O μαρξισμός δεν είναι δυνατόν να αναχθεί μόνον στη μαρξιστική θεωρία, ακόμα και αν πρόκειται για τη θεωρία του ίδιου του Μαρξ. "Συναντάει" τις μάζες, διαπλέκεται με την ιστορία, συμμετέχει σε κοινωνικές πρακτικές: Είναι λοιπόν ταυτόχρονα και μια ιδεολογία (ίσως και περισσότερες)

Gerard Bensussan

Τετάρτη 27 Απριλίου 2011

Η διανοητική εργασία και η χειρωνακτική εργασία: η γνώση και η εξουσία

Ας αρχίσουμε από τη δημιουργία και τη λειτουργία του αστικού Κράτους στην υλικότητά του ως μηχανισμού. Μηχανισμού ειδικευμένου, κεντρικοποιημένου, καθαρά πολιτικού χαρακτήρα, πού συνίσταται σε μια συναρμογή λειτουργιών ανώνυμων, απρόσωπων και τυπικά διαφορετικών από την οικονομική εξουσία, της οποίας ή συγκρότηση εδράζεται σε μιαν αξιωματοποίηση των νόμων-κανόνων πού κατανέμουν τους τομείς δραστηριότητας και αρμοδιότητας και σε μια νομιμότητα θεμελιωμένη στο σώμα πού είναι ο λαός-έθνος. Στοιχεία πού, όλα τους, είναι ενσωματωμένα στην οργάνωση των μηχανισμών του σύγχρονου Κράτους. Οι μηχανισμοί αυτοί διαφέρουν από εκείνους του φεουδαρχικού Κράτους, πού ήταν θεμελιωμένοι στους προσωπικούς δεσμούς, σε μιαν αντιγραφή από την κάθε εξουσία του πρότυπου της οικονομικής εξουσίας (ο άρχοντας εκπλήρωνε ο ίδιος τον ρόλο του δικαστή, του διοικητή, του αρχηγού του στρατού υπό την ιδιότητα του ως γαιοκτήμονα), σε μιαν ιεραρχία αποτελούμενη από στεγανές εξουσίες (ή αρχοντική πυραμίδα), πού ή νομιμότητα τους απορρέει από την κυριαρχία του σώματος του αρχηγού (βασιλιά-άρχοντα) το όποιο είναι χαραγμένο στο κοινωνικό σώμα. Ιδιοτυπία επομένως του σύγχρονου Κράτους πού ανάγεται ακριβώς σε τούτο τον σχετικό χωρισμό του πολιτικού στοιχείου από το οικονομικό και σε μιαν ολόκληρη αναδιοργάνωση των αντίστοιχων χώρων και πεδίων τους, συνέπεια της ολοκληρωτικής απαλλοτρίωσης του άμεσου εργαζόμενου στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής.
Αυτές οι σχέσεις είναι το έδαφος μιας καταπληκτικής αναδιοργάνωσης του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας του οποίου είναι συνυπόστατες, αναδιοργάνωσης πού σημαδεύει τη σχετική υπεραξία και τη διευρυνόμενη αναπαραγωγή του κεφαλαίου στο στάδιο της «μηχανοποίητης παραγωγής» και της «μεγάλης βιομηχανίας». Αυτός ο καθαρά καπιταλιστικός, σ' όλες τις μορφές του, καταμερισμός είναι ή προϋπόθεση της δυνατότητας του σύγχρονου Κράτους, πού εμφανίζεται έτσι σε όλη την ιστορική του πρωτοτυπία: το Κράτος αυτό αποτελεί μια πραγματική τομή σε σχέση με τους προκαπιταλιστικούς τύπους Κράτους (ασιατικό, δουλοκτητικό, φεουδαρχικό), πράγμα πού αδυνατούν να συλλάβουν ακριβώς οι θεωρίες εκείνες πού το θεμελιώνουν στις εμπορικές σχέσεις (πού δεν έπαψαν άλλωστε ποτέ να υπάρχουν).
Αναφέρω εδώ μια μόνη περίπτωση αυτού του καταμερισμού, τη διαίρεση ανάμεσα στη χειρωνακτική και στη διανοητική εργασία. Ή διαίρεση αυτή δεν μπορεί καθόλου να νοείται με εμπειρικό-φυσιοκρατικό τρόπο, σαν ένα σχίσμα ανάμεσα σ’ εκείνους πού εργάζονται με τα χέρια τους και σ' εκείνους πού εργάζονται με το κεφάλι τους: ανάγεται κατευθείαν στις πολιτικο-ιδεολογικές σχέσεις, όπως αυτές υπάρχουν μέσα σε καθορισμένες σχέσεις παραγωγής. Υπάρχει όμως —όπως το κατέδειξε ο Μαρξ— μια ιδιοτυπία αυτής της διαίρεσης στον καπιταλισμό, πού συνδέεται με την ολοκληρωτική απαλλοτρίωση του άμεσου εργαζόμενου από τα μέσα του εργασίας. Αυτό έχει ως συνέπεια:

α) τον χαρακτηριστικό χωρισμό των διανοητικών στοιχείων από την εργασία πού εκτελεί ο άμεσος παραγωγός, εργασία πού σ' αυτό το ξεχώρισμα από τη διανοητική εργασία (τη γνώση) παίρνει έτσι την καπιταλιστική μορφή της χειρωνακτικής εργασίας.
β) τον χωρισμό της επιστήμης από τη χειρωνακτική εργασία, ενώ ή πρώτη, πού βρίσκεται «στην υπηρεσία του κεφαλαίου», τείνει να γίνει άμεση παραγωγική δύναμη.
γ) τις ιδιαίτερες σχέσεις ανάμεσα στην επιστήμη-γνώση και στις ιδεολογικές σχέσεις, και μάλιστα στην κυρίαρχη ιδεολογία, όχι με την έννοια μιας γνώσης πιο «ιδεολογικοποιημένης» από άλλοτε, ούτε απλώς με την έννοια μιας πολιτικο-ιδεολογικής χρησιμοποίησης της γνώσης από την εξουσία (αυτό δεν έπαψε ποτέ να γίνεται), αλλά με την έννοια μιας ιδεολογικής θεμιτοποίησης της εξουσίας, θεμιτοποίησης θεμελιωμένης στον τρόπο χρησιμοποίησης της επιστημονικής τεχνικής, δηλαδή της θεμιτοποίησης μιας εξουσίας ως απόρροιας μιας ορθολογικής επιστημονικής πρακτικής
δ) τις κατεστημένες πια οργανικές σχέσεις ανάμεσα στη διανοητική εργασία, πού έχει αποκοπεί έτσι από τη χειρωνακτική εργασία, και στις πολιτικές σχέσεις κυριαρχίας, κοντολογίς ανάμεσα στην καπιταλιστική γνώση και στην καπιταλιστική εξουσία. Αυτό και απόδειξε ο Μαρξ σχετικά με τον εργοστασιακό δεσποτισμό και τον ρόλο της επιστήμης στην καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία, αναλύοντας τις οργανικές πια σχέσεις μεταξύ γνώσης και εξουσίας, μεταξύ διανοητικής εργασίας (γνώση-ε πιστή μη επενδυμένη στην ιδεολογία) και πολιτικών σχέσεων κυριαρχίας, όπως αυτές υπάρχουν κι αναπαράγονται ήδη στη διαδικασία απόσπασης της υπεραξίας.
Αν και αυτός ο κατεξοχήν χαρακτηριστικός καπιταλιστικός χωρισμός μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας είναι μόνο μια πλευρά ενός γενικότερου κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, στην περίπτωση του Κράτους είναι αποφασιστικός. Μια από τις θεμελιακές ιδέες των κλασικών του μαρξισμού είναι ότι ή σπουδαιότερη ασφαλώς πλευρά του κοινωνικού καταμερισμοί} της εργασίας σχετικά με την εμφάνιση του Κράτους ως «ειδικού» μηχανισμού, συνίσταται στη διαίρεση χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας. Το Κράτος υλοποιεί στο σύνολο των μηχανισμών του, δηλαδή όχι μόνο στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του αλλά και στους κατασταλτικούς και οικονομικούς, τη διανοητική εργασία ως χωρισμένη από τη χειρωνακτική: πράγμα πού γίνεται φανερό αν εγκαταλειφθεί ή φυσιοκρατική - θετικιστική διάκριση χειρωνακτική εργασία/ διανοητική εργασία. Και ακριβώς μέσα στο καπιταλιστικό Κράτος ή οργανική σχέση ανάμεσα στη διανοητική εργασία και στην πολιτική κυριαρχία, ανάμεσα στη γνώση και στην εξουσία, πραγματώνεται με τον τελειότερο τρόπο. Το Κράτος αυτό, χωρισμένο από τις σχέσεις παραγωγής, τοποθετείται ακριβώς στο πλευρό της διανοητικής εργασίας, πού με τη σειρά της αποσχίζεται από τη χειρωνακτική εργασία: είναι ή απόληξη και το προϊόν αυτής της διαίρεσης, αν και έχει ένα δικό της ρόλο στη δημιουργία της και στην αναπαραγωγή της.
Αυτό εκδηλώνεται με την ίδια την υλικότητα του Κράτους. Πριν απ’ όλα με την ειδίκευση-χωρισμό των κρατικών μηχανισμών σε σχέση με την παραγωγική διαδικασία: οι μηχανισμοί χωρίζονται απ’ αυτήν τη διαδικασία κυρίως με την παγίωση της διανοητικής εργασίας. Κάτω από την καπιταλιστική μορφή τους, οι μηχανισμοί αυτοί —στρατός, δικαιοσύνη, διοίκηση, αστυνομία κτλ., για να μην αναφέρουμε τους ιδεολογικούς μηχανισμούς— συνεπάγονται την εφαρμογή και τον έλεγχο μιας γνώσης και ενός λόγου (κατευθείαν επενδυμένων στην κυρίαρχη ιδεολογία ή καθιερωμένων με βάση τις κυρίαρχες ιδεολογικές μορφές) από τους οποίους αποκλείονται οι λαϊκές μάζες. Μηχανισμοί θεμελιωμένοι ως προς τη διάρθρωση τους σ' έναν ειδικό και μόνιμο αποκλεισμό των λαϊκών μαζών πού βρίσκονται από τη μεριά της χειρωνακτικής εργασίας, πού είναι στέρεα δεμένες σ' αυτήν διαμέσου του Κράτους. Ή μόνιμη μονοπώληση της γνώσης από μέρους του Κράτους-επιστήμονα-εκφραστή αποφάνσεων, από μέρους των μηχανισμών του και των οργάνων του, είναι εκείνη πού καθορίζει και τις οργανωτικές και διευθυντικές λειτουργίες του Κράτους, λειτουργίες κεντρικοποιημένες στον ειδικό χωρισμό τους από τις μάζες: μορφή της διανοητικής εργασίας (γνώση-εξουσία) υλοποιημένης σε μηχανισμούς, απέναντι στη χειρωνακτική εργασία πού έχει την τάση να πολώνεται σε λαϊκές μάζες χωρισμένες και αποκλεισμένες απ’ αυτές τις οργανωτικές λειτουργίες. Είναι εξίσου κατάδηλο πώς μια σειρά θεσμών της λεγόμενης έμμεσης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας (πολιτικά κόμματα, κοινοβούλιο κτλ.), κοντολογίς της σχέσης Κράτους-μαζών, εξαρτώνται από το ίδιο δομικό σύνολο. Πράγμα πού είχε διαισθανθεί ο Γκράμσι, όταν έβλεπε στον γενικό οργανωτικό ρόλο του καπιταλιστικού Κράτους την κατεξοχήν πραγμάτωση μιας διανοητικής εργασίας χωρισμένης χαρακτηριστικά από τη χειρωνακτική εργασία. Έτσι, ο Γκράμσι συμπεριλάμβανε τα όργανα των κρατικών μηχανισμών, μαζί κι εκείνα των κατασταλτικών μηχανισμών (αστυνομικούς, χωροφύλακες, στρατιωτικούς), στους διανοούμενους (οργανικούς και παραδοσιακούς) με την πλατιά έννοια.
Αυτή ή σχέση γνώσης-εξουσίας δεν άφορα μόνο την ιδεολογία και δεν παίρνει τη μορφή της απλής λειτουργίας νομιμοποίησης του Κράτους αν και την εκπληρώνει, ιδιαίτερα στη σφαίρα της επιστήμης πολιτικής σκέψης. Ακόμα και στο στάδιο της μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, και κατόπι στο στάδιο του ελεύθερου συναγωνισμού, πού και τα δύο σημαδεύονται από τη σύσταση του αστικού Κράτους κι από την υπεροχή, μέσα στην αστική ιδεολογία, του νομικο-πολιτικού τομέα, αυτός (ή πολιτική, το Δίκαιο) στήριξε ρητά τη νομιμότητα του —από τον Μακιαβέλλη ως τον Θωμά Μόρο κι ως τις κατοπινές θεωρητικοποιήσεις— στον τρόπο της επιστημονικής τεχνικής και στο πρότυπο των αποδεικτικών επιστημών, ως κάτοχος μιας γνώσης πού την αντιπαραθέτει σ' εκείνο πού χαρακτηρίζει ως ουτοπία. Το πράγμα άλλωστε προχωράει και πέρα από την επίσημη θεωρία κι απλώνεται στις πρωταρχικές εκείνες μορφές ιδεολογίας τις όποιες εκκρίνει το Κράτος και πού εξασφαλίζουν τις εσωτερικές σχέσεις του μηχανισμού (εσωτερική αυτονομιμοποίηση) και τη νομιμοποίηση των ενεργειών της προς το εξωτερικό: νομιμοποίηση των δραστηριοτήτων του Κράτους και των οργάνων του ως φορέων μιας ιδιαίτερης γνώσης, μιας ενδογενούς ορθολογικότητας. Όλα τούτα κατοχυρώνονται άλλωστε με τις ιδιαίτερες μορφές της σχέσης ιδεολογίας-γνώσης-επιστήμης, την οποία συνεπάγεται ή μετατροπή της νομικο-πολιτικής ιδεολογίας σε τεχνοκρατική ιδεολογία.
Τονίζω όμως ότι η σχέση αυτή γνώσης-εξουσίας δεν άφορα μόνο την ιδεολογική νομιμοποίηση: ο καπιταλιστικός χωρισμός της διανοητικής εργασίας από τη χειρωνακτική εργασία άφορα και την ίδια την επιστήμη και τη συμπεριλαμβάνει. Η οικειοποίηση της επιστήμης από το κεφάλαιο γίνεται ασφαλώς μέσα στο εργοστάσιο, αλλά και από το Κράτος. Το Κράτος παρουσιάζει τούτη την ιδιομορφία, ότι τείνει να ενσωματώσει την ίδια την επιστήμη, οργανώνοντας τον θεωρητικό της λόγο, κάτι πού είναι σήμερα ολοφάνερο. Δεν πρόκειται για μιαν απλή εργαλειοποίηση της επιστήμης και για τη μεταχείρισή της στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Το καπιταλιστικό Κράτος στρατεύει την παραγωγή της επιστήμης, πού γίνεται έτσι μια κρατική επιστήμη ενταγμένη, ως προς την εσώτερη υφή της, στους μηχανισμούς της εξουσίας πράγμα πού, όπως ξέρουμε, δεν ισχύει μόνο για τις λεγόμενες «επιστήμες του ανθρώπου». Γενικότερα, το Κράτος δικτυώνει τη διανοητική εργασία με ολόκληρη σειρά από κυκλώματα και δίκτυα χάρη στα όποια υποκατέστησε την Εκκλησία, υποτάσσει και προσοικειώνεται το σώμα των διανοουμένων-επιστημόνων, ενώ αυτό δεν υπήρχε στους μεσαιωνικούς χρόνους παρά με συχνομετάβλητο τρόπο. Οι διανοούμενοι, ως ειδικευμένο και επαγγελματοποιημένο σώμα, συγκροτήθηκαν σε δημόσιους υπάλληλους-μισθοφόρους από το σύγχρονο Κράτος. Οι διανοούμενοι αυτοί, φορείς της γνώσης-επιστήμης, έγιναν (πανεπιστήμια, ινστιτούτα, ακαδημίες, διάφοροι επιστημονικοί σύλλογοι) κρατικοί λειτουργοί χάρη στο ίδιο δομικό σύστημα πού έκαμε τους λειτουργούς αυτού του Κράτους διανοούμενους.
"Αν ή σχέση γνώσης-εξουσίας δεν υπάγεται μόνο στο έργο της νομιμοποίησης, αυτό οφείλεται —το υπενθυμίζω— και στο ότι ο λόγος του Κράτους εκφράζει ο ίδιος αυτή τη σχέση, λόγος πού είναι εδώ εντελώς ιδιότυπος. Δεν πρόκειται, όπως στα προκαπιταλιστικά Κράτη, για ένα λόγο Αποκάλυψης, βασισμένο στην ομιλία (πραγματική ή υποτιθέμενη) του Ηγεμόνα, πού επαναλαμβάνει την ένταξη του ανώτατου σώματος στο κοινωνικό σώμα. Λόγος μυθικός στην κυριολεξία πού τείνει απροσδιόριστα να καλύψει με την αφήγηση την απόσταση ανάμεσα στην απαρχή της ανώτατης εξουσίας και τις καταβολές του κόσμου. Το καπιταλιστικό Κράτος δεν θεμελιώνει τη νομιμότητα του στην καταγωγή του: προϋποθέτει μια σειρά διαδοχικά θεμέλια στη διαρκώς ανανεωνόμενη κυριαρχία του λαού-έθνους. Το Κράτος αυτό εκδηλώνει επίσης έναν ιδιαίτερο οργανωτικό ρόλο απέναντι στις κυρίαρχες τάξεις και έναν ρυθμιστικό ρόλο απέναντι στο σύνολο του κοινωνικού σχηματισμού: ο λόγος του είναι ένας λόγος της δράσης. Ένας λόγος της στρατηγικής και της τακτικής, ενταγμένος βέβαια στην κυρίαρχη ιδεολογία, αλλά τρεφόμενος επίσης και από μιαν επιστήμη-γνώση οικειοποιημένη από το Κράτος (οι οικονομικές, πολιτικές, ιστορικές γνώσεις).
Ο λόγος αυτός, αν και πραγματώνει θαυμάσια τη ζεύξη γνώσης και εξουσίας, δεν έχει δική του ενδογενή ενότητα. Είναι ένας λόγος τμηματικός και τεμαχισμένος, ανάλογα με τα στρατηγικά σχέδια της εξουσίας και με τις διάφορες τάξεις στις όποιες απευθύνεται. Είχα την ευκαιρία να επισημάνω ότι ακόμα και μια κατεξοχήν «ολοκληρωτική γλώσσα», όπως είναι ο φασιστικός λόγος, παρουσιάζει μια σειρά μετατοπίσεις, στρεβλώσεις του νοήματος ταυτόσημων εκφράσεων (λογουχάρη του ορού συντεχνιασμός), ανάλογα με τη διαφορότητα των στόχων ή των στοχευόμενων τάξεων. Ο λόγος αυτός πρέπει πάντα να κατανοείται και ν' ακούεται, έστω κι αν όχι μονοσήμαντα απ’ όλους: δεν αρκεί ν' απαγγέλλεται με τρόπο σαγηνευτικό. Πράγμα πού προϋποθέτει μιαν υπερκωδίκευση του Κράτους, μέσα από τους διάφορους κώδικες του λόγου, πλαίσιο αναφοράς της ομοιογενοποίησης των τμημάτων του λόγου και των μηχανισμών πού τα εκφράζουν, έδαφος της διαφορικής λειτουργίας τους. Αυτή ή υπερκωδίκευση μπάζεται στα κεφάλια όλων των υπηκόων υστέρα από υπολογισμένη διύλιση. Την ενοποίηση της γλώσσας, το καπιταλιστικό Κράτος την επιβάλλει προάγοντας την εθνική γλώσσα και συντρίβοντας τις άλλες. Η εθνική γλώσσα είναι βέβαια αναγκαία για τη δημιουργία μιας εθνικής οικονομίας και μιας εθνικής αγοράς, αλλά, ακόμα περισσότερο, για τον πολιτικό ρόλο του Κράτους. Αποστολή επομένως του εθνικού Κράτους είναι να οργανώσει τις μεθόδους του λόγου πού πλάθουν την υλικότητα του λαού-έθνους και να δημιουργήσει τη γλώσσα, δημιουργία πού είναι βέβαια της δικαιοδοσίας των ιδεολογικών οργάνων, αλλά πού δεν περιορίζεται καθόλου σε ένα ιδεολογικό εγχείρημα.
Η σχέση αυτή γνώσης-εξουσίας, θεμελιωμένη στη διανοητική εργασία πού το Κράτος την παγιώνει χωρίζοντας την από τη χειρωνακτική εργασία, στεγάζεται μέσα στην οργανωτική διάρθρωση του Κράτους. Το Κράτος ανασχεδιάζει και αναπαράγει μέσα στο ίδιο το σώμα του τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας: είναι έτσι το ανατύπωμα των σχέσεων μεταξύ εξουσίας και γνώσης, όπως αυτές αναπαράγονται μέσα στην ίδια τη διανοητική εργασία. Από τις ιεραρχικές, κεντρικοποιημένες καί πειθαρχημένες σχέσεις ως τις σχέσεις των κλιμακίων και κόμβων απόφασης/εκτέλεσης, από τις βαθμίδες εκπροσώπησης της αρχής ως τις μορφές κατανομής-απόκρυψης της γνώσης ανάλογα με τις βαθμίδες αυτές (γραφειοκρατικό μυστικό) και ως τις μορφές κατάρτισης και στρατολόγησης των οργάνων του Κράτους (σχολική κατάρτιση και στρατολόγηση με διαγωνισμό), ή διάρθρωση του καπιταλιστικού Κράτους ενσαρκώνει, στις πιο μικρές της λεπτομέρειες, την εισαγμένη κι εσωτερικευμένη, μέσα στην ίδια τη διανοητική εργασία, αναπαραγωγή της καπιταλιστικής διαίρεσης διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας. Στις πιο μικρές της λεπτομέρειες και με όλη την υλική τελετουργικότητα του Κράτους, λογουχάρη —και εφόσον πρόκειται για μια λεπτομέρεια— στην περίπτωση της γραφής.
Καμιά αμφιβολία ότι πάντοτε υπήρχε στενή σχέση ανάμεσα στο Κράτος και τη γραφή, αφού κάθε Κράτος αποτελούσε μιαν ορισμένη μορφή διαίρεσης διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας. Ό ρόλος όμως της γραφής είναι εντελώς ιδιόμορφος στο καπιταλιστικό Κράτος, της γραφής πού, περισσότερο ακόμα κι από τον λόγο-ομιλία, αντιπροσωπεύει εδώ τη συνάρθρωση και την καταμέριση της γνώσης-εξουσίας μέσα στους κόλπους του. Από τη γραπτή εντύπωση, από το σημείωμα, ως τις αναφορές πού μπήκαν στο αρχείο, τίποτε δεν υπάρχει, από ορισμένες απόψεις, για τούτο το Κράτος, πού να μην είναι γραμμένο, και καθετί πού γίνεται μέσα σ' αυτό αφήνει πάντα κάπου ένα γραπτό ίχνος. Ωστόσο, ή γραφή είναι εδώ εντελώς διαφορετική απ’ ο,τι στα προκαπιταλιστικά Κράτη: δεν είναι πια μια γραφή αναμεταγραφής, σκέτο ανατύπωνα της ομιλίας (πραγματικής ή υποτιθέμενης) του άρχοντα, γραφή αποκάλυψης και μνημόνευσης, γραφή μνημειακή. Πρόκειται για μια γραφή ανώνυμη, πού δεν επαναλαμβάνει ένα λόγο, αλλά πού γίνεται γραμμή μιας διαδρομής πού ορίζει τους γραφειοκρατικούς τόπους και μηχανισμούς, αυλακώνει και εικονίζει τον κεντρικοποιημένο-ιεραρχικό χώρο αυτού του Κράτους. Γραφή πού ταυτόχρονα χωροποιεί και δημιουργεί γραμμικά και αντιστρεπτά διαστήματα μέσα σε τούτη τη συνεχή και τμηματοποιημένη αλυσίδα πού είναι ή γραφειοκρατικοποίηση. Χαρτοβασίλειο της σύγχρονης κρατικής οργάνωσης πού δεν είναι απλή γραφική λεπτομέρεια αλλά ένα υλικό γνώρισμα απαραίτητο για την ύπαρξη και λειτουργία της, εσωτερική συγκολλητική ύλη αυτών των διανοουμένων-λειτουργών, πού ενσαρκώνουν τη σχέση αυτού του Κράτους με τη διανοητική εργασία. Το Κράτος αυτό δεν μονοπωλεί, δεν κρατάει για τον εαυτό του τη γραφή, όπως συμβαίνει με τα προκαπιταλιστικά Κράτη και την Εκκλησία: τη διαδίδει (σχολεία) για πολύ συγκεκριμένες ανάγκες κατάρτισης της εργασιακής δύναμης. Κάνοντας το όμως αυτό, τη διχοτομεί, διότι ο λόγος-ομιλία του Κράτους πρέπει ν' ακουστεί και να κατανοηθεί. Θα έλεγε κανείς πώς μέσα σε τούτο το Κράτος πού μιλάει ανοιχτά και πού έχει ενιαία εθνική γλώσσα, το μυστικό απέναντι στις μάζες και ή παγίωση της γνώσης και της εξουσίας έχουν περάσει τέλεια στην κρατική γραφή, της οποίας ο ερμητισμός απέναντι στις αποκλεισμένες από τούτη τη γραφή μάζες είναι πασίγνωστος. Είναι αυτό ακριβώς το Κράτος πού έχει συστηματοποιήσει, αν όχι ανακαλύψει, τη γραμματική και την ορθογραφία, αναδείχνοντας τες σε δίκτυα εξουσίας.
Τέλος, αυτή ή σχέση εξουσίας-γνώσης εκφράζεται με ιδιαίτερες τεχνικές άσκησης της εξουσίας, με συγκεκριμένα όργανα —ενταγμένα στο αλύσωμα του Κράτους— για τη μόνιμη απομάκρυνση των λαϊκών μαζών από τα κέντρα αποφάσεων: με μια σειρά τελετουργιών, μορφών λόγου, δομικών τρόπων θεματοποίησης, διατύπωσης και πραγμάτευσης των προβλημάτων από τους κρατικούς μηχανισμούς, έτσι πού (μονοπώληση της γνώσης) οι λαϊκές μάζες (χειρωνακτική εργασία από τούτη την άποψη) να είναι ουσιαστικά αποκομμένες απ’ αυτά.
Βέβαια, δεν μπαίνει ζήτημα ν' αναγάγουμε τη σχέση Κράτους-σχέσεων παραγωγής στη διαίρεση διανοητικής εργασίας/ χειρωνακτικής εργασίας. Σκοπός μου ήταν απλώς να δείξω συγκεκριμένα την κατεύθυνση της ερευνάς πού μας κάνει να εγκαταλείψουμε τη σφαίρα των εμπορικών σχέσεων ως θεμέλιου του καπιταλιστικού Κράτους (στην περίπτωση αυτή, από τη γραφειοκρατία σαν αναγκαία συγκεντρωτική αρχή απέναντι στην ελευθερο-ανταγωνιστική αναρχία της κοινωνίας των ιδιωτών). Προσθέτω ότι, και σε τούτη την περίπτωση, το Κράτος δεν είναι το απλό αποτέλεσμα της διαίρεσης διανοητικής/χειρωνακτικής εργασίας, διαίρεσης θεμελιωμένης στις σχέσεις παραγωγής. Το Κράτος συντείνει και στην αναπαραγωγή αυτής της διαίρεσης μέσα στην ίδια την παραγωγική διαδικασία και, πιο πέρα, στο σύνολο της κοινωνίας, τόσο με ειδικούς μηχανισμούς πού επεμβαίνουν στην κατάρτιση-ειδίκευση της εργασιακής δύναμης (σχολείο, οικογένεια, διάφορα δίκτυα επαγγελματικής μόρφωσης) όσο και με το σύνολο των μηχανισμών του (αστικά και μικροαστικά κόμματα, κοινοβουλευτικό σύστημα, πολιτιστικοί μηχανισμοί, Τύπος, μαζικά μέσα ενημέρωσης). Είναι ήδη παρόν στην οργάνωση αυτού του χωρισμού μέσα στις σχέσεις παραγωγής: ή διαίρεση διανοητικής/χειρωνακτικής εργασίας, πού είναι ενσαρκωμένη στον εργοστασιακό δεσποτισμό, συνδέεται με τις πολιτικές σχέσεις κυριαρχίας/υποταγής όπως αυτές υπάρχουν μέσα στις σχέσεις εκμετάλλευσης και, συνακόλουθα, με την παρουσία του Κράτους μέσα στις τελευταίες.
Βλέπουμε επίσης τώρα ότι ή σχέση αυτή γνώσης-εξουσίας άφορα εξίσου, από ορισμένες καπιταλιστικές πλευρές της, το Κράτος στις χώρες του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού, παρά τις μεταβολές πού έχουν υποστεί εκεί οι εμπορικές σχέσεις. Η διαίρεση διανοητικής/χειρωνακτικής εργασίας, θεμελιωμένη πάνω στις «καπιταλιστικές πλευρές» των σχέσεων τους παραγωγής πέρα ακόμα κι από μια κρατικοποίηση (πού πρέπει να την ξεχωρίζουμε από μια πραγματική κοινωνικοποίηση) της οικονομίας, αναπαράγεται εκεί με νέα μορφή. Αυτό όμως το επισημαίνω ενδεικτικά μόνο, διότι το όλο πράγμα παίρνει μορφές Ιδιαίτερες και πολύ διαφορετικές απ’ ό,τι στις δικές μας κοινωνίες, για πολλούς λόγους, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται και οι ιδιομορφίες των κοινωνικών τάξεων και του ταξικού αγώνα μέσα σ' αυτές τις χώρες.
Αυτή ή συσχέτιση του Κράτους με τη διαίρεση διανοητικής/χειρωνακτικής εργασίας, όπως εμπεριέχεται στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, δεν είναι επομένως παρά ένα πρώτο βήμα προς τη συσχέτιση του Κράτους με τις τάξεις και την πάλη των τάξεων στον καπιταλισμό. Τούτο το Κράτος, πού αντιπροσωπεύει την εξουσία της αστικής τάξης, συνδέεται με τις ιδιομορφίες της συγκρότησης αυτής της τάξης σε κυρίαρχη τάξη. Η αστική τάξη, θεμελιωμένη πάνω σ' ένα έδαφος πού απαιτεί τη χαρακτηριστική για τις λειτουργίες της διανοητικής εργασίας, εξειδίκευση, είναι η πρώτη τάξη στην ιστορία που για ν' αναδειχτεί σε κυρίαρχη τάξη, έχει ανάγκη από ένα σώμα οργανικών διανοουμένων. Αυτοί, τυπικά διαφορετικοί από την ίδια αλλά επιστρατευμένοι από το Κράτος, δεν έχουν έναν απλώς εργαλειακό ρόλο (όπως είχαν οι παπάδες για τη φεουδαρχία), αλλά ένα ρόλο οργάνωσης της ηγεμονίας της. Δεν είναι τυχαίο ότι ή αρχική μορφή της αστικής επανάστασης ήταν, πρωτίστως, ή μορφή μιας ιδεολογικής επανάστασης: ας θυμηθούμε τον ρόλο της φιλοσοφίας του Διαφωτισμού και τον ρόλο του ιδεολογικο-πολιτισμικού μηχανισμού των εκδόσεων και του Τύπου στην οργάνωση της αστικής τάξης.
Κάτι περισσότερο: αν το κάθε καπιταλιστικό Κράτος παρουσιάζει την ίδια υλική διάρθρωση, αυτή μοναδικοποιείται ανάλογα με τις ιδιομορφίες της πάλης των τάξεων, της οργάνωσης της αστικής τάξης και του σώματος των διανοουμένων μέσα στο κάθε συγκεκριμένο καπιταλιστικό Κράτος. Δεν υπάρχει πιο χαρακτηριστική περίπτωση από εκείνη της Γαλλίας: ή γαλλική αστική τάξη, μέσα στην τροχιά του απολυταρχικού Κράτους και μέσα από τις μορφές πού πήρε ή Επανάσταση του 1789, πέτυχε έξοχα την ηγεμονική της οργάνωση και τη δημιουργία, υπό την αιγίδα της, της εθνικής ενότητας, συνάπτοντας στενούς δεσμούς με το σώμα των εγκρίτων διανοουμένων. Εξασφάλισε τις μόνιμες υπηρεσίες τους ενσωματώνοντας τους στενά στα θεσμικά δίκτυα του γιακωβίνικου Κράτους και ξέροντας να πληρώνει, ποικιλότροπα, το αντίτιμο των υπηρεσιών τους, πράγμα πού σημάδεψε όχι μόνο τους πολιτιστικούς θεσμούς και τους ιδεολογικούς μηχανισμούς αυτού του Κράτους, αλλά και τις αξιοσημείωτες ιδιομορφίες της γαλλικής διανόησης. Η διανόηση αυτή, αφοσιωμένη στους θεσμούς του δημοκρατικού Κράτους πού είναι τα δίκτυα της μεταβιβασμένης από την αστική τάξη εξουσίας της, υπήρξε και εξακολουθεί να είναι ταυτόχρονα μια διανόηση ανυπότακτη στη φασιστική ιδεολογία και στις φασιστικές κρατικές μορφές, και μια διανόηση μαζικά αποκομμένη από τους λαϊκούς αγώνες, όταν αυτοί προσλαμβάνουν ριζοσπαστικές μορφές απειλώντας να αμφισβητήσουν τη δική της εξουσία. Αμφιρρέπει διαρκώς ανάμεσα στον ριζοσπαστικό-δημοκρατικό αντιφασισμό και στο σύνδρομο των Βερσαλλιέζων. Πουθενά άλλου δεν βρίσκει κανείς ενσαρκωμένα σε τέτοιο σημείο μέσα στους μηχανισμούς του Κράτους, τα φαντάσματα της διανόησης: πότε είναι σύμβουλος των ηγεμόνων και πότε, ή ταυτόχρονα, επηρεάζει τις μάζες εκ των άνω, πάνω από τις δικές τους οργανώσεις και διαμέσου των κρατικών μηχανισμών (Τύπος, πολιτιστικά ιδρύματα, μαζικά μέσα ενημέρωσης), κοντολογίς ο πειρασμός του ελιτίστικου λαϊκισμού. Σε τούτη τη δίψα για διανοητική εξουσία πού συντηρείται από την ορισμένη θέση της διανόησης μέσα στο γαλλικό Κράτος, αποκρίνεται, θα τολμούσε κανείς να πει δικαιολογημένα, ο γνωστός αντι-διανοητισμός του γαλλικού εργατικού κινήματος και των οργανώσεων του, πού κι αυτός με τη σειρά του, σημαδεύει με τη σφραγίδα του τούτο το Κράτος και τη χαρακτηριστική δυσπιστία των λαϊκών μαζών προς τους ιδεολογικούς μηχανισμούς του.

Από το βιβλίο του Νίκου Πουλαντζά "το Κράτος, η Εξουσία, ο Σοσιαλισμός", εκδόσεις Θεμέλειο, 1978.

Δευτέρα 25 Απριλίου 2011

Βία και Νομιμότητα

Παρά πολλά ειπώθηκαν, τον τελευταίο καιρό, για την οριστική πια αδυναμία μας να χρησιμοποιήσουμε «επα­ναστατικά μέσα παλιού τύπου». Μα ποτέ δε μας είπαν τι εννοούν μ' αυτά τα μέσα, ούτε και με τι θα αντικαταστήσουν.
Έτσι, με την ευκαιρία της βελγικής μας ήττας*, φέρνουν σε αντίθεση προς τα «επαναστατικά μέσα» - και πρώτα απ' όλα, προς τη βίαιη επανάσταση, προς τις μάχες των δρόμων -την καθημερινή οργάνωση και μόρφωση των μαζών. Αλλά είναι παράλογο να θέτουμε έτσι το' ζήτημα, για τον απλούστατο λόγο ότι η οργάνωση και η μόρφωση από μόνες τους δεν είναι ακόμη αγώνας, παρά είναι απλά προπαρα­σκευαστικά μέσα για τον αγώνα, και σαν τέτοια, είναι απαραίτητα τόσο στην επανάσταση, όσο και σε κάθε άλλη μορφή του εργατικού αγώνα. Η οργάνωση και η μόρφωση, αυτές καθεαυτές, δεν κάνουν περιττή την πολιτική πάλη, παρόμοια όπως η δημιουργία συνδικάτων και η είσπραξη των συνδρομών των μελών δεν κάνουν περιττούς τους αγώνες για το μεροκάματο ή τις απεργίες ...
... Στην απόφαση που πήραν μερικοί ν' αντικαταστήσουν μόνο με την κοινοβουλευτική δράση κάθε χρησιμοποίηση βίας στην προλεταριακή πάλη, το πιο παράξενο είναι η ιδέα ότι τάχα η επανάσταση μπορεί να γίνει αυθαίρετα. Ξεκι­νώντας από την αντίληψη αυτή, πιστεύουν ότι μπορούμε να κηρύξουμε ή να μην κηρύξουμε τις επαναστάσεις, να τις ετοιμάσουμε ή να τις αναβάλουμε, φθάνει μόνο να τις θεωρούμε ωφέλιμες ή περιττές ή βλαβερές, ότι αν θα γίνουν ή δε θα γίνουν επαναστάσεις στις καπιταλιστικές χώρες, εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από την πεποίθηση που θα επικρατεί στη σοσιαλδημοκρατία. Όσο περισσότερο η νομιμόφρονη θεωρία του σοσιαλισμού υποτιμάει τη δύναμη του εργατικού κόμματος σε άλλα ζητήματα, άλλο τόσο την υπερτιμάει σε τούτο το σημείο.
Η ιστορία όλων των επαναστάσεων που έγιναν στα περασμένα μας δείχνει ότι τα μεγάλα λαϊκά κινήματα δεν είναι καθόλου ένα αυθαίρετο και ενσυνείδητο δημιούργημα των λεγόμενων «αρχηγών» ή των «κομμάτων», καθώς φαντάζονται οι αστυνομικοί και οι επίσημοι αστοί ιστο­ριογράφοι, αλλά είναι αυθόρμητα κοινωνικά φαινόμενα, γεννημένα από μια δύναμη φυσική που πηγάζουν από τον ταξικό χαρακτήρα της σύγχρονης κοινωνίας. Η ανάπτυξη της σοσιαλδημοκρατίας σε τίποτε δεν άλλαξε τα πράγματα, και ο δικός της ρόλος δεν είναι να χαράζει νόμους στην ιστορική εξέλιξη της πάλης των τάξεων, αλλά ανίθετα να μπαίνει στην υπηρεσία αυτών των νόμων, χρησιμοποιώντας τους για τους σοσιαλιστικούς σκοπούς. Αν η σοσιαλδημοκρατία αντιστε­κόταν στις επαναστάσεις, που παρουσιάζονται σαν ιστορική ανάγκη, το μόνο αποτέλεσμα θα ήταν να μετατραπεί από εμπροσθοφυλακή σε οπισθοφυλακή, εμπόδιο ανίσχυρο στην πάλη των τάξεων. Μα η πάλη των τάξεων στο τέλος θα θριάμβευε είτε έτσι είτε αλλιώς, χωρίς τη σοσιαλδημοκρατία και, αν χρειαζόταν, ενάντια της.
Φτάνει να καταλάβουμε τα απλά αυτά πράγματα για να δούμε ότι το ζήτημα: επανάσταση ή νόμιμο πέρασμα στο σοσιαλισμό είναι καθαρά και κατά κύριο λόγο ζήτημα όχι σοσιαλδημοκρατικής τακτικής, αλλά ιστορικής εξέλιξης. Μ' άλλα λόγια, βγάζοντας την επανάσταση έξω απ' την ταξική πάλη του προλεταριάτου, οι οπορτουνιστές μας ισχυρίζονται, ούτε λίγο, ούτε πολύ, ότι η βία έπαψε να είναι ένας συντελεστής της νεώτερης ιστορίας.
Αυτό είναι το θεωρητικό βάθος του ζητήματος. Φτάνει να διατυπώσουμε μόνο την ιδέα αυτή, για να γίνει ολοφάνερος ο παραλογισμός της. Η βία, από τότε που εμφανίστηκε η «αστική νομιμότητα», ο κοινοβουλευτισμός, όχι μονάχα δεν έπαψε να παίζει έναν ιστορικό ρόλο, αλλά είναι και σήμερα επίσης, όπως και σε όλες τις προηγούμενες εποχές, η βάση της κυρίαρχης πολιτικής τάξης. Το καπιταλιστικό κράτος στο σύνολο του βασίζεται στη βία. Η στρατιωτική του οργάνωση είναι αυτή καθεαυτή μια χειροπιαστή απόδειξη. Ο οπορτουνιστικός δογματισμός πρέπει πραγματικά να έχει θαυματουργά χαρίσματα για να μην το βλέπει αυτό.
Μα είναι οι ίδιες ακόμη οι εκδηλώσεις της «νομιμότη­τας» που δίνουν αρκετές αποδείξεις γι'αυτό. Ή καλύτερα: τι άλλο παρά βία είναι στην ουσία της η αστική νομιμότητα;
Όταν έναν «ελεύθερο πολίτη», παρά τη θέληση του, με τον εξαναγκασμό, τον κλείνει ένας άλλος πολίτης σ' ένα μέρος στενό και ακατοίκητο, κι όταν τον κρατάν εκεί πέρα κάμποσο καιρό - όλοι καταλαβαίνουν ότι αυτό είναι μια πράξη βίας. Μα από τη στιγμή που η ενέργεια αυτή θα γίνει δυνάμει ενός ενιαίου βιβλίου, που λέγεται Ποινικός Νόμος, και το μέρος αυτό ονομαστεί «Πρωσσική Βασιλική Φυλα­κή», μετατρέπεται αμέσως σε πράξη ειρηνικής νομιμότητας. Αν ένας άνθρωπος εξαναγκαστεί από ένα άλλο, παρά τη θέληση του, να σκοτώνει συστηματικά τους συνανθρώπους του, αυτό είναι πράξη βίας. Μα από τη στιγμή που αυτό θα ονομαστεί «στρατιωτική υπηρεσία», ο καλός πολίτης φαντάζεται ότι αναπνέει τον αέρα της ειρήνης και της νομιμότητας. Αν ένα πρόσωπο παρά τη θέληση του το στερήσουν άλλοι από ένα μέρος της ιδιοκτησίας του και του εισοδήματος του, κανένας δε θα διστάσει να πει ότι αυτό είναι μια πράξη βίας. Μα από τη στιγμή που αυτή η ληστεία θα ονομαστεί «είσπραξη άμεσων φόρων», πρόκειται μονάχα για εφαρμογή του νόμου.
Κοντολογής, ό,τι παρουσιάζεται στα μάτια μας για αστική νομιμότητα δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η βία της κυρίαρχης τάξης ανυψωμένη εκ των προτέρων σ' επιτακτικό κανόνα. Από τη στιγμή που οι διάφορες πράξεις βίας καθορίστηκαν σαν υποχρεωτικός κανόνας, το πράγμα αντικαθρεπτίζεται από την ανάποδη στο κεφάλι των αστών νομομαθών, καθώς και στο κεφάλι των οπορτουνιστων σοσιαλιστών: η «έννομος» τάξη παρουσιάζεται σαν ένα ανεξάρτητο δημιούργημα της «δικαιοσύνης» και η βία του κράτους σα μια απλή της συνεπεία, σα μια «κύρωση» των νόμων. Στην πραγματικότητα η αστική νομιμότητα (και ο κοινοβουλευτισμός σα νομιμότητα εν τω γίγνεσθαι) είναι ίσα-ίσα μια ορισμένη μορφή, που παίρνει η πολιτική βία της αστικής τάξης, της βίας που πάλι φυτρώνει πάνω στο οικονομικό έδαφος της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.
Έτσι λοιπόν βλέπουμε πως όλη η θεωρία του νομι-μόφρονος σοσιαλισμού είναι καθαρή φαντασιοκοπία. Ενώ οι άρχουσες τάξεις στηρίζονται σε κάθε τους ενέργεια στη βία, μόνο το προλεταριάτο θα έπρεπε να αρνηθεί από την αρχή και για πάντα τη χρησιμοποίηση της βίας στην πάλη του εναντίον αυτών των τάξεων. Ποιο λοιπόν τρομερό σπαθί θα χρησιμοποιήσει για να ανατρέψει τη βία που κυβερνάει; Την ίδια εκείνη νομιμότητα που δίνει στη βία της αστικής τάξης τη σφραγίδα του επιτακτικού και παντοδύναμου κοινωνικού κανόνα.
Το πεδίο της αστικής νομιμότητας, του κοινοβουλευ­τισμού είναι όχι μόνον πεδίο κυριαρχίας της καπιταλιστι­κής τάξης, μα και πεδίο μάχης που διασταυρώνονται οι ανταγωνισμοί μεταξύ προλεταριάτου και αστών. Μα όπως η «έννομος τάξις» δεν είναι για την αστική τάξη τίποτε άλλο παρά η έκφραση της δικής της βίας, έτσι και η κοινοβου­λευτική πάλη για το προλεταριάτο δεν είναι τίποτε άλλο παρά η τάση του να ανεβάσει στην εξουσία τη δική του βία. Αν πίσω από τη νόμιμη και κοινοβουλευτική μας δράση δεν υπάρχει η βία της εργατικής τάξης, έτοιμη να μπει σ' ενέργεια μόλις χρειαστεί, η κοινοβουλευτική δράση της σοσιαλδημοκρατίας καταντάει παιχνίδι τόσο έξυπνο, όσο και το κουβαλημα νερού με το κόσκινο. Οι ερασιτέχνες του ρεαλισμού που δεν κουράζονται να φωνάζουν για τις «θετικές επιτυχίες» της κοινοβουλευτικής δράσης της σοσιαλδημοκρατίας, για να τις χρησιμοποιήσουν ως όπλα κατά της αναγκαιότητας και σκοπιμότητας της βίας στον εργατικό αγώνα, δε βλέπουν καθόλου ότι οι επιτυχίες αυτές και οι πιο ασήμαντες, δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της αόρατης και λανθάνουσας δράσης της βίας.
Το ότι η βία πάντα βρίσκεται στη βάση της αστικής νομιμότητας, το βλέπουμε στις περιπέτειες της ίδιας της ιστορίας του κοινοβουλευτισμού. Η πρακτική πείρα απο­δεικνύει ολοφάνερα πως: όταν οι κυρίαρχες τάξεις πεισθούν ότι οι βουλευτές μας δεν υποστηρίζονται από πλατιές λαϊκές μάζες, έτοιμες να δράσουν όταν χρειαστεί, ότι οι επαναστα­τικές κεφαλές και επαναστατικές γλώσσες δεν είναι ικανές ή δε θεωρούν καλό να βάλουν σε κίνηση, μόλις χρειαστεί, τις επαναστατικές γροθιές - τότε και ο ίδιος ο κοινοβουλευ­τισμός και όλη η περίφημη νομιμότητα θα εξαφανισθούν, αργά ή γρήγορα, ως βάση του πολιτικού αγώνα.
Ύστερα, η νομιμότητα αποδεικνύεται ότι είναι προϊόν του συσχετισμού των δυνάμεων των διαφόρων τάξεων που συγκρούονται, και ότι πάντα ταλαντεύεται. Η Βαυαρία, η Σαξωνία, το Βέλγιο και η Γερμανία μας δίνουν αρκετά πρόσφατα παραδείγματα που αποδεικνύουν ότι οι κοινο­βουλευτικές συνθήκες της πολιτικής πάλης παραχωρούνται ή αφαιρούνται από την κυρίαρχη τάξη, διατηρούνται ή αίρονται, ανάλογα με το βαθμό που οι θεσμοί αυτοί διασφαλίζουν τα ταξικά της συμφέροντα, ανάλογα με την επίδραση που ασκεί η υπόκωφη βία των λαϊκών μαζών, επιθετική ή αμυντική. Και πραγματικά, όπως σε ορισμένες εξαιρετικές περιπτώσεις δεν είναι δυνατό να αποφύγουμε τη βία σα μέσο άμυνας των κοινοβουλευτικών δικαιωμάτων, έτσι επίσης σε ορισμένες άλλες περιπτώσεις, η βία είναι μέσο επίθεσης αναντικατάστατο, εκεί οπού ακόμη πρόκειται ακόμη να κατακτήσουμε το νόμιμο πεδίο της πάλης των τάξεων

Οι οπορτουνιστές μας δηλώνουν πως ο σοσιαλισμός μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο με τη δημοκρατία του αστικού κράτους. Δε βλέπουν ότι λέγοντας αυτό, απλώς επαναλαμβάνουν, με άλλα λόγια, τις παλιές θεωρίες που δίδασκαν ότι η αστική νομιμότητα και η αστική δημοκρατία είναι προορισμένες να πραγματοποιήσουν τη γενική ελευ­θερία, ισότητα και ευτυχία - όχι τις θεωρίες της Μεγάλης Γαλλικής Επανάστασης, που τα συνθήματα της στάθηκαν μια αφελής πίστη, πριν από τη μεγάλη τους ιστορική δοκιμασία, αλλά τις θεωρίες των λογίων και φλύαρων δικηγόρων του 1848, των Οντιλόν Μπαρό, των Λαμαρτίνων, των Γκαρνιέ Παζές, που ορκίζονταν να πραγματοποι­ήσουν όλες της επαγγελίες της Μεγάλης Επανάστασης με κοινοβουλευτικές φλυαρίες. Οι θεωρίες αυτές σημείωσαν καθημερινά αποτυχίες στη διάρκεια ενός ολόκληρου αιώνα, και η σοσιαλδημοκρατία τις έθαψε τόσο βαθειά, που χάθηκε ολότελα η μνήμη τους. Ύστερα απ' όλα αυτά έρχονται σήμερα να τις αναστήσουν και να μας τις παρουσιάσουν για ιδέες ολωσδιόλου καινούργιες, ικανές να μας οδηγήσουν στην πραγματοποίηση των σκοπών της σοσιαλδημοκρα­τίας. Ώστε λοιπόν βάση της διδασκαλίας των οπορτου-νιστών δεν είναι, όπως πολλοί φαντάζονται, η θεωρία της εξέλιξης, αλλά η θεωρία των περιοδικών επαναλήψεων της ιστορίας που η κάθε νέα τους έκδοση είναι πιο ανιαρή και πιο αηδιαστική από την προηγούμενη. Η γερμανική σοσιαλδημοκρατία εδώ και 15 χρόνια πραγματοποίησε, χωρίς αμφιβολία, μια εξαιρετικά σπουδαία αναθεώρηση της σοσιαλιστικής τακτικής και γι αυτό προσέφερε μια μεγάλη υπηρεσία στο διεθνές προλεταριάτο. Η αναθεώρηση αυτή συνίσταται στην καταστροφή της παλιας πίστης στη βίαιη επανάσταση ως τη μοναδική μέθοδο της ταξικής πάλης, ως το μέσο που θα μπορούσε να εφαρμοστεί ανά πασά στιγμή, για να εγκαθιδρυθεί το σοσιαλιστικό καθεστώς. Σήμερα η επικρατούσα αντίληψη, διατυπωμένη ξανά από τον Καουτσκυ στο συνέδριο του Παρισιού, δέχεται ότι η κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη θα πραγματοποιηθεί ύστερα από μία πολύ ή λίγο μακρόχρονη περίοδο κανονικής και καθημερινής κοινωνικής πάλης, στην οποία η προσπάθεια για τον προοδευτικό εκδημοκρατισμό του κράτους και του κοινο­βουλευτισμού, είναι ένα μέσο εξαιρετικά αποτελεσματικό, για την ιδεολογική και, ως ένα μέρος, για την υλική εξύψωση της εργατικής τάξης.
Αυτά η γερμανική σοσιαλδημοκρατία τα απέδειξε στην πραξη. Ωστόσο αυτά καθόλου δε σημαίνουν ότι η βία παραμερίστηκε μια για πάντα, ούτε ότι οι βίαιες επαναστά­σεις αποκηρύχθηκαν ως μέσο πάλης του προλεταριάτου και ότι ο κοινοβουλευτισμός ανακηρύχθηκε μοναδική μέθοδος πάλης των τάξεων. Ίσα-ίσα το αντίθετο, η βία είναι και μένει το ύστατο μέσο της εργατικής τάξης, ο υπέρτατος νόμος της πάλης των τάξεων, άλλοτε λανθάνων, άλλοτε εμφανής. Αν με την κοινοβουλευτική μας δράση και με όλη μας την εργασία «επαναστατούμε» τα μυαλά, αυτό το κάνουμε για να κατέβει όταν χρειαστεί η επανάσταση από τα κεφάλια στις γροθιές.
Δεν είναι η αγάπη προς τη βία ή ο επαναστατικός ρομαντισμός, αλλά σκληρή ιστορική ανάγκη, εκείνο που υποχρεώνει τα σοσιαλιστικά κόμματα να προετοιμάζονται για βίαιες συγκρούσεις αργά ή γρήγορα με την αστική κοινωνία, στην περίπτωση που οι προσπάθειες μας σκοντά­ψουν σε ζωτικά συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων. Το να θεωρούμε τον κοινοβουλευτισμό ως αποκλειστικό μέσο πολιτικής πάλης της εργατικής τάξης, δεν είναι λιγότερο φαντασιοκοπικό και, κατά βάθος, λιγότερο αντιδραστικό, από το να δεχόμαστε τη γενική απεργία ή τα οδοφράγματα, ως αποκλειστικά μέσα πάλης.
Η βίαιη επανάσταση, στις σημερινές περιστάσεις, είναι δίχως άλλο δίκοπο μαχαίρι και δυσκολομεταχείριστο. Πιστεύω ότι το προλεταριάτο δε θα καταφύγει σ' αυτό το μέσο παρά μόνον όταν αυτό θα είναι η μόνη διέξοδος που θα του απομένει, με την απαραίτητη πάντα προϋπόθεση ότι η πολιτική κατάσταση και ο συσχετισμός των δυνάμεων εξασφαλίζουν λιγότερο ή περισσότερο την πιθανότητα της επιτυχίας. Μα η σαφέστατη κατανόηση της ανάγκης να χρησιμοποιηθεί η βία τόσο στα διάφορα επεισόδια της πάλης των τάξεων, όσο και για την τελική κατάκτηση της εξουσίας, είναι εκ των προτέρων απαραίτητη, γιατί ίσα-ίσα η κατανόηση αυτή είναι που δίνει ορμή και αποφασιστικότητα στην ειρηνική και νόμιμη δράση μας.
Αν η σοσιαλδημοκρατία παρασυρόταν από τους οπορτουνιστές και αποφάσιζε να παραιτηθεί εκ των προτέρων και δια παντός από τη χρησιμοποίηση της βίας, αν αποφάσιζε να υποχρεώσει τις εργατικές μάζες να σεβαστούν την αστική νομιμότητα, τότε όλοι οι πολιτικοί της αγώνες, κοινοβουλευτικοί και άλλοι, θα χρεοκοπούσαν αξιοθρήνητα, αργά ή γρήγορα, για να δώσουν τη θέση τους στην αχαλίνωτη κυριαρχία της αντιδραστικής βίας.



* Ύστερα από τη γενική απεργία των βέλγων εργατών του 1902 που απάνθρωπα χτυπήθηκε από τις στρατιωτικές δυνάμεις της καθολι­κής κυβέρνησης και στην αποκορύφωση της λύθηκε από το οπορτουνιστικό Γενικό Συμβούλιο του Βελγικού Εργατικού Κόμματος (Βάντερβελντε), στη Διεθνή ξέσπασε μια μεγάλη ιδεολογική διαμάχη γύρω από την τακτική της σοσιαλδημοκρατίας.