για το εκλογικό δικαίωμα. Το σημαντικότατο ανέβασμα του εργατικού κινήματος το 1936 (το πιο σοβαρό από το 1871) φρεναρίστηκε με αντάλλαγμα αυξήσεις μισθών και κάποιες παραχωρήσεις κοινωνικής προστασίας (συμφωνίες της Γκρενέλ), ενώ θα μπορούσε, αν είχε αριστερή καθοδηγητική γραμμή, να φτάσει αρκετά κοντά στο να θέσει ζητήματα εξουσίας (όπως υποστηρίζει ο Κλαουντίν). Όπως υποστηρίζουν με σαφήνεια οι ηγέτες του γαλλικού Κ.Κ.: «Το Λαϊκό Μέτωπο δεν είναι η επανάσταση» και «Δεν πρόκειται να θίξουμε την αστική ιδιοκτησία».
Το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1930 είναι αντικειμενικά μια περίοδος όξυνσης των αντιθέσεων στη Δυτική Ευρώπη και δημιουργίας εστιών κρίσης εκπροσώπησης αρκετά παραπλήσιων με την επαναστατική περίοδο 1917-1923. Αντιδιαμετρικά προς τον φασισμό εμφανίζονται ξανά όψεις μιας επαναστατικής εργατικής τάσης στο προσκήνιο. Η γραμμή του μετωπισμού, αν και αρχικά εγείρει προσδοκίες, λειτουργεί προς την απορρόφηση της κρίσης εκπροσώπησης. Αν στη Γαλλία αυτό συμβαίνει με την ανάσχεση του εργοστασιακού κινήματος;, στην Ισπανία, όπου το 1936 ξεσπά μια αυθεντική σοσιαλιστική επανάσταση, η συνδυασμένη στρατηγική ΕΣΣΔ-Κ.Δ. και Κ.Κ. Ισπανίας συντελεί άμεσα στην καταστολή της. Η ήττα της ισπανικής επανάστασης το 1937, αλλά και η υποχώρηση του κινήματος στη Γαλλία του 1936 συνδέονται άμεσα με την ήττα των Δημοκρατικών στον ισπανικό Εμφύλιο, την προετοιμάζουν.38
Στο πλαίσιο αυτής της μελέτης δεν είναι δυνατό να καταπιαστούμε με την περιγραφή των πολύμορφων προβλημάτων της ισπανικής επανάστασης. Αρκούμαστε στο να διαπιστώσουμε ότι ενώ το γαλλικό ΛΜ περιόρισε τα όρια της εργατικής κινητοποίησης σε ένα οικονομικό διεκδικητικό πλαίσιο και στη στερέωση του ρόλου του γαλλικού κράτους ως αντιναζιστικής δύναμης (στόχος, στον οποίο τελικώς απέτυχε καθώς μάλλον ώθησε την αστική τάξη προς τη συμφιλίωση με τον φασισμό), το ισπανικό ΛΜ αντιμετώπισε μια καθαρά επαναστατική κρίση, όπου διαφάνηκαν οι απώτερες συνέπειες της μετωπικής στρατηγικής. Στο πλαίσιο αυτής της κρίσης η σαφής διαφοροποίηση των δυο φάσεων (μετωπική/επαναστατική) μετέτρεψε σταδιακά (με την άμεση συνδρομή του Στάλιν) το ΛΜ σε «στρατηγείο της αντεπανάστασης».39
Ανακεφαλαιώνοντας: το προπολεμικό ΛΜ θέτει σε μεγάλο βαθμό τα σπέρματα της μεταπολεμικής στρατηγικής «κοινωνικού συμβιβασμού», αναφορικά και με τις δυο πτέρυγες του εργατικού κινήματος. Επίσης, προετοιμάζει την «αριστερή ενότητα» των αντιστασιακών κινημάτων αλλά και τις συμβιβαστικές τάσεις «εθνικής ενότητας» που αναπτύσσονται μέσα σε αυτά. Στο πλαίσιο, όμως, της προπολεμικής κρίσης εξουσίας, το ΛΜ «κατορθώνει» μόνον να ανασχέσει την τάση προς επαναστατικές λύσεις. Δεν πετυχαίνει ούτε ως προς μια μεταρρυθμιστική στρατηγική ούτε ως προς την ικανοποιητική ανάσχεση του φασισμού/ναζισμού.





Το κείμενο αποτελεί μέρος άρθρου του Δημήτρη Μπελαντή που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Θέσεις, τ. 105 τον Οκτώβριο του 2008, με τίτλο: "ΤΟ ΕΓΧΕΙΡΗΜΑ ΤΟΥ «ΕΙΡΗΝΙΚΟΥ ΔΡΟΜΟΥ». ΌΨΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΙΣΤΕΡΟΥ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΣΜΟΥ ΣΤΟΝ 20Ο ΑΙΩΝΑ"

Σημειώσεις:
33 Βλ. αναλυτικά Φ. Κλαουντίν, Η κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, τ. Α΄, 1980, σσ. 163-199, ο οποίος παραπέμπει και στα έργα αναφοράς των Georges Lefranc, Histoire de Front Populaire, Paris 1965 και Daniel Guerin, Front populaire, revolution manquee: Temoignage militant, Paris 1963.
 
34 Λ. Τρότσκυ, Ο φασισμός και το εργατικό κίνημα στη Γερμανία, Αθήνα 2008 (επανέκδοση).
 
35 «Γύρω από το πρόβλημα των συμμαχιών», Αγώνας για την Κομμουνιστική Ανανέωση, τ. 7/1979.
 
36 Βλ. και σε Ν. Πουλαντζά, Φασισμός και Δικτατορία, Αθήνα 1975.
 
37 Μια πολύ ωραία περιγραφή σε Ι. Έρενμπουργκ, Η πτώση του Παρισιού, Αθήνα 1979, Δωδώνη.
 
38 Σε Φ. Κλαουντίν όπ.π., σσ. 199 επ., Φ. Μόρροου, Επανάσταση και Αντεπανάσταση στην Ισπανία, Αθήνα 1977, Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη.
 
39 L. Trotsky, The Spanish Revolution, Pathfinder, N.Y., 1973. Επίσης βλ. τη γλαφυρή περιγραφή του Χ. Μ. Έντσενσμπέργκερ στο Σύντομο καλοκαίρι της αναρχίας, Αθήνα 1975, Οδυσσέας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου